ΤΟ ΑΡΩΜΑ

Του έφερνε αρώματα από τα επαγγελματικά της ταξίδια∙ θα έλεγε κάποιος ότι δεν είχε χρόνο να ψωνίσει στο σύντροφο της, ή, ότι ήταν από αυτές τις γυναίκες που δεν ξέρουν τι ακριβώς θέλει ο άντρας τους: που, και αυτό, το τι είναι άντρας, ή, ακόμα, τι είναι μια γυναίκα, είναι ερώτηση πέραν της βιολογίας του σώματος.

 

Εκείνος, φορούσε τα αρώματα του- δεν κατάφερνε ποτέ να τελειώσει τα περίτεχνα και σκαλιστά πολλές φορές μπουκαλάκια και έμεναν όλα στη μέση, με άλλα να προσθέτονται, τα παλιά να καταλαμβάνουν χώρο κάπου, σε κάποιο ερμάρι στο υπνοδωμάτιο και να χάνουν την αξία τους, αλλά όχι τη χρήση τους∙ να αγοράζει τελικά ειδικό χώρο για τα τρόπαια της θλίψης του, να προσπαθεί να τα εξυψώσει σε αξιωματική θέση ώστε να μετουσιωθούν σε ιδανικά και, σιγά σιγά, να μυρίζει το σώμα του όλο και παραπάνω το μαύρο χρώμα της μελαγχολίας: το άρωμα δεν μπορούσε να καλύψει τη ματιά και τη δομή του λόγου του∙  ανάφερε όνειρα- σε πολλά από αυτά ήταν καλυμμένος με σκατά: υπάρχουν πολλοί τρόποι για να μετατρέψει ο ψυχαναγκαστικός τον εαυτό του σε σκατά, κυριολεκτικοί και μεταφορικοί, και να ερωτοτροπήσει με το αντικείμενο της ορμής του: το σκατό.

 

Αλήθεια, ήξερε ακριβώς αυτή η γυναίκα το τι χρειαζόταν η σχέση τους: ένα καλό άρωμα, για να απλωθεί η μυρωδιά του πάνω από ότι ακριβώς βρωμούσε.

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΟΥ ΚΟΥΑΠΑ

Πρόσφατα έχει συζητηθεί, αρκετά θα έλεγα, αλλά όχι πάρα πολύ, το γεγονός της «εμφάνισης»  του Χριστού σε γνωστό μπαράκι της Λεμεσού, ένας Ιησούς Χριστός «βιολογικά μεταλλαγμένος», όπου παρουσιάζεται με μάσκα παλιάτσου, μιας αναπαράστασης της οποίας η καλλιτεχνική ομάδα προσπάθησε να χρησιμοποιήσει σαν μεταφορά για το τι γίνεται στη Κύπρο: μεταφορά η οποία απότυχε παταγωδώς, επειδή, αυτή τη χρονική περίοδο της κυπριακής ιστορίας, με τη κρίση, την ανεργία, θα γράψω και την πείνα, κανένας δεν μπορεί να ταυτιστεί ή να τραυματιστεί, έστω και σαν αστείο, με και από την εικόνα ενός καλοαναγιωμένου Χριστού∙ ο κύριος λόγος που δεν συζητήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό το περιστατικό είναι γιατί δεν περιέχει κανένα φιλοσοφικό υπόβαθρο πίσω της η ενέργεια, ή, η παράσταση, της καλλιτεχνική ομάδας του Κουάπα, που, κατά τη γνώμη μου, αν δεν πληρώνονταν από το μπαράκι μάλλον δεν θα είχαν δουλειά, αφού η αντί-αντίδραση προς ιερά σύμβολα έρχεται όταν η κοινωνία και τα σημεία αναφοράς της, θρησκευτικά και μη, απειλούνται- και αυτό που παρουσιάστηκε στο Κουάπα ήταν γελοίο, αλλα όχι αστείο, ούτε καν ανέκδοτο∙ και δεν μπορώ να χαρακτηριστώ σαν θρησκόληπτος ή θρησκευόμενος με τη γενική ερμηνεία των λέξεων, ή, μάλλον, θα είναι καλύτερα να γράψω με οποιαδήποτε ερμηνεία: για να υπάρχουν σοβαρές αντιδράσεις, που εμπνέουν τον κόσμο, πρέπει ο λόγος που περικλείεται και αρθρώνεται σε μια καλλιτεχνική πράξη να μπαίνει στη ψυχή του ανθρώπου, να την αναστατώνει- αυτό είναι μια εισήγηση για την επομένη παράσταση, με παλιάτσους ή όχι, με Χριστούς και Ά-Χριστούς.

