ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΑ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΣ

Featured

Ο εξωχότατος φίλος Άλκης, βασιλικός στις προτιμήσεις του και με την ικανοπτητα να βλέπει το γέλιο εκεί που άλλοι θα βλέπανε μόνο δράματα· δημιουργικός, με δικούς του ρυθμούς βασισμένους στο «Να χαρώ τη ζωή και να δώσω χαρά»: για να μπορεί κάποιος να το μετατρέψει αληθινά αυτό σε δρόμο ζωής πρέπει να είναι ανθρωπιστικά ευαίσθητος… Είναι τέτοιου είδους άντρες που μας διδάσκουν πως ο χρόνος ο ίδιος είναι για να απόλαμβάνεται…

ΑΦΗΡΗΜΕΝΟΣ

Πέτρος Πατούνας, Ψυχαναλυτής

Κάπου στη Λεμεσό, βράδυ· στο ποτήρι ουίσκι Macallan, για όσους αναρωτιούνται- μάλλον άντρες… Ώρα ανάπαυσης και διασκέδασης, το σώμα μεταξύ τους. Ομιλίες όλου γύρω, βουητό ζωής και παραπέρα χάχανα· ο χρόνος σταμάτησε, απομόνωση σ’ ένα μυστικό χώρο, δεν ακούς, βρίσκεσαι εκεί που δεν υπάρχει κίνηση, στο σημείο που ενώνονται το μπροστά και το πίσω, αυτό που αποκαλούσαν «στιγμή του πάθους» οι αρχαίοι: η πράξη που νοητά γινόταν η σύλληψη των αγαλμάτων. Μύστες σε χρόνια διαλογισμού για να φτάσουν να μπορούν να αφαιρούνται από τον κόσμο, να κατέχουν αυτό τον ιδιότροπο χώρο… και όμως κάποιος θα πει πως «Το παιδί είναι αφηρημένο»: όχι, το παιδί δημιουργεί! Δημιουργεί κόσμους και γίνεται ο ήλιος τους!

Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Προκλήσεις με την κάμερα· ο φακός και ο καθρέφτης μας δείχνουν όπως νομίζουν λες και έχουν δική τους στοιχειωμένη βούληση: μας παρουσιάζουν πολλές φορές όπως δεν θέλουμε να δούμε τον εαυτό μας: χρειάζεται χιούμορ για να παραλάβουμε τον τρόμο, του ό,τι βλέπουμε τον εαυτό μας να βλέπει τον εαυτό μας.

Ο ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣ

Ήταν σε όλα μέσα, να βοηθήσει, να γνωρίσει, να μεταφέρει πληροφορίες- κοινωνικός, ευγενέστατος· μπορούσε να κινηθεί στις διάφορες παρέες και να βρει τη θέση του, είτε άρεσε είτε όχι, και φυσικά κάποτε άρεσε, κάποτε όχι. Και, παρόλο που η κοινωνικότητα του αυτή, φαινομενικά τον έκανε ένα με το πλήθος, ως κάποιον δηλαδή που θα μπορούσε να χαρακτηρηστεί «ένα από τα ίδια», ο Παντελής είναι από τα λίγα άτομα που σπούδασαν αυτό που αγαπούσαν· και όταν αγαπάς τη σπουδή σου σε ένα χώρο που τίποτε δεν μετριέται με την αγάπη τότε είσαι μεγάλος επαναστάτης. Θυμάμαι που έλαμπε όταν τον ρωτούσαν τι κλάδο ακολουθούσε, «Σπουδάζω Fire Sciences» και έμπαινε με το σώμα του ολόκληρο στις προτάσεις για να εξηγήσει το πάθος του να γίνει πυροσβέστης, πολλές φορές σε ανέραστα άτομα που, όχι μόνο δεν πιστεύαν πως μπορείς να αγαπήσεις αυτό που κάνεις, αλλά θέλαν να επιτεθούν και σε όσους είχαν αυτή την άποψη. Ακόμη είναι «παράγοντας» στις παρέες και ακόμα αγαπά αυτό που κάνει: όμορφος τρόπος για να ζεις. Καλησπέρα Παντελή -αυτή η αφοσίωση στην επιθυμία σου είναι η πραγματική μόρφωση του ανθρώπου…

ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ

Η πίστη έχει χίλια πρόσωπα, και παραπάνω… Χρειάζεται πίστη στο θρησκευόμενο, στον αθλητή, στο μαθητή- το να πιστεύεις σε συνδέει με αγάπη με αυτό που προσεγγίζεις, θρησκεία, άθλημα, μάθημα. Μήπως άραγε υπάρχει άλλος τρόπος να πλησιάσουμε το Θεό ή ότι είναι σημαντικό για εμάς- κάτι εκτός της αγάπης; Το τι δε χωράει στην ιδιοσυνκρασία του ατόμου που πραγματικά πιστεύει, με οποιοδήποτε τρόπο και σε οτιδήποτε, είναι η βία: αν θέλουμε να εξαλειφθεί ο άλλος γιατί κουβαλά τη «βλασφημία» ή αυτό το «ίχνος» που δεν ταιριάζει με την εικόνα που έχουμε εμείς στο μυαλό μας τότε πιστεύουμε σε είδωλα. Αυτή είναι η πραγματική ειδωλολατρία και βλασφημία: να έχουμε μένος. Και έτσι στην προσπάθεια μας να προστατεύσουμε κάτι που δεν θέλει προστάτη -ειδικά το Θεό- γινόμαστε βλασφημόγλωσσοι στο τέλος εμείς με το να μισούμε. Αλήθεια, πόσο αδύναμο θεωρούμε το Θεό ή τον Χριστό αν νιώθουμε πως θίγονται από ζωγραφιές ή συγγράματα

Ο ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

Καλώς την! Καταθλιμμένη, σκληρό το πρόσωπό της, ταυτισμένη με το παράπονο, μα δεν το δείχνει- δεν θα το επέτρεπε άλλωστε και η κοινωνική της θέση, οπότε έχασε την κατεύθυνσή της προς τη ζωή· μα την ψυχή και τα μάτια δεν τα γελάς: ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει, να παραπονιέται δηλαδή,  αφού μια ζωή, σαράντα χρονών και κάτι τώρα, από τον καιρό που ήταν παιδί, δεν έπραξε ούτε μία φορά αυτό που ήθελε, και άμα καμιά φορά το έκανε, πάντα κάτι γινόταν για να της αποδείξει ότι δεν ήταν το σωστό: θα κτυπούσε, θα αποτύγχανε, δεν θα ήταν αυτό που έκαναν οι υπόλοιποι, μια ζωή δηλαδή να είναι η αποτυχία ως προς την επιθυμία της. Της το απαγόρευσαν κάμποσες φορές, η αλήθεια να λέγεται, σαν παιδί, μα και η ίδια δεν έκανε και τίποτε για να γράψει τη ζωή της διαφορετικά. Μια πολύ όμορφη κυπριακή ιστορία- πραγματικό παραμύθι· το νυφικό το διάλεξε η μάνα της τότε, το γαμπρό η ίδια αλλά με βάση τις προτιμήσεις του πατέρα: έγιναν καλή οικογένεια, μαζί όλοι, και δύο παιδιά· όλα μια χαρά και χίλιες τρομάρες, πανικούς, κρίσεις, καταθλίψεις· είναι καλό να γνωρίζετε πως κάτι από την παραγκωνισμένη επιθυμία θα βρει τρόπους να ειπωθεί, να εκφραστεί, έστω και με επικοινωνιακά βίαιους δρόμους· τέλος πάντων, εκείνη παραπονιέται ακόμα και λέει πως δεν καταλαβαίνει γιατί δεν μπορεί να είναι χαρούμενη με αυτά τα πολλά που έχει, τα σπίτια, τα λεφτά και ρίχνει το φταίξιμο στις φοβίες, στις ζαλάδες, στους πανικούς- ξοδεύει το χρόνο για να διερωτάται σαν οκνηρός φιλόσοφος αν βοηθάει περισσότερο η φαρμακευτική αγωγή ή η ψυχανάλυση, ο ψυχίατρος ή ο ψυχαναλυτής: ποτέ δεν διερωτήθηκε τι πρέπει να κάνει η ίδια επειδή ακόμα δίνει χώρο σε αυτόν τον Μεγάλο Άλλο να τη διέπει με το να κρατά αυτή τη θέση του ανήμπορου· ο Άλλος με τον οποίο ζει ασυνείδητα είναι μια τοπολογία αν θέλετε, που την χρειάζεται για να υπάγεται στην παρακάτω εξίσωση: και λέει αυτή η εξίσωση ότι «Για να υπάρχω εγώ σαν εκείνος που μπορεί τα πάντα, εσύ κοπέλα μου πρέπει να είσαι ανήμπορη».

