1 ΣΤΑ 5 ΠΑΙΔΙΑ, «ΤΡΩΕΙ ΤΟΝ»

Σκοπός να ειπωθεί η αλήθεια, όσο γίνεται, έστω και αν δεν είναι όλη- να ειπωθεί σκληρή, πολύ σκληρή όπως είναι στην πραγματικότητα της, πέραν από μια φρασεολογία που αποκλείει εκείνον που διαβάζει στο να μπει σε εκείνη την, έστω φαντασίωση, τη θέση του κακοποιημένου, που ίσως να είναι καλύτερα να εκφράσω ως μια πάρα, πάρα πολύ διαβολική ποίηση και όχι κακο-ποίηση: δεν πρόκειται περί λογοτεχνίας.

 

Το 1 στα 5- δεν αναφέρεται στα ποσοστά ευστοχίας ενός μπασκετμπολίστα, μα, για τα στατιστικά στοιχεία που, πραγματικά δε μιλούν για την αλήθεια της παιδοφιλίας και το τι βιώνουν για μια ζωή, μερικές φορές δυστυχώς είναι για μια ζωή, τα θύματα τους: η ονοματοποιία του αδικήματος σαν «σεξουαλική παρενόχληση ανηλίκου», ή, ακόμα, «σεξουαλική κακοποίηση» δεν φέρνουν στο νου μας σχεδόν τίποτε- το αρρωστημένο, δηλαδή, ότι υπάρχουν πολλοί ανάμεσα μας που «Γαμούν παιδιά, βρέφη, μωρά», ανήλικα παιδία σαν εκείνα που ξέρεται∙ οι αριθμοί 1 στα 5 δεν λένε την αλήθεια, και ένας στατιστικολόγος ή ο οποιοδήποτε ασχολήθηκε με τη στατιστική θα σας πει για κάτι ποσοστά λάθους,1, 2, 5%, που στην πραγματικότητα, και για το θέμα που μιλούμε και όχι για κάποιου είδους εκλογική αναμέτρηση, σημαίνουν 1, 2,3, ή 5 ή 10 παιδιά πάνω κάτω που κατάφερε ή όχι ο κάθε αρρωστημένος, όχι άρρωστος, μα αρρωστημένος, να τους «τον ταΐσει»: να έχει στύση και να ικανοποιείται με εκείνο το παιδικό σώμα- να τα γαμά, κυριολεκτικά και μεταφορικά- εκείνα τα παιδιά που σαν ενήλικες με το ένα ή τον άλλο τρόπο είναι «Fucked up»∙ σκεφτείτε τα παιδιά στο νηπιαγωγείο του γιού ή της κόρης σας, στο δημοτικό, στο γυμνάσιο- σκεφτείτε το παιδί σας: ένα στα πέντε από αυτά τα παιδιά, ακόμα και βρέφη, δέχονται σεξουαλική επίθεση- και όχι το βλακώδες δικηγορικό και τάχατες νομικό, και, δυστυχώς πολιτικά σωστό «σεξουαλική παρενόχληση». Και τί σημαίνει σεξουαλική παρενόχληση- ας το περιγράψουμε λίγο: σκεφτείτε ότι ένας ενήλικάς αυνανίζεται μπροστά τους, ότι βάζει ότι έπρεπε να του κοπεί μέσα στο σώμα τους, στο σώμα του μωρού, ένα από αυτά τα πέντε που έχετε ήδη σκεφτεί∙ και, σε μια φιλική επίσκεψη που βρίσκεστε, πέντε μανάδες και πέντε παιδιά να παίζουν, ποιό από τα πέντε έχει ή κακοποιηθεί ή κακοποιείτε, μια φόρα, ή και συνέχεια;

 

Σε μερικά από τα άρθρα μου που θα ακολουθήσουν, θα σκιαγραφήσω με ακρίβεια το προφίλ, συμπεριφορές, τον τρόπο σκέψης τους, και ότι άλλο είναι αναγκαίο για να μπορεί ο κάθε γονιός να έχει κάποιο εργαλείο στα χέρια του, να ξέρει: κάποιο εργαλείο πέραν της σιωπής…

ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΠΟ ΝΤΡΟΠΗ

Εκείνος που είναι ειλικρινής δεν μπορεί να πεθάνει από ντροπή- αυτό είπε ο Λακάν∙ και, για να διερωτηθούμε, ας σχηματιστεί το ερώτημα του «Πώς μπορεί κάποιος, ένας άνθρωπος, να πεθάνει από ντροπή»;

 

Ίσως να είναι η λάθος ερώτηση: και τότε αν γράψουμε, «Πώς ζει κάποιος από και μέσα στη ντροπή»- αυτό και αν είναι θάνατος και η πιο συχνή αιτία, ή τρόπος αν θέλετε, που περνά το χρόνο του αυτός, ή αυτή, που φέρνουν ένα υποκείμενο στη ζωή, όχι για να το στηρίξουν αλλά για τους στηρίξει: εδώ κρύβεται η ύπαρξη του γονέα που δεν μπορεί να είναι στη θέση του πατέρα ή της μητέρας, που γεννάει κόρη «Για της κτίσει από πάνω»- να μην φύγει ποτέ από κοντά τους, και που, το άλλο παιδί, αν επαναστατήσει σε αυτή τη χρήση που τυγχάνει στο ασφυκτικό «επιθυμώ» του γονιού, καταστροφικό προς το παιδί, πληρώνει το τίμημα που αρμόζει σε επαναστάτη∙ η ντροπή φορτώνεται στο παιδί αφού η τελειότητα του γονιού δεν δέχεται να απολέσει ούτε ένα εκατοστό από την απόλαυση του∙ δηλαδή, βλέπουμε γονιούς που πάντα είναι με τα παιδιά τους και ποτέ μόνοι τους, ποτέ ζευγάρι άντρα και γυναίκας, και αν είχαν κάποια ζωή όταν ακόμα ήταν σε βρεφική ή παιδική ηλικία τα παιδιά τους, αυτό σταματά όταν αρχίζουν και ενηλικιώνονται μέσω της εφηβείας- και έχουμε κόρες που φέρνουν σε επαφή τους γονείς τους με τους γονείς του αγοριού τους, και αγόρια που εξιστορούν τις ερωτικές τους περιπέτειες προ της μάνα τους, που καμιά δεν θα της μοιάσει, που μπορεί να δεχτεί την «άλλη γυναίκα» μόνο όταν εξυπηρετεί την ίδια, που αρρωστά με τα κλασσικά υστερικά συμπτώματα, καταθλίψεις, κρίσεις πανικού κτλ μόλις μάθει ότι ο γιος της γνώρισε κάποια την οποία δεν ελέγχει.

 

Αυτοί οι γονείς, μόνοι τους δεν μπορούν ούτε λεπτό να αντέξουν την ίδια τους την παρουσία, γιατί απλώνεται μια τεράστια σιωπή μεταξύ τους, μια σχέση άχαρη, επαναληπτική, ψεύτικη, αναγκαία λόγο ντροπής: για αυτό το λόγο είναι λανθασμένη η αντίληψη που έχει ειπωθεί ή έχει γραφτεί ότι το παιδί γεννιέται μέσα από την επιθυμία των γονιών: ιδού και το επτακέφαλο τέρας του θανάτου από ντροπή, που κανένας ειλικρινής άνθρωπος, ως προς την επιθυμία του και την ηθική της, δεν κινδυνεύει να πεθάνει από αυτό- από αυτή μάλλον τη «ζωή θανάτου».

