Με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, δυστυχώς, η οργή μεταξύ των γονιών θα στραφεί προς το παιδί, εκτός από τις εχθρότητες που μπορεί να έχουν μεταξύ τους: δύο συνήθεις Κυπριακά φαινόμενα, που τα συναντούμε και σε άλλες χώρες αλλά η συχνότητα τους στη νήσο της ηθικής, της πατρίδας και της θρησκευτικότητας, την νήσο με κλέφτες, κλέφτες και δειλούς- τέλος πάντων- όπως άρχισα να γράφω η συχνότητα τους στη νήσο Κύπρο με εξουσιάζει να γράψω «Κυπριακά», να τα κατοχυρώσω σαν εγχώριο προϊόν∙ και, υπάρχουν διαφόρων ειδών πατεράδες και μανάδες: εκείνος που μόλις χωρίσει ανανεώνεται, που για δέκα χρόνια γάμου, αν και είχε την οικονομική ευχέρεια, φορούσε τα ίδια ρούχα, που έκαμε εγχείρηση λέιζερ τα μάτια του για να μην φορεί γυαλιά- μόλις χώρισε, που, από τις δωρεάν διαφημιστικές φανέλες αγοράζει μόνο Lacoste, που άρχισε το γυμναστήριο απότομα, που σου μιλά και καλαμαρίζει- που έχει πρόωρη εκσπερμάτωση και εκφράζεται μόνο όταν νικήσει ή χάσει η ομάδα του, που είναι σαράντα χρονών και τρέμει τη μάνα του και τον πατέρα του- εκείνος ήταν στον κόσμο του, στα τραύματα του, και η μάνα του προσκολλημένη σε αυτόν, παντοδύναμη σχεδόν. Έτσι είναι ο ψυχαναγκαστικός που θεοποιεί τον πατέρα. Με τα παιδιά τους αυτοί οι άντρες είναι μητέρες, μάλλον γυναίκες κατά βάθος- και που ως πριν να χωρίσει απολαύανε την απόλαυση που ο Λακάν την ονόμασε του ηλίθιου, τον αυνανισμό- όχι πως το σεξ δεν είναι αυνανισμός∙ αυτό είναι άλλο θέμα, θα γράψω αργότερα.
Και η γυναίκα, χωρίζει και στερεί από τον πατέρα τα παιδιά του, τον εκβιάζει, μιλά άσχημα για εκείνον∙ μετά διερωτάται τί έχει το παιδί της και είναι θυμωμένο, που δέρνει τους συμμαθητές του, που είναι απομονωμένο, που κτυπά, που τραυλίζει: ο πατέρας του παιδιού και ο σύζυγος της είναι δύο διαφορετικά πράγματα, αν θέλετε θέσεις, και η μάνα δεν το καταλαβαίνει και συνεχίζει να θρηνεί την απώλεια του άντρα της, ρωτά γι’ αυτόν, κουτσομπολεύει ακόμα και μετά από αρκετά χρόνια χωρισμού, προκαλεί: μετουσιώνεται για ακόμα μια φορά σε μαυροφορεμένη μάνα της Κύπρου, με διαφορετικό τρόπο. Μα υπάρχει και η άλλη, που ακόμα δεν χώρισε και φέρνει άλλο άντρα στο σπίτι- όχι πως είναι κάτι κακό το να κάμει σχέση- μα γιατί να τον γνωρίσουν τα παιδία, και να κάνουν τις ίδιες δραστηριότητες απλά με έναν άλλο άντρα στη θέση του πατέρα, που ακόμα καλά καλά δεν γνώρισε η ίδια. Αυτή, προβάλει το σώμα της, τα στ-ήθη της, το σώμα της προς το βλέμμα, ταυτίζεται με την απαγορευμένη εικόνα της παιδικής της ηλικίας, της πόρνης που υποτίθεται ότι έχει το κλειδί της σεξουαλικής απόλαυσης, αλλά προσπαθεί να βρει «ένα σωστό άντρα»: και τον γυρεύει σε τόπους όπου συχνάζουν «χαραμοψούμηδες», που έχουν φωτογραφίες με στοιβαγμένα δολάρια και ευρώ στο Facebook και αναφέρουν συχνά πυκνά την «ιερή» κουβέντα του κάθε άντρα προσκολλημένου στην Οιδιπόδεια μάνα, εκείνου που είναι πάντα παιδί, τελικά, και ποτέ άντρας, «Μόνο οι βλάκες δουλεύουν την σήμερον ημέρα». Και αυτή, δεν το κατανοεί, ότι τον ταΐζει, ότι η τακτική του να παίζει και να μιλά με τα παιδιά της, ακόμη και να τα αποζητά, είναι η «δουλειά» του.
Και αυτά, από τα καλύτερα δυνατά σενάρια: υπάρχει και το χειρότερο, δηλαδή το να πυροβόλα ο γονιός τα παιδιά∙ ο πατέρας με όπλο και η μάνα τους με ένα άλλο τρόπο- που δεν θα μάθουμε ποτέ…