ΕΝΑ ΑΣΤΕΙΟ ΠΛΗΝ ΤΟ ΓΕΛΙΟ

Από το χωριό που είναι φημισμένο για τους Ελληναράδες του, αυτούς που δεν ντρέπονται, και θα γράψω το γιατί θα έπρεπε να ντρέπονται σε λίγο όταν το φέρει ο ορμή του γραπτού λόγου, και κρεμούν την γαλανόλευκη σε κάθε εθνική γιορτή και, στους καφενέδες, περηφανεύονται για τις παλληκαριές τους όταν πολέμησαν τους τούρκους, τους κουμουνιστές, τους φασίστες, μεταξύ τους… δυο κάστρα οι καφενέδες του Κυπριακού αυτού χωριού, που «Μακάρι να το έκαιγε ο Θεός, όλους ανεξαιρέτως, και εμένα μαζί, πρώτο πρώτο»: έτσι έλεγε ένα άτομο σχεδόν παιδί∙ ποτέ δεν ήταν παιδί με την σημασία της λέξεως και την εικόνα που το συνοδεύει σε κάθε ανόητο κεφάλι, εκείνη δηλαδή τη φαντασίωση του χαμογελαστού πλάσματος που παίζει, που εξερευνά, που έχει όνειρα για να γίνει υπόδειγμα ενός επαγγέλματος που δεν υπάρχει επειδή, ο άκοσμος κάκοσμος κόσμος των μεγάλων δεν επιτρέπει σε όνειρα να πραγματοποιούνται, εκτός και αν είναι εφιάλτες.

 

Αυτός, εννοώ ο κακούργος και πανούργος, αυτός ο ενσωματωμένος δαίμονας του χωριού, από τους πολλούς που υπάρχουν σε αυτό το νησί, πράγματι, «Σαν την Κύπρο δεν έχει» σε αυτά τα θέματα, και καταφέρνουν να κρύβονται πίσω από δάκτυλα που δεν υπάρχουν, σιωπές, παιδικές, των μεγάλων, και, περισσότερο από όλα, από γονείς που δεν τολμούν να μιλήσουν λες και κουβαλούν οι ίδιοι μια ντροπή που δεν είναι δική τους: που είναι- είναι ανίκανοι να είναι γονείς∙ αυτός, όπως άρχισα να γράφω, ένας από αυτούς τους «ήρωες», και αριστερός και δεξιός: δεν τον ένοιαζε η ιδεολογία: παιδία κακοποίησε, παιδί να είναι και ότι και να ‘ναι, και, γράφω «κακοποίησε» για να μην γράψω τη λέξη, εκείνη που θα φέρει στο μυαλό την πράξη που κάνουν οι ενήλικες για ευχαρίστηση, όχι με παιδία, μα κάποτε για να κάνουν παιδιά∙ ήταν τέρας αυτός ο άνθρωπος, όπως φυσικά όλα τα τέρατα και οι διάβολοι- πάντα είναι άνθρωποι∙ και κανένας από τους χωριανούς, πολεμιστές, Ελληναράδες, κουμουνιστές, τούρκους, μουστακαλήδες, έξυπνους και παλαβούς- ακόμα και από εκείνους που λένε ακόμα, που ακόμα τολμούν να λένε σε εκείνο το καταραμένο Κυπριακό χωριό, πως «Δε γεννήθηκε ο άνθρωπος που θα με ξεγελάσει», ακόμα και από αυτούς κανένας δεν το κατάλαβε- κανένας δεν τον πήρε χαμπάρι, και απολογούμαι στους ευαίσθητους του χωριού για την λέξη χαμπάρι που είναι Τουρκικής προέλευσης∙ από το haber.

 

Και τελικά αυτός ο ένας, ο μετατοπισμένος από την κόλαση στη Γή διάβολος, ήταν ο λιγότερο κακός… στους καφενέδες των ελληναράδων και των κουμουνιστών δημιουργούσαν αστεία, όχι από εκείνα τα φροϋδικά που καταφέρνουν να πουν αυτά που δεν λέγονται, ούτε από εκείνα που μαλακώνουν τα τραύματα της ζωής, μα, από εκείνα που μόνο οι σαδιστές μπορούν να μοιράζονται μεταξύ τους: «Μα περπατάς κάπως στραβά- μήπως πείραξε και το δικό σου πισινό…»∙ και τα χάχανα αντηχούσαν την ηδονή.

 

Ως εδώ, σε αυτό το σατανικό αστείο, τέλειωσε η ιστορία των κακοποιημένων παιδιών: ίσως γι’ αυτό ένα από τα παιδιά, εκείνο που αναφέραμε στην πρώτη παράγραφο, παρακαλούσε στο θυμό του, στην προσευχή του, να κάψει το κωλοχώρι ο Θεός: μα δεν το έκανε ο Θεός γιατί προσπαθούσε να καταλάβει το «αστείο».