 

Και η γυναίκα- θέτει το σώμα της σε καθεστώς επιθυμητού, ακριβώς όταν ντρέπεται.

ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΟΥ- ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΣΟΥ

Με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, δυστυχώς, η οργή μεταξύ των γονιών θα στραφεί προς το παιδί, εκτός από τις εχθρότητες που μπορεί να έχουν μεταξύ τους: δύο συνήθεις Κυπριακά φαινόμενα, που τα συναντούμε και σε άλλες χώρες αλλά η συχνότητα τους στη νήσο της ηθικής, της πατρίδας και της θρησκευτικότητας, την νήσο με κλέφτες, κλέφτες και δειλούς- τέλος πάντων- όπως άρχισα να γράφω η συχνότητα τους στη νήσο Κύπρο με εξουσιάζει να γράψω «Κυπριακά», να τα κατοχυρώσω σαν εγχώριο προϊόν∙ και, υπάρχουν διαφόρων ειδών πατεράδες και μανάδες: εκείνος που μόλις χωρίσει ανανεώνεται, που για δέκα χρόνια γάμου, αν και είχε την οικονομική ευχέρεια, φορούσε τα ίδια ρούχα, που έκαμε εγχείρηση λέιζερ τα μάτια του για να μην φορεί γυαλιά- μόλις χώρισε, που, από τις δωρεάν διαφημιστικές φανέλες αγοράζει μόνο Lacoste, που άρχισε το γυμναστήριο απότομα, που σου μιλά και καλαμαρίζει- που έχει πρόωρη εκσπερμάτωση και εκφράζεται μόνο όταν νικήσει ή χάσει η ομάδα του, που είναι σαράντα χρονών και τρέμει τη μάνα του και τον πατέρα του- εκείνος ήταν στον κόσμο του, στα τραύματα του, και η μάνα του προσκολλημένη σε αυτόν, παντοδύναμη σχεδόν. Έτσι είναι ο ψυχαναγκαστικός που θεοποιεί τον πατέρα. Με τα παιδιά τους αυτοί οι άντρες είναι μητέρες, μάλλον γυναίκες κατά βάθος- και που ως πριν να χωρίσει απολαύανε την απόλαυση που ο Λακάν την ονόμασε του ηλίθιου, τον αυνανισμό- όχι πως το σεξ δεν είναι αυνανισμός∙ αυτό είναι άλλο θέμα, θα γράψω αργότερα.

 

Και η γυναίκα, χωρίζει και στερεί από τον πατέρα τα παιδιά του, τον εκβιάζει, μιλά άσχημα για εκείνον∙ μετά διερωτάται τί έχει το παιδί της και είναι θυμωμένο, που δέρνει τους συμμαθητές του, που είναι απομονωμένο,  που κτυπά, που τραυλίζει: ο πατέρας του παιδιού και ο σύζυγος της είναι δύο διαφορετικά πράγματα, αν θέλετε θέσεις, και η μάνα δεν το καταλαβαίνει και συνεχίζει να θρηνεί την απώλεια του άντρα της, ρωτά γι’ αυτόν, κουτσομπολεύει ακόμα και μετά από αρκετά χρόνια χωρισμού, προκαλεί: μετουσιώνεται για ακόμα μια φορά σε μαυροφορεμένη μάνα της Κύπρου, με διαφορετικό τρόπο. Μα υπάρχει και η άλλη, που ακόμα δεν χώρισε και φέρνει άλλο άντρα στο σπίτι- όχι πως είναι κάτι κακό το να κάμει σχέση- μα γιατί να τον γνωρίσουν τα παιδία, και να κάνουν τις ίδιες δραστηριότητες απλά με έναν άλλο άντρα στη θέση του πατέρα, που ακόμα καλά καλά δεν γνώρισε η ίδια. Αυτή, προβάλει το σώμα της, τα στ-ήθη της, το σώμα της προς το βλέμμα, ταυτίζεται με την απαγορευμένη εικόνα της παιδικής της ηλικίας, της πόρνης που υποτίθεται ότι έχει το κλειδί της σεξουαλικής απόλαυσης,  αλλά προσπαθεί να βρει «ένα σωστό άντρα»: και τον γυρεύει σε τόπους όπου συχνάζουν «χαραμοψούμηδες», που έχουν φωτογραφίες με στοιβαγμένα δολάρια και ευρώ στο Facebook και αναφέρουν συχνά πυκνά την «ιερή» κουβέντα του κάθε άντρα προσκολλημένου στην Οιδιπόδεια μάνα, εκείνου που είναι πάντα παιδί, τελικά, και ποτέ άντρας, «Μόνο οι βλάκες δουλεύουν την σήμερον ημέρα». Και αυτή, δεν το κατανοεί, ότι τον ταΐζει, ότι η τακτική του να παίζει και να μιλά με τα παιδιά της, ακόμη και να τα αποζητά, είναι η «δουλειά» του.

 

Και αυτά, από τα καλύτερα δυνατά σενάρια: υπάρχει και το  χειρότερο, δηλαδή το να πυροβόλα ο γονιός τα παιδιά∙ ο πατέρας με όπλο και η μάνα τους με ένα άλλο τρόπο- που δεν θα μάθουμε ποτέ…

ΠΕΡΙ ΠΟΡΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣΥΝΗΣ

Το παιδί δεν εμπιστευόταν κανέναν∙ και πώς να εμπιστευτεί αφού η ίδια η μητέρα της την παρέδιδε στον αδερφό της, θείο της μικρής, για τις σεξουαλικές του ορέξεις- αυτό γινόταν δύο ή τρείς φορές τη βδομάδα, ανάλογα με τις διαθέσεις, φαντάζομαι, του αδερφού∙ δεν είναι εύκολο να γράφω τέτοιες προτάσεις, μια δυσκολία που δεν μπορεί σίγουρα να συγκριθεί με το τί περνούσε η μικρή∙ δεν μπορώ να περιγράψω με ακρίβεια το πραγματικό βίωμα τη μικρής γιατί δεν ήμουν στο σώμα της- αντίθετα με το Μαρκήσιο Ντε Σαντ, που με μεγάλη ευκολία φαίνεται να έγραψε το μυθιστόρημα του Αιμομιξία, περιγράφοντας με την κάθε λεπτομέρεια, το πώς ένας πατέρας διατηρούσε σεξουαλικές σχέσεις με τη κόρη του και έκαναν μαζί παιδία. Και, αυτά τα πράγματα, δυστυχώς, δεν είναι μόνο στα γραπτά και τα άσχημα παραμύθια για να φοβούνται τα παιδία- αυτά είναι αληθείς βιώματα που δεν λέγονται∙ παραμένουν κρυφά, παγιδευμένα στο σώμα του θύματος, που, αν καταφέρει και σταθεροποιηθεί, έχει την επιλογή να γίνει θύτης η θύμα: ακόμα μια επιλογή που δεν είναι πραγματικά επιλογή, είναι βιασμός, πάλιν. Αβοήθητη, ο πατέρας μέθυσος και στον κόσμο του ζαλισμένος όσες φορές ήταν στο σπίτι, όποτε ήταν, απλά ένα κομμάτι σχηματισμένης σάρκας: αυτός δεν είναι πατέρας, με βεβαιότητα δεν ήταν πατέρας. Η  μικρή μεγάλωσε, δεν μίλησε αλλά θυμόταν καθαρά το βλέμμα της μητέρας της, σε μια χαώδης σκηνή σαν θανατική εμπειρία, από τις πολλές που περνούσε και στο τέλος έγιναν μια, συνεχόμενη και η ίδια, έγινε τραύμα βαθύ, μαύρη τρύπα που ρουφούσε την ομιλία της, να κοιτάζει και τα τη βλέπει καθώς εκείνη, η μικρή, ήταν από κάτω από το βαρύ σώμα του θείου της- δεν μίλησε: τί να πει ένα παιδί; Τί να πεις σε τέτοια μάνα;