 

Και προχωράει όμορφα η ζωή! Ανέραστη, κουβέντα δεν μιλιέται στο σπίτι· έχουν τρεις τηλεοράσεις γιατί κανείς δεν αντέχει κανένα, ούτε τα παιδιά τους γονείς τους. Αυτή σε κάποια φάση νόμισε πως φταίνε τα ορμονικά, μετά η ουσίες στον εγκέφαλο, μα, κανένα από αυτά δεν μπορεί να κρύψει μια γυναίκα που δεν είναι ερωτευμένη, που πνίγεται, που αποζητά τη ζωή και την αναπνοή μέσα από τις κρίσεις πανικού της- το τελευταίο της χαρτί δηλαδή, σε αυτή την περίπτωση, για να κατευθυνθεί προς το τι εστί ζωή. Προσπάθησε και παλαιότερα να αναπνεύσει μα, η μάνα της, ποιος άγιος να την κάνει μάνα, μα η μάνα της έλεγα φώναζε το μοιρολόι «Μη γελαστείς να χωρίσεις» και δεν έβλεπε την κόρη της που μαράζωνε σε ένα γάμο άρρωστο και περπατούσε μια ζωή χαριτωμένου θανάτου: αυτού με τα κοινωνικά δρώμενα, ένα από αυτούς τους γάμους χωρίς επιθυμία- αυτούς τους γάμους με άλλα λόγια που δημιουργούν τις αληθινές «διαλυμένες οικογένειες» ακριβώς επειδή άτομα που δεν μπορεί ο ένας τον άλλον μένουν μαζί. Και έτσι ζει με τους πανικούς της, με τον άντρα της που δεν την αγγίζει και που αυτή η ιδία δεν θέλει να αγγιχτεί· αν δεν το είχε η εικόνα της οικογένειας, αυτή που προστάζει τέσσερα άτομα, να υπάρχουν παιδιά δηλαδή, ίσως να μην άγγιζε κανείς κανένα, ποτέ· ανέραστα, δίχως επιθυμία, γράφω τα ίδια γιατί έτσι φτιάχνεται το νέο έθνος περήφανων Κύπριων, Ελλήνων, Ευρωπαίων· όντα νεκρά, κρέατα χωρίς την ανάσα που προσφέρει στη ζωή η πράξη του να τη ζεις. Και η λύση της δεν είναι ο χωρισμός μα το να διαχωριστεί από ό,τι την προστάζει να πάει σε κατευθύνσεις πέραν από αυτές που κάνουν τη ψυχή της να λουλουδίζει· και αν το πάρει απόφαση, να χαρεί δηλαδή, και οι γύρω της και οι κοντά της δεν μπορούν να είναι χαρούμενοι με την γαλήνη της – τότε, τότε, τότε: τότε δεν μπορούν να είναι ούτε γύρω της ούτε κοντά της: μόνο με αυτή μεγαλεξανδρινή πυγμή θα λυθεί αυτός ο κόμπος. Το να χαθούν αυτοί δεν είναι τίμημα.

