ΤΟ ΑΡΩΜΑ

Του έφερνε αρώματα από τα επαγγελματικά της ταξίδια∙ θα έλεγε κάποιος ότι δεν είχε χρόνο να ψωνίσει στο σύντροφο της, ή, ότι ήταν από αυτές τις γυναίκες που δεν ξέρουν τι ακριβώς θέλει ο άντρας τους: που, και αυτό, το τι είναι άντρας, ή, ακόμα, τι είναι μια γυναίκα, είναι ερώτηση πέραν της βιολογίας του σώματος.

 

Εκείνος, φορούσε τα αρώματα του- δεν κατάφερνε ποτέ να τελειώσει τα περίτεχνα και σκαλιστά πολλές φορές μπουκαλάκια και έμεναν όλα στη μέση, με άλλα να προσθέτονται, τα παλιά να καταλαμβάνουν χώρο κάπου, σε κάποιο ερμάρι στο υπνοδωμάτιο και να χάνουν την αξία τους, αλλά όχι τη χρήση τους∙ να αγοράζει τελικά ειδικό χώρο για τα τρόπαια της θλίψης του, να προσπαθεί να τα εξυψώσει σε αξιωματική θέση ώστε να μετουσιωθούν σε ιδανικά και, σιγά σιγά, να μυρίζει το σώμα του όλο και παραπάνω το μαύρο χρώμα της μελαγχολίας: το άρωμα δεν μπορούσε να καλύψει τη ματιά και τη δομή του λόγου του∙  ανάφερε όνειρα- σε πολλά από αυτά ήταν καλυμμένος με σκατά: υπάρχουν πολλοί τρόποι για να μετατρέψει ο ψυχαναγκαστικός τον εαυτό του σε σκατά, κυριολεκτικοί και μεταφορικοί, και να ερωτοτροπήσει με το αντικείμενο της ορμής του: το σκατό.

 

Αλήθεια, ήξερε ακριβώς αυτή η γυναίκα το τι χρειαζόταν η σχέση τους: ένα καλό άρωμα, για να απλωθεί η μυρωδιά του πάνω από ότι ακριβώς βρωμούσε.

ΤΟ ΧΕΡΙ

Πανικοβαλλόταν∙ όταν οδηγούσε, όταν βρισκόταν ανάμεσα σε κόσμο, όταν πήγαινε για ποτό, όταν θα πήγαινε για καφέ με γνωστούς, με τη γυναίκα του- και ακόμα, το περίεργο για εκείνον, όταν θα διασταύρωνε το δρόμο: έλειπε εκείνο το χέρι που σε κρατά, να σε προστατέψει, αλλά, που όταν η παρουσία του γίνεται υπερπαρουσίαστική, για να εξυπηρετήσει περισσότερο εκείνο το υποκείμενο που θέλει να προστατεύει αντί εκείνον που θεωρητικά φοβάται, τότε το άτομο αρχίζει και χρειάζεται εκείνο το χέρι.

 

Με το ρολόι να τον καθοδήγα στο πού και πότε∙ να ξεφεύγει από την επιθυμία του με το πίνει αμέτρητους καφέδες με φίλους του∙ και να θαυμάζει κρυφά «παράνομους» ως προς το ότι είναι ελεύθεροι και δεν καθοδηγούνται από εκείνο το «Άλλο χέρι» του πρέποντα λόγου, του ειδώλου∙ και, με γνώμονα το «Έτσι είναι η ζωή, δεν κάνουμε πάντα εκείνο που θέλουμε», ενώ στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κανένα θέμα στο «πάντα εκείνο που θέλουμε» μα στο ότι δεν έκανε ποτέ κάτι, τουλάχιστον μια φορά, που ήθελε: έπινε καφέδες και έβλεπε τη ζωή να περνά από τα χέρια του, που δεν είχαν καμιά χρήση εκτός από το να κρατά τον Άλλον… και τον καφέ… και το ρολόι…

 

Τυπικότατα- με λαθεμένη πίστη στο τί είναι μια ψυχανάλυση, ρωτά: «Και τι θα γίνει αν μιλήσω και καταλάβω τα «γιατί» μου- τι θα γίνει;» Το ερώτημα, σε αυτού του επιπέδου σκέψεις, δεν είναι το τι θα γίνει, αλλά το τι θα κάνεις: χωρίς εκείνο το χέρι…