 

Μεγάλωσε, και αυτό παραμένει ένα μυστήριο για μένα- πως μεγαλώνει ένα παιδί που έχει αυτές τις εμπειρίες∙ τελικά το πιο ανθεκτικό υλικό του σύμπαντος είναι ο άνθρωπος, η λεγόμενη ψυχή του: πού βρήκε τη δύναμη να μεγαλώσει, έστω και έτσι∙ και σε μια από τις πολλές σχέσεις που είχε, σχεδόν και αυτές οι ίδιες, ήταν με ένα παντρεμένο, που, και αυτός, ερχόταν δύο με τρείς φορές τη βδομάδα στο σπίτι, στο υπνοδωμάτιο, ενώ η μάνα ήταν στην  κουζίνα, συγυρίζοντας τα προϊόντα που είχε αγοράσει αυτός για το σπίτι της νεαρής, τότε κοπέλας, να φάει η μάνα να σπάσει∙ και πλήρωνε η μικρή για την όρεξη της μάνας, για την βουλιμία της και τον φόβο της πείνας. Μεγάλωσε ακόμα λίγο η νεαρή, θα μπορούσαμε τώρα να γράψουμε πως έγινε γυναίκα- τί είναι μια γυναίκα και τι θέλει: αυτή ήταν η μόνη αναπάντητη ερώτηση του Φρόυντ μετά από μια συνεδρία με την Μαρία Βοναπάρτη, πριγκίπισσα της Γαλλίας και μαθήτριας του, ψυχαναλύτριας. Η μικρή, που έγινε νεαρή, κοπέλα, μετά γυναίκα- σωματικά τουλάχιστον, στο μάτι, άρχισε να δουλεύει, ήθελε να πάει εξωτερικό, στα πλοία, σαν σερβιτόρα∙ και όμως η ίδια μάνα της είπε, «Κοίταξε τί ωραία χαλιά και έπιπλα έχουν οι γονείς της Μαρίας», «Τα αγόρασε επειδή πήγε δουλειά στην Κύπρο». Και, στο τέλος, άρθρωσε το λόγο του βίαιου Άλλου η μάνα: «Να πας και εσύ- εκεί πρέπει να δουλέψεις». Ήξερε η μάνα για το τί γινόταν στην Κύπρο- εκείνη τη θεωρητική νήσο των αγίων- και των δαιμόνων, αφού, όπως το έχει το γνωμικό, ο διάολος υπάρχει εκεί που βρίσκονται άγιοι.

 

ΠΕΡΙ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΩΝ.

Αυτές τις μέρες η κυπριακή κοινωνία έδειξε το πόσο ευρωπαϊκή είναι∙ και γράφω τη συγκεκριμένη λέξη με βάση το νόημα του σημαίνοντος «ευρωπαίος», όπως καθορίζεται στη φαντασίωση του Κυπρίου: ένα ανώτερο όν. Η ειρωνεία της προηγούμενης πρότασης πηγάζει και από την σημασία που έχει η αξία των λεφτών στην νήσο των αγίων, και φυσικά εκείνων των «ηθικών» προηγούμενων γενεών, που πάντα είναι καλύτερες από τις καινούργιες, χωρίς ποτέ να σκεφτούν ή να αναρωτηθούν, πως εκείνοι ήταν «οι γονείς» της νεαρότερης γενιάς. Παρουσιάζεται στο λόγο μας σαν κοινωνία, ότι ο ομοφυλόφιλος κατέχει το ρόλο του Μεγάλου Άλλου ενάντια στον οποίο θα πρέπει να αντισταθούμε με οποιοδήποτε μέσο, και φυσικά από τη θέση και προϋπό-θεση, ότι αυτοί οι αγωνιστές και μάρτυρες της ηθικής, αυτοί οι υποτιθέμενοι Ναΐτες του κανονικού και πατροπαράδοτου, για να του φορτώσουμε όλα τα κακά, για να μπορούν να πλαστούν πιο κοντά στο «καθ-άριοι», εννοώ οι προαναφερθέντες Ναΐτες.

 

Και στο θέμα μας, να απαντήσω σε μερικά σχόλια που άκουσα αυτές τις μέρες σχετικά με την παρέλαση υπερηφάνειας στην Κύπρο. Κατ’ αρχήν, ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να εκφράζεται και να κάνει παρελάσεις- που είναι πολύ διαφορετικές από τις καταναγκαστικές παρελάσεις για την τιμή της εθνικής φρουράς, που αξιοθαύμαστα υποστηρίζονται από συγκεκριμένους βουλευτές και πολιτικά πρόσωπα, ευτυχώς όχι όλα, και που η στάση τους στη πολιτική ζωή δεν τους επιτρέπει να μιλούν για ηθική. Όπως ξανάγραψα, είναι όλοι αυτοί οι φανατικοί και «καλοί» πολίτες που έφεραν την κατάσταση στην Κύπρο στο σημείο που βρίσκεται. Δεν θα ξεχωρίσω κανέναν, γιατί, έστω και αυτοί που ήθελαν να πράξουν κάτι διαφορετικό και καλό για τον τόπο, απότυχαν. Έτσι η συζήτηση αν είναι φυσική ή μη η ομοφυλοφιλία είναι λανθασμένη και δεν χρειάζονται οι γνώμες «επιστημόνων» σε αυτό το θέμα: καμιά σεξουαλική πράξη, κατά τον Φρόυντ, δεν είναι κανονική, αφού στον άνθρωπο η σεξουαλικότητα δεν σχετίζεται  μόνο με την αναπαραγωγή, αλλά με την απόλαυση και τη φαντασίωση, που δεν θα αναπτύξουμε εδώ. Δηλαδή το σεξ γίνεται, ή δεν γίνεται, για την απόλαυση και πολύ λίγες φορές για την αναπαραγωγή. Άρα μια «φυσική» σεξουαλικότητα δεν υπάρχει. Επίσης, όσοι πολιτικοί είναι ταγμένοι «υπέρ πίστεως και πατρίδος», και ό τρόπος να το κάνουν αυτό είναι με το να κρίνουν και να εναντιώνονται στα απλά και βασικά δικαιώματα των πολιτών τους, που θα έπρεπε να αντιπροσωπεύουν, τότε ας διερωτηθούν πως για τόσα χρόνια αρκετοί παιδόφιλοι τιμωρούνταν για μερικά χρόνια φυλακή και χωρίς καμία επιτήρηση κυκλοφορούσαν και κυκλοφορούν στην κοινωνία;

 