 

Και το λυπητερό είναι: ότι εσύ νομίζεις πως γράφτηκε αυτό το κομμάτι για σένα, για την περίπτωση τη δική σου- δεν είσαι ένας ή μια, αλλά χιλιάδες: μια λεγεώνα. Με αυτό το τρόπο δένονται ομάδες, οικογένειες, κράτη-λεγεώνες.

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΟΥ ΚΟΥΑΠΑ

Πρόσφατα έχει συζητηθεί, αρκετά θα έλεγα, αλλά όχι πάρα πολύ, το γεγονός της «εμφάνισης»  του Χριστού σε γνωστό μπαράκι της Λεμεσού, ένας Ιησούς Χριστός «βιολογικά μεταλλαγμένος», όπου παρουσιάζεται με μάσκα παλιάτσου, μιας αναπαράστασης της οποίας η καλλιτεχνική ομάδα προσπάθησε να χρησιμοποιήσει σαν μεταφορά για το τι γίνεται στη Κύπρο: μεταφορά η οποία απότυχε παταγωδώς, επειδή, αυτή τη χρονική περίοδο της κυπριακής ιστορίας, με τη κρίση, την ανεργία, θα γράψω και την πείνα, κανένας δεν μπορεί να ταυτιστεί ή να τραυματιστεί, έστω και σαν αστείο, με και από την εικόνα ενός καλοαναγιωμένου Χριστού∙ ο κύριος λόγος που δεν συζητήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό το περιστατικό είναι γιατί δεν περιέχει κανένα φιλοσοφικό υπόβαθρο πίσω της η ενέργεια, ή, η παράσταση, της καλλιτεχνική ομάδας του Κουάπα, που, κατά τη γνώμη μου, αν δεν πληρώνονταν από το μπαράκι μάλλον δεν θα είχαν δουλειά, αφού η αντί-αντίδραση προς ιερά σύμβολα έρχεται όταν η κοινωνία και τα σημεία αναφοράς της, θρησκευτικά και μη, απειλούνται- και αυτό που παρουσιάστηκε στο Κουάπα ήταν γελοίο, αλλα όχι αστείο, ούτε καν ανέκδοτο∙ και δεν μπορώ να χαρακτηριστώ σαν θρησκόληπτος ή θρησκευόμενος με τη γενική ερμηνεία των λέξεων, ή, μάλλον, θα είναι καλύτερα να γράψω με οποιαδήποτε ερμηνεία: για να υπάρχουν σοβαρές αντιδράσεις, που εμπνέουν τον κόσμο, πρέπει ο λόγος που περικλείεται και αρθρώνεται σε μια καλλιτεχνική πράξη να μπαίνει στη ψυχή του ανθρώπου, να την αναστατώνει- αυτό είναι μια εισήγηση για την επομένη παράσταση, με παλιάτσους ή όχι, με Χριστούς και Ά-Χριστούς.

 

