Το παιδί δεν εμπιστευόταν κανέναν∙ και πώς να εμπιστευτεί αφού η ίδια η μητέρα της την παρέδιδε στον αδερφό της, θείο της μικρής, για τις σεξουαλικές του ορέξεις- αυτό γινόταν δύο ή τρείς φορές τη βδομάδα, ανάλογα με τις διαθέσεις, φαντάζομαι, του αδερφού∙ δεν είναι εύκολο να γράφω τέτοιες προτάσεις, μια δυσκολία που δεν μπορεί σίγουρα να συγκριθεί με το τί περνούσε η μικρή∙ δεν μπορώ να περιγράψω με ακρίβεια το πραγματικό βίωμα τη μικρής γιατί δεν ήμουν στο σώμα της- αντίθετα με το Μαρκήσιο Ντε Σαντ, που με μεγάλη ευκολία φαίνεται να έγραψε το μυθιστόρημα του Αιμομιξία, περιγράφοντας με την κάθε λεπτομέρεια, το πώς ένας πατέρας διατηρούσε σεξουαλικές σχέσεις με τη κόρη του και έκαναν μαζί παιδία. Και, αυτά τα πράγματα, δυστυχώς, δεν είναι μόνο στα γραπτά και τα άσχημα παραμύθια για να φοβούνται τα παιδία- αυτά είναι αληθείς βιώματα που δεν λέγονται∙ παραμένουν κρυφά, παγιδευμένα στο σώμα του θύματος, που, αν καταφέρει και σταθεροποιηθεί, έχει την επιλογή να γίνει θύτης η θύμα: ακόμα μια επιλογή που δεν είναι πραγματικά επιλογή, είναι βιασμός, πάλιν. Αβοήθητη, ο πατέρας μέθυσος και στον κόσμο του ζαλισμένος όσες φορές ήταν στο σπίτι, όποτε ήταν, απλά ένα κομμάτι σχηματισμένης σάρκας: αυτός δεν είναι πατέρας, με βεβαιότητα δεν ήταν πατέρας. Η μικρή μεγάλωσε, δεν μίλησε αλλά θυμόταν καθαρά το βλέμμα της μητέρας της, σε μια χαώδης σκηνή σαν θανατική εμπειρία, από τις πολλές που περνούσε και στο τέλος έγιναν μια, συνεχόμενη και η ίδια, έγινε τραύμα βαθύ, μαύρη τρύπα που ρουφούσε την ομιλία της, να κοιτάζει και τα τη βλέπει καθώς εκείνη, η μικρή, ήταν από κάτω από το βαρύ σώμα του θείου της- δεν μίλησε: τί να πει ένα παιδί; Τί να πεις σε τέτοια μάνα;
Μεγάλωσε, και αυτό παραμένει ένα μυστήριο για μένα- πως μεγαλώνει ένα παιδί που έχει αυτές τις εμπειρίες∙ τελικά το πιο ανθεκτικό υλικό του σύμπαντος είναι ο άνθρωπος, η λεγόμενη ψυχή του: πού βρήκε τη δύναμη να μεγαλώσει, έστω και έτσι∙ και σε μια από τις πολλές σχέσεις που είχε, σχεδόν και αυτές οι ίδιες, ήταν με ένα παντρεμένο, που, και αυτός, ερχόταν δύο με τρείς φορές τη βδομάδα στο σπίτι, στο υπνοδωμάτιο, ενώ η μάνα ήταν στην κουζίνα, συγυρίζοντας τα προϊόντα που είχε αγοράσει αυτός για το σπίτι της νεαρής, τότε κοπέλας, να φάει η μάνα να σπάσει∙ και πλήρωνε η μικρή για την όρεξη της μάνας, για την βουλιμία της και τον φόβο της πείνας. Μεγάλωσε ακόμα λίγο η νεαρή, θα μπορούσαμε τώρα να γράψουμε πως έγινε γυναίκα- τί είναι μια γυναίκα και τι θέλει: αυτή ήταν η μόνη αναπάντητη ερώτηση του Φρόυντ μετά από μια συνεδρία με την Μαρία Βοναπάρτη, πριγκίπισσα της Γαλλίας και μαθήτριας του, ψυχαναλύτριας. Η μικρή, που έγινε νεαρή, κοπέλα, μετά γυναίκα- σωματικά τουλάχιστον, στο μάτι, άρχισε να δουλεύει, ήθελε να πάει εξωτερικό, στα πλοία, σαν σερβιτόρα∙ και όμως η ίδια μάνα της είπε, «Κοίταξε τί ωραία χαλιά και έπιπλα έχουν οι γονείς της Μαρίας», «Τα αγόρασε επειδή πήγε δουλειά στην Κύπρο». Και, στο τέλος, άρθρωσε το λόγο του βίαιου Άλλου η μάνα: «Να πας και εσύ- εκεί πρέπει να δουλέψεις». Ήξερε η μάνα για το τί γινόταν στην Κύπρο- εκείνη τη θεωρητική νήσο των αγίων- και των δαιμόνων, αφού, όπως το έχει το γνωμικό, ο διάολος υπάρχει εκεί που βρίσκονται άγιοι.