Και πάμε στο δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών να υιοθετούν παιδιά- έγραψαν πολλοί ότι είναι αφύσικο. Ο κάθε άνθρωπος που θέλει να έχει παιδιά, ακόμα και όσοι είναι «βιολογικοί γονείς», κάτι που κατά την γνώμη μου δεν υπάρχει καν σαν ερμηνεία της γονεικότητας, πρέπει να υιοθετήσουν τα παιδιά τους έτσι και αλλιώς∙ πρέπει, δηλαδή, να δεχτούν και να δημιουργήσουν το νόημα και θέση του γονιού μέσα από το ερώτημα «τι είναι ένας γονιός». Το ότι γέννησε μια μάνα το παιδί δεν την κάνει μάνα, ούτε ακόμα αυτό το, λεγόμενο, μητρικό ένστικτο. Αυτό το ανόητο, το χωρίς νόημα, που ακούεται, πως όταν ένας γονιός δεν συμπεριφέρεται καλά, τότε είναι ψυχοπαθής, απορρίπτεται με το απλό επιχείρημα πως είναι τα παιδιά της προηγούμενης «σωστής γενιάς» που είναι «ανήθικα», αυτά των μη «διαλυμένων οικογενειών», αυτοί οι καθώς πρέπει Κύπριοι, που ανάθρεψαν τη βάρβαρη νοοτροπία του κανονικού και σωστού ανθρώπου στην νήσο των αγίων∙ όσοι ασχολούνται με παιδιά, νηπιαγωγοί, δάσκαλοι, ψυχολόγοι κτλ, ακόμα και ο οποιοσδήποτε άνθρωπος που απλά ακούει το πως κάποιοι γονείς χρησιμοποιούν και συμπεριφέρονται στα παιδιά τους, μπορούν να μιλήσουν για σωρεία μανάδων και πατεράδων. Και, δεν μπορεί να συγκρίνεται η παιδεραστία με την ομοφυλοφιλία για να αποδυναμώσουν τις φωνές της ελεύθερης έκφρασης∙ δεν υπάρχει καμία σύγκριση μεταξύ ενός παιδόφιλου και κάποιου ομοφυλόφιλου, έστω και αν, πάλι, μιλάμε για απόλαυση∙ ο νόμος τιμωρεί την ενέργεια κάποιου που, χρησιμοποιώντας το σώμα του παιδιού, προσπαθεί να πάρει την απόλαυση του.  Όσο για τα ορφανά που έχουν δικαίωμα να «τραφούν με το γάλα της μάνας» και όχι να μεγαλώσουν σε οικογένεια ομοφυλοφίλων, θα ήθελα να σχολιάσω πως σχεδόν κανένας άνθρωπος δεν τρώει άμα πεινάσει και μόνο- ότι δηλαδή, θέλω να γράψω, η τροφή που λαμβάνει ένα παιδί, είτε είναι γάλα από το στήθος ή άλλης μορφής, παραλαμβάνει ένα συμβολισμό πέραν της βιολογίας του σώματος που πρέπει να συντηρηθεί. Αυτό το πολύ σημαντικό κομμάτι της θέσης ενός γονιού, μπορεί να το πράξει και ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων. Η φύση, ο οργανισμός και το περίφημο DNA,  δεν υποτάσσει την ανθρώπινη φύση στο τι θα φάει και στο πώς να επιθυμεί σεξουαλικά, και αυτό ισχύει για τους ομόφυλους, όπως επίσης δεν προϋποθέτει το πώς κάποιος να είναι γονιός, ετερόφυλος ή ομοφυλόφιλος γονιός: ένας καλός πατέρας ή μια καλή μητέρα, θέσεις δύο ατόμων ανεξάρτητα από το φύλο τους, μπορούν να υπάρξουν σαν γονείς παρά τη σεξουαλικότητα τους, εφόσον αύτη δεν εισβάλει στο σώμα του παιδιού, όπως στην περίπτωση του παιδόφιλου.

 

Και, όσοι έχουν κάποια εμπειρία της ζωής, ίσως να πρέπει να μας πουν για αυτή-  ότι δηλαδή ο πραγματικός «ππουσττάθρωπος» δεν είναι ο ομοφυλόφιλος. Οι πραγματικοί διαστροφικοί, εκείνοι που θέλουν να βασανίζουν τους άλλους και να παίρνουν ευχαρίστηση, σεξουαλική και μη, και που, στη Κύπρο, κρύβονται πίσω από ένα πλέγμα αγιότητας και του καθώς πρέπει: γι’ αυτό και ο Λακάν, με το ιδιόρρυθμο τρόπο του, είπε πως η μάνα του διαστροφικού είναι Αγία, δηλαδή, καθόλου γυναίκα. Θα ήταν καλό να ξανασκεφτούμε από τί πραγματικά θέλουμε να προστατεύουμε την κοινωνία και τις οικογένειες μας- και δεν είναι από τη διαφορετικότητα του άλλου ατόμου, μα από τη δική μας «κανονικότητα»: είναι από αυτή που υποφέρει το κάθε υποκείμενο.

ΓΙΑ ΤΗ ΦΑΝΕΛΑ.

Όλα για τη φανέλα∙ τα χρώματα, τα ίδια, το ίδιο και το στυλ, σχεδόν∙ πρέπει να πιάνει τις λεπτομέρειες το μάτι σου, σαν τις γυναίκες, για να δεις τις διαφορές, μικρές διαφορές λογότυπου. Η τάδε κοινωνική τάξη θα φοράει κόκκινη Lacoste, μια άλλη χαμηλή τάξη, οικονομικά, θα ντύνει το κορμί της με Springfield, και οι λίγοι, εξαίρετη τάξη θα φοράει Burberry, θα φοράνε Louis Vuitton για να κοιμούνται∙ υπάρχουν και άλλες τάξεις, χωρίς λογότυπο. Και υπάρχουν και αυτοί που ενώ έχουν λεφτά, αγοράζουν και φοράνε copy έχοντας το σκεπτικό πως κανένας δεν θα υποψιαστεί πως είναι μή αυθεντική η φανέλα λόγο της κοινωνικής τους θέσης: και έχουν δίκαιο. Κανείς δεν μπορεί να προσέξει τη διαφορά σε αυτούς επειδή εκείνοι που τους βλέπουν χρειάζονται να τους κοιτάζουν με αυτό τον τρόπο και να τους θέτουν σαν ιδανικό που θα προσπαθήσουν να φτάσουν: όπως ξαναγράψαμε, ο πλούσιος πληρώνει λίγα, σχεδόν πάντα οι υπόλοιποι έχουν την ανάγκη να τον κερνούν.

Και θα ακούς το βαρετό, πάντα το ίδιο, ανάλογα με την εποχή, «Θα πάμε πάνω» ή το «Θα πάμε Πλάτρες», ή, «Θα πάμε στο εξοχικό μας», Πρωταρά ή σε κάποιο χωριό που είναι της μόδας ανάλογα με την εποχή: και εκεί θα βλέπεις τις ίδιες φανέλες, από τα ίδια σχολεία της κάθε πόλης, τα ίδια κουτσομπολιά για το ποιος χώρισε και με ποιον, παλιό συμμαθητή, είναι αυτή η κοπέλα τώρα ή αυτός ό άντρας, αρχίζοντας από εκείνο το κλασσικό πλέον «Έμαθες τα νέα;»∙ και, σε βάθος χρόνου όλοι είναι συγγενείς- μια μακρινή αιμομιξία: όλοι φοράνε τις ίδιες φανέλες τελικά. Και, αν και η ζωή λαμβάνει τόπο, όχι χώρα, σε νησί, νομίζεις πως βρίσκεσαι σε μεγαλούπολη αφού κανένας δεν είναι ήρεμος να απολαμβάνει το τι προσφέρετε σε ένα νησί- για να ηρεμήσει κάποιος πρέπει να είναι μαστούρης ή αποκλεισμένος από το κοινωνικό σύνολο- και θα φοράει φανέλες λερωμένες, αμαρκέ, θα μιλάει για ένα, άλλου είδους, ιδανικό του τύπου «Δεν πάω σε αυτούς τους τόπους επειδή είναι για τους φλώρους»∙ έτσι λειτουργά η ζήλεια και η αγάπη για τη φανέλα. Και διερωτάται, κάποιος, αν πούμε, για ποιό λόγο πληρώνουν για τούτες τις φανέλες: ποιός είναι ο λόγος του κάθε χρέους αν όχι οι ταυτίσεις, οι αναγκαίες κάτω από τις περιστάσεις, επειδή δεν πράττει το υποκείμενο προς την επιθυμία του;

Ένα νησί που δημιουργεί τάφους, άτομα που δεν εκφράζονται, δεν μιλούν- που φορούν φανέλες∙ πλεγμένα όμορφα και πολύχρωμα σάβανα για νεκρούς.