Παρόλα αυτά, το γεγονός ήταν αρκετό για να δούμε πολλές απόψεις της κυπριακής κοινωνίας σε σχέση με το συμβάν∙ από την ηλιθιότητα των καλλιτεχνών και την ανακοίνωση του Κουάπα ότι δεν ήθελε με κανένα τρόπο να προσβάλει τις θρησκευτικές αξίες, μια ανακοίνωση που αν διαβαστεί καταλαβαίνει κάποιος πως αυτό ακριβώς ήθελαν να κάνουν, ως το μη καλλιτεχνικό τρόπο που το παρουσίασαν, μιας δηλαδή φτηνής απομίμησης, και πολύ κακής, μεγάλων συγγραφέων και καλλιτεχνών που είχαν μια φιλοσοφία πίσω από του τι έγραψαν ή ερμήνευσαν για τη ζωή του Χριστού, όπως ο Dario Fo, Jose Saramago, ο Νίκος Καζαντζάκης κτλ∙ και, από την άλλη έχουμε την ίδια ηλιθιότητα, μα που πηγάζει από έναν φανατισμό, από αυτούς που δεν αφήνουν τα παιδιά τους να γιορτάζουν τα καρναβάλια επειδή «είναι του διαβόλου»: πριν λίγο καιρό ένας φίλος έγραψε πως μερικά δρώμενα στη Κύπρο θυμίζουν Ιράν- και είχε δίκαιο∙ θα προσθέσω και κάποια άλλα Ιρανικά χαρακτηρίστηκα, υπονοώντας την «καλλιτεχνική» άποψη του Κουάπα, που θα ονομάσω με μια συνήθεις έκφραση  που αρμόζει για την περίπτωση, «Ο Θεός να την κάμει καλλιτεχνική»∙ και, έχουμε του γονείς των παιδιών, τους φανατικούς από τη μια πλευρά, να χαίρονται που δεν επέτρεπαν στα παιδιά τους να πηγαίνουν στο μπαράκι αυτό, και από την άλλη τους ανοικτόμυαλους να λένε «Και τί έγινε» προωθώντας τα παιδιά τους να γίνουν ψευδό-επαναστάτες επειδή οι ίδιοι είναι καταπιεσμένοι σε γάμους που δεν θέλουν, σε τεράστια σπίτια που δεν τους χωράνε, σε σώματα που δεν έχουν κατεύθυνση στη ζωή, πνιγμένοι στα ευρώ που πρέπει να σπαταληθούν στη θέση της επιθυμίας τους που θυσίασαν: και υπάρχουν και οι άλλοι, που αρχίζουν να μιλάνε με το «Πρώτα ο Θεός», ένας Θεός πλασμένος στο μυαλό τους, που δεν του αρέσουν τα αστεία, οι παλιάτσοι του Κουάπα, που δεν βλέπουν το γελοίο της κατάστασης, γυναίκες που μετατρέπονται συμβολικά σε άντρες, και άντρες εκφραστές της θηλυπρέπειας, άντρες που πειράζουν παιδιά μετά από σαράντα μέρες νηστείας- και αυτούς τους ενόχλησε το Κουάπα και ένας παλιάτσος που δεν ήταν καν αστείος, απότυχε δηλαδή στο έργο του να μας διασκεδάσει, και ειδικά όλους αυτούς τους αγέλαστους: τους σοβαροφανείς του «καλού κόσμου». Χριστούς που υποφέρουν -πολλοί- συμπατριώτες μας δηλαδή που γίνονται σιγά σιγά μοντέρνα γλυπτά, αγάλματα της πείνας- αυτοί θα μπορούσαν άνετα να μπουν πάνω στο σταυρό του Κουάπα, και όχι ο, ας γράψουμε, ο αποτριχωμένος, πρησμένος και γυμνασμένος πούλουκος με τη μασκα του παλιάτσου∙ και, από την άλλη, το πραγματικό πρόβλημα της όλης κατάστασης είναι ότι υπήρχαν άτομα που θίχτηκαν με αυτό το «έργο τέχνης» – αυτό και αν μπορεί να σχολιαστεί, αλλά δεν έχω την όρεξη, τουλάχιστον παραπάνω από αυτά που γραφτήκαν∙ τέλος πάντων.

 

Αν είναι αναγκαίο, που είναι, να γίνει κάτι πραγματικά επαναστατικό στη Κύπρο, αυτό θα πρέπει να έχει σύμβολο κάποιου είδους «Χριστό» που να μη φοράει μάσκα∙ ακριβώς αυτές οι μάσκες είναι η ρίζα του κακού: κάποιον που το σώμα του να παρα-λαμβάνει την ευθύνη του λόγου του και να πληρώνει το τίμημα της πράξης.