 

Παρόλα αυτά, το γεγονός ήταν αρκετό για να δούμε πολλές απόψεις της κυπριακής κοινωνίας σε σχέση με το συμβάν∙ από την ηλιθιότητα των καλλιτεχνών και την ανακοίνωση του Κουάπα ότι δεν ήθελε με κανένα τρόπο να προσβάλει τις θρησκευτικές αξίες, μια ανακοίνωση που αν διαβαστεί καταλαβαίνει κάποιος πως αυτό ακριβώς ήθελαν να κάνουν, ως το μη καλλιτεχνικό τρόπο που το παρουσίασαν, μιας δηλαδή φτηνής απομίμησης, και πολύ κακής, μεγάλων συγγραφέων και καλλιτεχνών που είχαν μια φιλοσοφία πίσω από του τι έγραψαν ή ερμήνευσαν για τη ζωή του Χριστού, όπως ο Dario Fo, Jose Saramago, ο Νίκος Καζαντζάκης κτλ∙ και, από την άλλη έχουμε την ίδια ηλιθιότητα, μα που πηγάζει από έναν φανατισμό, από αυτούς που δεν αφήνουν τα παιδιά τους να γιορτάζουν τα καρναβάλια επειδή «είναι του διαβόλου»: πριν λίγο καιρό ένας φίλος έγραψε πως μερικά δρώμενα στη Κύπρο θυμίζουν Ιράν- και είχε δίκαιο∙ θα προσθέσω και κάποια άλλα Ιρανικά χαρακτηρίστηκα, υπονοώντας την «καλλιτεχνική» άποψη του Κουάπα, που θα ονομάσω με μια συνήθεις έκφραση  που αρμόζει για την περίπτωση, «Ο Θεός να την κάμει καλλιτεχνική»∙ και, έχουμε του γονείς των παιδιών, τους φανατικούς από τη μια πλευρά, να χαίρονται που δεν επέτρεπαν στα παιδιά τους να πηγαίνουν στο μπαράκι αυτό, και από την άλλη τους ανοικτόμυαλους να λένε «Και τί έγινε» προωθώντας τα παιδιά τους να γίνουν ψευδό-επαναστάτες επειδή οι ίδιοι είναι καταπιεσμένοι σε γάμους που δεν θέλουν, σε τεράστια σπίτια που δεν τους χωράνε, σε σώματα που δεν έχουν κατεύθυνση στη ζωή, πνιγμένοι στα ευρώ που πρέπει να σπαταληθούν στη θέση της επιθυμίας τους που θυσίασαν: και υπάρχουν και οι άλλοι, που αρχίζουν να μιλάνε με το «Πρώτα ο Θεός», ένας Θεός πλασμένος στο μυαλό τους, που δεν του αρέσουν τα αστεία, οι παλιάτσοι του Κουάπα, που δεν βλέπουν το γελοίο της κατάστασης, γυναίκες που μετατρέπονται συμβολικά σε άντρες, και άντρες εκφραστές της θηλυπρέπειας, άντρες που πειράζουν παιδιά μετά από σαράντα μέρες νηστείας- και αυτούς τους ενόχλησε το Κουάπα και ένας παλιάτσος που δεν ήταν καν αστείος, απότυχε δηλαδή στο έργο του να μας διασκεδάσει, και ειδικά όλους αυτούς τους αγέλαστους: τους σοβαροφανείς του «καλού κόσμου». Χριστούς που υποφέρουν -πολλοί- συμπατριώτες μας δηλαδή που γίνονται σιγά σιγά μοντέρνα γλυπτά, αγάλματα της πείνας- αυτοί θα μπορούσαν άνετα να μπουν πάνω στο σταυρό του Κουάπα, και όχι ο, ας γράψουμε, ο αποτριχωμένος, πρησμένος και γυμνασμένος πούλουκος με τη μασκα του παλιάτσου∙ και, από την άλλη, το πραγματικό πρόβλημα της όλης κατάστασης είναι ότι υπήρχαν άτομα που θίχτηκαν με αυτό το «έργο τέχνης» – αυτό και αν μπορεί να σχολιαστεί, αλλά δεν έχω την όρεξη, τουλάχιστον παραπάνω από αυτά που γραφτήκαν∙ τέλος πάντων.

 

Αν είναι αναγκαίο, που είναι, να γίνει κάτι πραγματικά επαναστατικό στη Κύπρο, αυτό θα πρέπει να έχει σύμβολο κάποιου είδους «Χριστό» που να μη φοράει μάσκα∙ ακριβώς αυτές οι μάσκες είναι η ρίζα του κακού: κάποιον που το σώμα του να παρα-λαμβάνει την ευθύνη του λόγου του και να πληρώνει το τίμημα της πράξης.