НЕ ВИДИМОСТЬ: НА ФОРМИРОВАНИЕ НИ-КОГО.

То, что не может быть высказано, – Акт. Елеонский дискурс о том, что лилипутская апокалипсическая практика одобряет Акт под открытым небом от линейных свечей времени, тех, что показывают до и после, и делает себя действующим из-за Евангелия от Матвея, которому Лакан посвятил повторение его имени в его семинаре на тему Акта – который и не вспоминается, когда речь заходит о Настоящем, которое не может быть высказано, с которым аналитики не могут вспомнить, как он действовал, они не могут принять его как должное и превратить, хотя бы, в Гензеля и Грету, метафору поиска выхода – но с которым должны сочувствовать по средствам злых чар вместо Евангелия ∙ то единственное, что было направлено Матвеем на евреев, как Лакан направил свои семинары на формирование психоаналитиков, будучи в положении воздушного передатчика от литературы, которую кто-то не может прочитать, до не следующей, а противоположной, которую другой евангелист написал: и Слово, которое не просто набор букв, противопоставленное Богу, но не движение букв за его пределами∙ Елеонский дискурс возник в момент страсти – ориентация, которая может начаться в пути для двоих – текущее заведование, как оно воплощено Дискоболом, если аналитик имеет в своем распоряжении самодержавную эгиду, как Цезарь, противоречащий элементарным правилам, потому что действовал так, как будто он сам представлял императора∙ беспокойство создается в мерцании понимания неграмотной вредности, и о котором аналитик не может с уверенностью сказать, что это результат труизма при алфавитном монозамещение букв – буква представляет букву вместо другой буквы: это апраксия (бездействие) времени, в котором Акты chirokinesthesian субъектов создают притчу, будучи вне времени, даже вне пещеры, в которой кто-то может видеть только тени платоновских слов, акты, которые достойны движения только в союзе с тишиной.

 

Шестой дискурс, о том, что не есть подобие, и у него нет тела, потому что он не является визуальным явлением, хотя тело в апокалипсисе, который не является подобием и, конечно, не концом времен, и присутствует у Матвея. И если был бы анализ сна, данный Фрейдом, то он был бы в произнесении фальшивой вины, обоснованной перед взглядом того, что сон заключен в плаче сына: «Отец, разве ты не видишь, я горю» чисто визуальное явление, достойное называться взглядом: какое ошибочное соотношение аналитического желания – аналитику, Пенни Георгиу, понадобилось задать простейший из простейших вопросов и понять, что весь набор интерпретаций был, в действительности, ошибочной верой времени, пока она не спросила «Что такое желание в том Сне?» Что является желанием, если не отцовское молчание, говорящее: «Сын, Я хотел бы, чтобы ты мне сказал». Вот как кто-то пытается заметить голос желания – слава Богу, у женщины это получилось, в этот раз, добиться качества, к которому мужчины даже боятся приблизиться∙ и все же существует порог, когда дело доходит до акта – подумать о чем-то, когда аналитики осмеливаются практиковать вязание. А противоположность Меланхолии, где тело брошено, а объект остается, апофеоз случается не тень, а свет, от которого тень лишается своей темной кожи, когда тело субъекта становится дерматографической внешностью при игре барабанов по литургическому движению букв в имени Бога, и их молчаливых букв∙ и, если бы аналитики осмелились искать дьявола, чтобы доказать математику такого заявления, то это уравнение могло бы иметь вид: исихазм минус Бог – но это поле деятельности женщин, за пределами наслаждения в действительности: Словесная Вещь.

 

Как уже было сказано, и еще раз, не Сущность, а Присутствие∙ присутствие, которое рядом, Παρά, следующее и навстречу, в движении чего-то, в котором не хватает присутствия чего-то еще, для, в момент дискурса, который должен быть выявлен, субъекта, если он выбирает, становится свободным человеком, хотя и платит высокую цену за такую свободу, так как тело взято как Настоящий Оболь, дар Харон∙ это дальше, чем Сущность – это Присутствие, шестой дискурс собственных последствий, в действительности не имеет подобия, для тела, соглашающегося разрешить желание, прямой подход к выравниванию символов, которые обезбаливают легенду о водах вблизи Башни Силоам, и таким образом этот Акт проваливается∙ парализованные до выхода на бодрящие мокроты божественного слюнотечения воды: когда метрическая система основана на символах и объекте, которые теперь желанны сами собой, а тело субъекта становится носителем желания. Это открытие, достойное ответственности  Модулера – но это именно то, что  отличает аналитика, принадлежащего к той группе, которую кто-то может  назвать великими аналитиками: его человечность, антропоморфная система, должны были бы позволить ему разрубить узел и использовать как нить, an Нить Ариадны, субъект подсчитывает биение букв в мольбе, охватывающий женщину. Делайте это, не боясь женщин в роли компаньона того, кто  удивительно превзошел страх кастрации, но все еще ищет, чтобы почесать свои гениталии, не будучи в состоянии создать любой возможной алгоритм музыки, просто чтобы убедиться, что они на том, же месте, кентавр, изогнутый и сформированный гипсом мужчины и женщины. И когда кто-то собирается оценить эту геометрию, которая движется, которую кинематики обозначают как Геометрию Движения, и которую Лакан назвал Актом, чтобы просветить аналитиков, кто-то просто пришел к осознанию вопроса о том, как изложить область, покрытую плазмой, словом, которое в греческом также означает субъект – кто-то создал: красивый и ужасающий символ, сингенный (родственный) плазме, мог бы быть Протопластами, до того, как у них появились знание о половых различиях: это Асоматическая (бестелесная) функция аналитика, чтобы получить Существо, о котором он сказал, но сейчас Акт за пределами сексуального несоответствия: по-настоящему страшного зверя, Речь которого и есть Акт.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ.