1 ΣΤΑ 5 ΠΑΙΔΙΑ, «ΤΡΩΕΙ ΤΟΝ»

Σκοπός να ειπωθεί η αλήθεια, όσο γίνεται, έστω και αν δεν είναι όλη- να ειπωθεί σκληρή, πολύ σκληρή όπως είναι στην πραγματικότητα της, πέραν από μια φρασεολογία που αποκλείει εκείνον που διαβάζει στο να μπει σε εκείνη την, έστω φαντασίωση, τη θέση του κακοποιημένου, που ίσως να είναι καλύτερα να εκφράσω ως μια πάρα, πάρα πολύ διαβολική ποίηση και όχι κακο-ποίηση: δεν πρόκειται περί λογοτεχνίας.

 

Το 1 στα 5- δεν αναφέρεται στα ποσοστά ευστοχίας ενός μπασκετμπολίστα, μα, για τα στατιστικά στοιχεία που, πραγματικά δε μιλούν για την αλήθεια της παιδοφιλίας και το τι βιώνουν για μια ζωή, μερικές φορές δυστυχώς είναι για μια ζωή, τα θύματα τους: η ονοματοποιία του αδικήματος σαν «σεξουαλική παρενόχληση ανηλίκου», ή, ακόμα, «σεξουαλική κακοποίηση» δεν φέρνουν στο νου μας σχεδόν τίποτε- το αρρωστημένο, δηλαδή, ότι υπάρχουν πολλοί ανάμεσα μας που «Γαμούν παιδιά, βρέφη, μωρά», ανήλικα παιδία σαν εκείνα που ξέρεται∙ οι αριθμοί 1 στα 5 δεν λένε την αλήθεια, και ένας στατιστικολόγος ή ο οποιοδήποτε ασχολήθηκε με τη στατιστική θα σας πει για κάτι ποσοστά λάθους,1, 2, 5%, που στην πραγματικότητα, και για το θέμα που μιλούμε και όχι για κάποιου είδους εκλογική αναμέτρηση, σημαίνουν 1, 2,3, ή 5 ή 10 παιδιά πάνω κάτω που κατάφερε ή όχι ο κάθε αρρωστημένος, όχι άρρωστος, μα αρρωστημένος, να τους «τον ταΐσει»: να έχει στύση και να ικανοποιείται με εκείνο το παιδικό σώμα- να τα γαμά, κυριολεκτικά και μεταφορικά- εκείνα τα παιδιά που σαν ενήλικες με το ένα ή τον άλλο τρόπο είναι «Fucked up»∙ σκεφτείτε τα παιδιά στο νηπιαγωγείο του γιού ή της κόρης σας, στο δημοτικό, στο γυμνάσιο- σκεφτείτε το παιδί σας: ένα στα πέντε από αυτά τα παιδιά, ακόμα και βρέφη, δέχονται σεξουαλική επίθεση- και όχι το βλακώδες δικηγορικό και τάχατες νομικό, και, δυστυχώς πολιτικά σωστό «σεξουαλική παρενόχληση». Και τί σημαίνει σεξουαλική παρενόχληση- ας το περιγράψουμε λίγο: σκεφτείτε ότι ένας ενήλικάς αυνανίζεται μπροστά τους, ότι βάζει ότι έπρεπε να του κοπεί μέσα στο σώμα τους, στο σώμα του μωρού, ένα από αυτά τα πέντε που έχετε ήδη σκεφτεί∙ και, σε μια φιλική επίσκεψη που βρίσκεστε, πέντε μανάδες και πέντε παιδιά να παίζουν, ποιό από τα πέντε έχει ή κακοποιηθεί ή κακοποιείτε, μια φόρα, ή και συνέχεια;

 