Ο νόμος του Θεού είναι αλλοδαπός -είναι δαιμονισμένος, ως προς το σημαίνον, το εγγραφόμενο  στον ερασιτεχνικό λόγο του θεάτρου της Πράξης, και στο διάλογο φυσικά∙ όχι μια λέξη, αλλά μια αλήθεια για το τέλος της επιχειρησιακής αποστολής, η οποία δεν είναι ένα πράττειν: δεν είναι η δημοκρατία των γραμμάτων, αναμφισβήτητα δεν είναι ότι θα μπορούσε να γίνει αυτό, αυτή δηλαδή η δημοκρατία ∙ ο αναλυτής, δεν είναι κάποιου γένους  φασματώδους όν: με λίγη τύχη θα μπορούσαν οι αναλυτές να δώσουν το έναυσμα για τις σκέψεις τους προς τους βρώμικους κόκκους του να έχουν επίγνωση της φύσης του θέματος που έπρεπε να γνωρίζουν, η οποία δεν είναι, όχι αυτή τη φορά, το σκιάχτρο της μεταβίβασης-  δεδομένου ότι η ορθή στάση στο πόντιουμ της, από όπου η ομιλία του όντος θα διαπλέξει την εξωτερική εμφάνιση της σε πράξη σαν μια αφή χωρίς χέρι∙ αυτό είναι ότι θα μπορούσε να κάνει αυτό το πλάσμα που ονομάζεται ψυχαναλυτής σε έκ-τακτο θνητό, γιατί δρα στο λόγο του και σ’ αυτό το σώμα που δεν μπορεί να είναι βιολογία αφού διερωτάται τί πάει να πει άνθρωπος: δεν είναι μια συνηθισμένη ποιότητα των αναλυτών, και θα μπορούσε να υπάρχει μια πολύωρη ερώτηση, κάτι για να εμπλουτίσουν αυτά τα μυαλά εκτός χρόνου, με ένα ορισμένο ποσό μιας υψηλής ποιότητας ευημερίας και ανάμεσα σε εξαιρετικούς οιωνούς που, όσο και αν είναι επιθυμητό, δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται, όπως ο Adler έγραψε, ηλίθιοι από τη γέννηση∙ και, ενώ η Ουσία αυτή τη στιγμή είναι σε διαχρονικό έδαφος και σε αντίθεση του υποκειμένου που φτύνει το Γράμμα, γιατί υπομένει, όχι χωρίς πείσμα, το γεωγραφικό πλάτος του σημαίνοντος, ο νόμος καταδέχεται να του σημαινοδοτήσει την πραγματική του αξία και να κάνει ακουστική την ομιλία που εκδηλώνεται ανάμεσα στη διάρκεια της ανάλυσης, κάτι σαν φρέσκα κεφάλαια για τη νέα οικονομική τοποθέτηση ως προς την ευχαρίστηση και την επιθυμία, έτσι ώστε να γίνεται ισορροπημένο, αυτό το υποκείμενο που όχι μόνο ομιλεί αλλά Πράττει το λόγο του, στη θεσπέσια κλίμακα του Αρχαγγέλου, του τί είναι μια Αξία σύμφωνα με τη δεδομένη επιθυμία του Αναπληρωτή Όντος: γιατί, μια λέξη για να έχει μια τιμή, μια αναβράζουσα, κάπως, των ιδίων κοπριάς που μπορεί να γίνει το λίπασμα του Ψυχαναγκαστικού, μέσα ή έξω λίπασμα, για εκείνους που είναι σε θέση να δράσουν, το θέμα δεν είναι πλέον οι στίχους αλλά η συ-στοιχία∙ τον κώδικα Bushido, ένα καλό παιχνίδι λέξεων για αυτούς τους φιλόλογους, να διαβιβάζουν και να συσχετίσουν με την προ-αναφερθέντα κοπριά, ο ηρωικός κώδικας, στον οποίο υπάρχει παράλληλα  ο διαστροφικός λόγος, με τη διαφορά να παραπαίει- πράγματι γύρο από ένα συμβολικό πέος- στο ότι ο ήρωας αφιερώνει το είναι του σε μια πράξη που εξυπηρετεί μια αιτία, ένα σκοπό: αυτή δεν είναι η πράξη της επιστήμης, αλλά της Αγάπης.

 

Και, αν τα αμφιβόλου γράματτα καλοσύνης, να περιγράγρματα μιας μουσικής, μουρμουρίζουν τις σημειώσεις τους, εντός της συνόδου μεταξύ του πρώτου ανάμεσα σε ίσους, κατά μήκος των μολυσμένων υδάτων του αρχιπελάγους της επιθυμίας, σχηματίζοντας λανθασμένα μια γραμμή και όχι ένα τρίγωνο, με το οποίο οι αναλυτές θα μπορούσαν να εφαρμόσουν το Πυθαγόρειο θεώρημα, και πάλιν λανθασμένα σε σχέση με την πλαστικότητα του γράμματος και της επιθυμίας, με τη διαβόητη υποτείνουσα να ισούται με τη προσθήκη και το υψόμετρο στη δεύτερη δύναμη, μια απλή εφαρμογή ενός τύπου που δεν ισούται με την εν-λόγο-πράξη, λόγω της απουσίας της αναβίωσης της επιθυμίας∙ γιατί, αν το σημαίνον χαρακτηρίζεται από μια ορισμένη πολυσημία, π νόμος παραχωρεί τη θέση του στη κίνηση της επιθυμίας, διότι η ψυχαναλυτική πράξη παράγει το Ον που πράττει, το ΕργΟΝ, έργο αγάπης του αναλυτή για την αιτία και όχι η επιστήμη, της επιστημονικότητας του ίδιου του υποκειμένου που υπόκειται στην αλήθεια του∙ να μην αγαπούν τον αναλυόμενο, και αυτό είναι, παρά τα φαινόμενα, η ακριβής ανθρωπιστική φύση της ψυχανάλυσης , αφού είναι η προσαρμογή της ύπαρξής του ηθοποιού σε μια πειθαρχία, μια πειθαρχία υψηλότερη από ότι ο κανόνας που ορίζει μια πρακτική ή μια ιδέα. Ο νόμος, με την έννοια της κατεύθυνσης, είναι σύμφυτος με την Αγάπη προς την αρχή της ψυχανάλυσης και όχι το αντικείμενο∙ σε αυτή την ανθρώπινη αρχή του γέλιου ο ψυχαναλυτής σχηματίζει την κίνηση της επιθυμίας του για μια ψυχανάλυση την οποία ο Freud απέδωσε ως την ενεργοποιημένη πτυχή της ποιότητας της κίνησης: γιατί, ένας σχηματισμός είναι η αναγωγή της επιθυμίας στη θέση της θεωρίας των μορφών ∙ δεν είναι δύναμη ή ωμότητα για το λόγο, διότι αυτές είναι ατομικές ουσίες σε άλλη διάταξη όπου ομιλούνται με τη γνώση, αυτήν που είναι αλλοδαπός ως προς την Πράξη.

 