Σε μερικά από τα άρθρα μου που θα ακολουθήσουν, θα σκιαγραφήσω με ακρίβεια το προφίλ, συμπεριφορές, τον τρόπο σκέψης τους, και ότι άλλο είναι αναγκαίο για να μπορεί ο κάθε γονιός να έχει κάποιο εργαλείο στα χέρια του, να ξέρει: κάποιο εργαλείο πέραν της σιωπής…

ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΠΟ ΝΤΡΟΠΗ

Εκείνος που είναι ειλικρινής δεν μπορεί να πεθάνει από ντροπή- αυτό είπε ο Λακάν∙ και, για να διερωτηθούμε, ας σχηματιστεί το ερώτημα του «Πώς μπορεί κάποιος, ένας άνθρωπος, να πεθάνει από ντροπή»;

 

Ίσως να είναι η λάθος ερώτηση: και τότε αν γράψουμε, «Πώς ζει κάποιος από και μέσα στη ντροπή»- αυτό και αν είναι θάνατος και η πιο συχνή αιτία, ή τρόπος αν θέλετε, που περνά το χρόνο του αυτός, ή αυτή, που φέρνουν ένα υποκείμενο στη ζωή, όχι για να το στηρίξουν αλλά για τους στηρίξει: εδώ κρύβεται η ύπαρξη του γονέα που δεν μπορεί να είναι στη θέση του πατέρα ή της μητέρας, που γεννάει κόρη «Για της κτίσει από πάνω»- να μην φύγει ποτέ από κοντά τους, και που, το άλλο παιδί, αν επαναστατήσει σε αυτή τη χρήση που τυγχάνει στο ασφυκτικό «επιθυμώ» του γονιού, καταστροφικό προς το παιδί, πληρώνει το τίμημα που αρμόζει σε επαναστάτη∙ η ντροπή φορτώνεται στο παιδί αφού η τελειότητα του γονιού δεν δέχεται να απολέσει ούτε ένα εκατοστό από την απόλαυση του∙ δηλαδή, βλέπουμε γονιούς που πάντα είναι με τα παιδιά τους και ποτέ μόνοι τους, ποτέ ζευγάρι άντρα και γυναίκας, και αν είχαν κάποια ζωή όταν ακόμα ήταν σε βρεφική ή παιδική ηλικία τα παιδιά τους, αυτό σταματά όταν αρχίζουν και ενηλικιώνονται μέσω της εφηβείας- και έχουμε κόρες που φέρνουν σε επαφή τους γονείς τους με τους γονείς του αγοριού τους, και αγόρια που εξιστορούν τις ερωτικές τους περιπέτειες προ της μάνα τους, που καμιά δεν θα της μοιάσει, που μπορεί να δεχτεί την «άλλη γυναίκα» μόνο όταν εξυπηρετεί την ίδια, που αρρωστά με τα κλασσικά υστερικά συμπτώματα, καταθλίψεις, κρίσεις πανικού κτλ μόλις μάθει ότι ο γιος της γνώρισε κάποια την οποία δεν ελέγχει.

 

Αυτοί οι γονείς, μόνοι τους δεν μπορούν ούτε λεπτό να αντέξουν την ίδια τους την παρουσία, γιατί απλώνεται μια τεράστια σιωπή μεταξύ τους, μια σχέση άχαρη, επαναληπτική, ψεύτικη, αναγκαία λόγο ντροπής: για αυτό το λόγο είναι λανθασμένη η αντίληψη που έχει ειπωθεί ή έχει γραφτεί ότι το παιδί γεννιέται μέσα από την επιθυμία των γονιών: ιδού και το επτακέφαλο τέρας του θανάτου από ντροπή, που κανένας ειλικρινής άνθρωπος, ως προς την επιθυμία του και την ηθική της, δεν κινδυνεύει να πεθάνει από αυτό- από αυτή μάλλον τη «ζωή θανάτου».

 

Και η γυναίκα- θέτει το σώμα της σε καθεστώς επιθυμητού, ακριβώς όταν ντρέπεται.