Δεν υπάρχει καμία προϋπάρχουσα ηθική της πράξης στο μητρώο του νόμου∙ η επιθυμία αποτελεί ένα τέτοιο μητρώο εντός μητρώα, και χρησιμοποιεί το αντικείμενο της αιτίας της, από την οποία έλαβε το αναφαίρετο δικαίωμα να τεμαχίσει το ένα, που είναι πέρα ​​από τα μητρώα: ο σαμάνος ξέρει γι ‘αυτό, όσο και αυτό που είναι αλλοδαπός σε εκείνο που είναι σωστό και προέρχεται από το χώρο της επιστημονικής λειτουργίας: ο γελωτοποιός γνωρίζει, επίσης, ότι, καθώς, δεδομένου ότι, το κοινό γέλιο είναι ένα προϊόν της περιορισμένης έννοια∙ όπου δηλαδή η μεταφορά αποτυγχάνει, υπάρχει γέλιο∙ αυτά τα νέα είναι πράγματι χαρμόσυνα, είναι ακόμα καλύτερο αυτό το οποίο γίνεται με το γέλιο∙ επειδή ο νόμος που είναι αλλοδαπός θα πρέπει να είναι έξω από αυτό που είναι ηγεμονική λειτουργία, και, σίγουρα, όχι κοντά στην κακή φήμη για το ερώτημα τί είναι η επιστήμη: η επιστήμη είναι η επιστημολογική συζήτηση που απαγορεύει ένα θέμα στο να αντανακλάται διαφορετικά, και δεν είναι θηλυκή καθόλου ως προς τούτο- σε αυτή τη νομιμοποίηση της τυραννίας η επιθυμία του νόμου είναι αλλοδαπός- είναι ξενόφερτη∙ και, λόγω της αυτονομίας της, σε συνάρτηση μεταξύ της ελευθερίας και του σχηματισμού του γράμματος σε εκείνα τα νερά που ο Ηράκλειτος ονόμασε ως πάντα να μην είναι τα ίδια, η πράξη πραγματοποιείται στην ίδια την ψυχανάλυση: η αυτοκτονία του Φοίνικα της γλώσσας και η διείσδυση της κοσμοαντίληψης των λέξεις μέσα από το όριο που εγκαταστάθηκε από τον Λακάν διαμέσου του Φρόυντ ∙ και, αν η επιστήμη έγινε λόγος του Θεού χωρίς τίμημα, ή τιμή, δηλαδή η απόλυτη φωνή αν κάποιος προσπαθήσει να τη σκεφτεί από το την μη ελενχομενη παντοδυναμία ενός άψογου λόγου, στη συνέχεια, ο νόμος αυτός δεν μπορεί να είναι επιθυμία, η οποία είναι από το a Όντας Αθόρυβο παρά το πραγματικό της Φωνής: μόνο μέσω αυτού του πραγματικού οι αναλυτές θα μπορούσαν να είχαν προσφορά -αντάξια της ιστορίας της Πράξης -ή αλλιώς, θα πρέπει να μείνουν πίσω αθόρυβα στην απραξία τους, εκείνη την Ανεργία της ανεπαρκής θέσης του ΕργΟντος σκασμένο στα ΓλωσσοΜατικά  δίχως ίχνος ανθρωπισμού: η επιθυμία δεν είναι Ξένη προς την πράξη∙ η επιθυμία είναι η αυτόγραμμα της εν λόγω επιστολής που έχει εγγραφεί.

Μετάφραση: Μαρίνα Χαραλάμπους.

On the Desire that is Agape and not Science.

 

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΙΑΙΡΕΣΗΣ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ.

Ο ψυχαναλυτής αναλύει τον αναλυόμενο • τί περισσότερο από μια μαρτυρία τρέλας για τον προσανατολισμό μας, εκείνο του Φροϋδικού σκοπού, και ένας πολύ καλός λόγο για τις μασχάλες κάποιου να είναι στην υπηρεσία της δυσίδρωσης: είναι ο αναλυόμενος που διαιρεί τον αναλυτή, σε εκείνη της διαδικασία που αναρωτιέται το πώς η επιθυμία καταλαμβάνει ένα σώμα που δεν είναι θύμα της εφίδρωση του γράμματος και είναι σε θέση να αναπνέει μέσα και έξω από ένα ξόρκι, γιατί το συν ένα δεν δημιουργεί ένα νόμο, αλλά τον εαυτό του, παράγεται από αυτή την επιθυμία που εκτελεί αντί ενός νόμου • αλλιώς, πώς να μιλάμε για αυτό που δεν μπορεί να είναι Λόγος, διότι δεν είναι γραμμένο, αν όχι από την γλυπτική ιδέα του ψιθυριστή της σκηνής, χωρίς τον έμμετρο λόγο ή ποίηση, μουρμουρίζοντας αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί- ότι, δηλαδή, είναι ένας νόμος;

Ο νόμος θέτει την αρχαγγελική ακρίβεια του πάνω στην κινητή γεωμετρία του πλάσματος, η οποία σαν παραμύθι εξόρμησης του θανάτου ξέρει τη διαφορά του πίσω από το προς τα εμπρός, και, από την οποία θα μπορούσαμε να μάθουμε τουλάχιστον ένα μόριο της αλήθειας, από το γράμμα στην ομιλία του: αυτό είναι το τί συμβαίνει όταν ο αναλυτής αφαιρείται από τη γλώσσα και το σημαίνον και, αν οι αναλυτές θα ήθελαν να έχουν ένα μέρος της ευπρέπειας και σεβασμού που ανα-Λογεί στην επιθυμία, έτσι ώστε να αναγνωρίζουν το φάσμα του Υποκείμενου που έπρεπε να γνωρίζει, τότε, ένα κερί θα πρέπει να αφιερωθεί σε ένα ιερό, από αναλυτές προς τους αναλυόμενούς τους, μερικές εκατοντάδες κατά την ακρίβεια, τέτοια, πέρα από κάθε αμφιβολία, ακριβώς επειδή είναι εκείνοι που υπηρετούν την ηθική του φροϋδικού αιτίου. Το γράμμα αρνείται τη γλώσσα ∙ δεν είναι σκουπίδι-η γλώσσα είναι το απόβρασμα του γράμματος, διότι, όπως, το γράμμα, δεν είναι γραμμένο, αλλά γλυπτό: ούτε νόμος ούτε ένα σώμα • ο συλλαβισμός με τα δάκτυλα, ως εκ τούτου, είναι μια καλή ακουστική βοήθεια για τους κωφούς αναλυτές, όταν ακούνε το νόμο και όχι την επιθυμία, παραλείποντας έτσι τα συμπλέγματα που δεν μπορούν να διαβαστούν, και, είναι σε αυτά τα ear-less ασπόνδυλα που ο νόμος προσφέρει τα δώρα του διαιρετικά, της αλλοδαπής ΠαρΟυσίας στη γλώσσα, εκτός αν ως παραλογής, Παρά το Λόγο, όχι αντί του αλλά παρά το μήκος της: στην αποτυχία της λέξης και της επιθυμίας, ο νόμος υπάρχει, αλλά όχι χωρίς το γράμμα.

Μετάφραση: Μαρίνα Χαραλάμπους
On the Dieresis of the Letter and Desire

Η ΠΡΑΞΗ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΞΕΝΗ – ΟΥΤΕ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ ΟΥΤΕ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ.

Ο προσδιορισμός της Πράξης δεν είναι η αλήθεια – δεν μπορεί να είναι επακόλουθο μιας φιλαλήθειας την οποία μετασχηματίζει αφαιρετικά, και όχι ελεύθερα από το γίγνεσθαι, μιας εργασίας με ένα γόνο, όταν, όταν η ίδια, είναι παρθενογένεση: η Πράξη δεν υποχρεώνει την παρουσία του πατέρα – δεν είναι γίγνεσθαι αλλά μια καταστροφή. Και, στην ορμή του τηλεσκοπικού της μνήματος, μια ισχύ στο διάστημα του ιριδίων από την έρημοσύνη της επιθυμίας, αυτό που επικυρώνει για την αρχή η οποία είναι υψηλότερη του βασικού του διακυρήγματος και κάνει σιωπή την καθαγιασμένη ουσία της Πράξης, ο αναλυτής υποστηρίζεται από την ορμή του θανάτου, με τρόμο, η υπερβασία η οποία είναι η έμπιστος σύμβουλος όταν επέρχεται το θηλυκό και, το μόνο Όργανο το οποίο έχει την ικανότητα να κυμαίνεται αυτή την μεγάλη απόσταση μέσα στο λιβάδι, το οποίο είναι το Άπειρον, πέραν του Άλλου και του Ίδιον με αυτό που είναι Ξένο προς αυτό καθ΄αυτό το Λόγο.

Και, αν η εξάσκηση κατέληξε να σημαίνεται από τον Φρόυντ ως ψυχανάλυση και να υστερικοποιέιται με αυτονομία από το ιδεατό, από τον Λακαν, μαγεύοντας αναλυτές ένα βήμα νωρίτερα από του φέουδο του γυναικείου κύματος, το οποίο είναι σαφές μέχρι και τον πυρήνα της επιστημονικής έρευνας, αυτής που ανασυντάσσει το γράμμα ρωτώντας τις ορθές ερωτήσεις για την διερεύνηση του τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος, και όχι, αρχίζοντας από το καθαρώς, όχι συστηματικό, βήμα της υπόθεσης και όχι αυτό μιας θέσης ή αντίθεσης, αυτών των θέσεων του Άλλου ή του Ιδίου, η Πράξη είναι Ξένη στον λόγο που υποστηρίζει την εμφάνιση αυτής της γνώσης, με το οποίο ένα σύστημα τρέφεται με τα αγριολούλλουδα του προκαλώντας ή παραβιάζοντας την επιθυμία των αναλυτών, βάζοντας τους στον πειρασμό να ρωτήσουν Λοιπόν τι είναι μια Πράξη, μειώνοντας, έτσι, το μυστήριο και την μαγεία της ψυχανάλυσης στα εργαλεία μιας τεχνικής, όχι πολύ διαφορετικής από εκείνους τους μωρούς που ρωτούν Πως αναγνωρίζει κανείς τα κύρια σημαίνοντα∙ σε αυτή την περίπτωση η Πράξη, η οποία είναι Ξένη, είναι Ξένη προς αυτούς, ακριβώς λόγω των τελευταίων αυτών ερωτήσεων. Είναι, ακόμη περισσότερο ξένη, στους γραφείς, στους επιμελητές, και στους γραμματικούς σκλάβους, αυτούς τους γλωσσολόγους και φιλόλογους: σε αυτούς, η απόκριση του Θεού είναι, ότι, είναι πολύ βαριεστημένος με την υπερβολική τους εξύμνηση και τα Άβε Μαρία – η Πράξη δεν μπορεί να τύχει Πράξη από τους αυνανιστές της απομίμησης επειδή αυτοί δεν μπορούν να μαζέψουν οτιδήποτε πέραν της διακωμώδησης – αλλά, είναι αληθινοί υποκριτές ως προς το ότι η ευγένεια τιμά την φύση της απομίμησης.

Και, ας μας επιτραπεί να μεταφέρουμε την κίνηση και την απόσταση στη μονοτονική συζήτηση, απλώς για να γαργαλιστούν οι μασχάλες για να παράξουν λίγο γέλιο χωρίς ενοχές, διασκέδαση εάν είμαστε προορισμένοι να καλούμαστε ευμενείς, οικείο γέλιο, στην κενή θέση μιας αδύνατης μεταφοράς, μια άλλη είδους Πράξη την οποία οι αναλυτές δεν μπορούν να καλλιεργήσουν εφόσον είναι παγιδευμένοι στην απομονωτική βρωμιά μιας εγκρατούς ειρωνείας ∙ και, άς επωμιστούμε ότι αυτό το κήρυγμα είναι υπερβολικό, ένα που βρίσκεται στα χέρια των αναλυτών, των οποίων τα δάκτυλα δεν συσσωρεύονται για να λυγίσουν την κλωστή ενός μακροβολιού εφόσον δεν είναι η κατάλληλη ενασχόληση ενός παπαγάλου – όταν η επιθυμία είναι στο παιχνίδι, τότε, όντως, το βουνό, όπως και το αντικείμενο αίτιο εκείνης της επιθυμίας, παράγει εκείνα τα μακρά πόδια για τα οποία μίλησε ο Νίτσε, και φτάνει τον προφήτη, επειδή η επιθυμία κινεί βουνά: αυτή είναι μια Πράξη, όταν, όχι ο Προφήτης προσεγγίζει το βουνό, αλλά, όταν, ο θαυματουργός Ξένος, όταν το βουνό οδηγεί τον προφήτη να αποσυνθέσει την παντοδυναμία του από τεμπελιά και φόβο. Μια αρμόζουσα ερώτηση για έναν ηλίθιο, ο οποίος πρέπει να είναι ένας καλός αναλυτής, ο οποίος λειτουργεί από μια τοπολογία Ξένη προς αυτήν της υπόθεσης, θα μπορούσε να είναι Πως η επιθυμία μπορεί να κινήσει βουνά: αγαπητέ μωρέ: ένα μόνο Άνοιξε Πόρτα είναι αρκετό, μόνο ότι η ανταπάντηση πρέπει να αποκτήσει τις σωστές μουσικές νότες.

Η Πράξη δεν είναι Ξένη προς το μάστορα∙ αυτό το υποκείμενο προσεύχεται όσο μόνο είναι αρκετό, πολύ λίγο, και Πράττει πολύ, μια ηθική όχι πολύ αλλαγμένη από την Αγωγή, αυτή των Σπαρτιατών, και του ότι είναι το Όργανο της Πράξη: ο φιλόλογος είναι ένας δειλός, υπερβολικά πολιτικά-ορθός εραστής που οι γυναίκες, όσο και ο Θεός, βαριούνται εύκολα. Η Γυναίκα είναι Θεός – η Γυναίκα είναι Ξένη∙ ο Θεός όμως δεν είναι Η Γυναίκα εκτός και εάν θυληπρεποποιηθεί – μια ύπαρξη η οποία υπάρχει όντας Ξένη: αυτή είναι η δουλειά μιας Πράξης ερχόμενης ως ένα βέλος από μακριά σε μια τοποθεσία, από εκείνη την υπερβολή της οποίας η πρόθεση ως σφίγγαρέσει τον αναλυτή, επίσης, επειδή καταστεί αδρανή την βουλιμία του – την βουλιμία των αυτιών του που ψαχουλεύουν ως τσαντάκηδες το έδαφος της επιθυμίας. Αν ερωτηθούν διάφοροι, αναλυτές Ποιος ήταν ο πατέρας των παιδιών του Ζεβεδαίου – η απάντηση είναι ή του Άλλου ή του Ιδίου, εκτός, και εάν τύχει κατεύθυνσης το ερώτημα σε εκείνους τους αναλυτές οι οποίοι νομίζουν ότι είναι τα παιδιά του Ονόματος ή και του ίδιου του Ζεβεδαίου – και, θα ήταν Ξένο στον Άλλο ή και στο Ίδιο, η Πράξη, εάν ένας από εκείνους τους βιβλικούς αναλυτές δοκίμαζε να επαναδράσει στην απαίτηση με την υπερβολή μιας αποπροσωποποιημένης γραμματικής, χωρίς όνομα, ανυπότακτης στο γράμμα που παρουσιάζεται μέσα από τη σύμ-πτωση του υποκειμένου∙ και, με αυτό τον τρόπο η Πράξη εκτελεί την διαταγή εισάγοντας τον θάνατο της – η θυσία της τοπολογίας εκείνης απ’ όπου κάποιος μπορεί να βρει το κορόιδο του Ιδίου μέσα από τον Άλλο επειδή υπάρχει ένα ‘υποκείμενο που υποτίθεται ότι γνωρίζει’: δεν υπάρχει οτιδήποτε Ξένο με το τελευταίο – ούτε ψυχανάλυση υπάρχει: αυτό είναι ένας εξαιρετικά καλός λόγος για τα υποκείμενα σε ανάλυση να αρχίσουν να προσεύχονται – όταν δεν υπάρχει Πράξη.

Πέτρος Πατούνας, Λακανικός Ψυχαναλυτής.

Μετάφραση: Νικόλας Δευτεράς
The Act, which is Alien: Neither of the Other nor the Same.

Click to find out more.