ΓΙΑ ΤΗ ΦΑΝΕΛΑ.

Όλα για τη φανέλα∙ τα χρώματα, τα ίδια, το ίδιο και το στυλ, σχεδόν∙ πρέπει να πιάνει τις λεπτομέρειες το μάτι σου, σαν τις γυναίκες, για να δεις τις διαφορές, μικρές διαφορές λογότυπου. Η τάδε κοινωνική τάξη θα φοράει κόκκινη Lacoste, μια άλλη χαμηλή τάξη, οικονομικά, θα ντύνει το κορμί της με Springfield, και οι λίγοι, εξαίρετη τάξη θα φοράει Burberry, θα φοράνε Louis Vuitton για να κοιμούνται∙ υπάρχουν και άλλες τάξεις, χωρίς λογότυπο. Και υπάρχουν και αυτοί που ενώ έχουν λεφτά, αγοράζουν και φοράνε copy έχοντας το σκεπτικό πως κανένας δεν θα υποψιαστεί πως είναι μή αυθεντική η φανέλα λόγο της κοινωνικής τους θέσης: και έχουν δίκαιο. Κανείς δεν μπορεί να προσέξει τη διαφορά σε αυτούς επειδή εκείνοι που τους βλέπουν χρειάζονται να τους κοιτάζουν με αυτό τον τρόπο και να τους θέτουν σαν ιδανικό που θα προσπαθήσουν να φτάσουν: όπως ξαναγράψαμε, ο πλούσιος πληρώνει λίγα, σχεδόν πάντα οι υπόλοιποι έχουν την ανάγκη να τον κερνούν.

Και θα ακούς το βαρετό, πάντα το ίδιο, ανάλογα με την εποχή, «Θα πάμε πάνω» ή το «Θα πάμε Πλάτρες», ή, «Θα πάμε στο εξοχικό μας», Πρωταρά ή σε κάποιο χωριό που είναι της μόδας ανάλογα με την εποχή: και εκεί θα βλέπεις τις ίδιες φανέλες, από τα ίδια σχολεία της κάθε πόλης, τα ίδια κουτσομπολιά για το ποιος χώρισε και με ποιον, παλιό συμμαθητή, είναι αυτή η κοπέλα τώρα ή αυτός ό άντρας, αρχίζοντας από εκείνο το κλασσικό πλέον «Έμαθες τα νέα;»∙ και, σε βάθος χρόνου όλοι είναι συγγενείς- μια μακρινή αιμομιξία: όλοι φοράνε τις ίδιες φανέλες τελικά. Και, αν και η ζωή λαμβάνει τόπο, όχι χώρα, σε νησί, νομίζεις πως βρίσκεσαι σε μεγαλούπολη αφού κανένας δεν είναι ήρεμος να απολαμβάνει το τι προσφέρετε σε ένα νησί- για να ηρεμήσει κάποιος πρέπει να είναι μαστούρης ή αποκλεισμένος από το κοινωνικό σύνολο- και θα φοράει φανέλες λερωμένες, αμαρκέ, θα μιλάει για ένα, άλλου είδους, ιδανικό του τύπου «Δεν πάω σε αυτούς τους τόπους επειδή είναι για τους φλώρους»∙ έτσι λειτουργά η ζήλεια και η αγάπη για τη φανέλα. Και διερωτάται, κάποιος, αν πούμε, για ποιό λόγο πληρώνουν για τούτες τις φανέλες: ποιός είναι ο λόγος του κάθε χρέους αν όχι οι ταυτίσεις, οι αναγκαίες κάτω από τις περιστάσεις, επειδή δεν πράττει το υποκείμενο προς την επιθυμία του;

Ένα νησί που δημιουργεί τάφους, άτομα που δεν εκφράζονται, δεν μιλούν- που φορούν φανέλες∙ πλεγμένα όμορφα και πολύχρωμα σάβανα για νεκρούς.