ΑΦΗΡΗΜΕΝΟΣ

Πέτρος Πατούνας, Ψυχαναλυτής

Κάπου στη Λεμεσό, βράδυ· στο ποτήρι ουίσκι Macallan, για όσους αναρωτιούνται- μάλλον άντρες… Ώρα ανάπαυσης και διασκέδασης, το σώμα μεταξύ τους. Ομιλίες όλου γύρω, βουητό ζωής και παραπέρα χάχανα· ο χρόνος σταμάτησε, απομόνωση σ’ ένα μυστικό χώρο, δεν ακούς, βρίσκεσαι εκεί που δεν υπάρχει κίνηση, στο σημείο που ενώνονται το μπροστά και το πίσω, αυτό που αποκαλούσαν «στιγμή του πάθους» οι αρχαίοι: η πράξη που νοητά γινόταν η σύλληψη των αγαλμάτων. Μύστες σε χρόνια διαλογισμού για να φτάσουν να μπορούν να αφαιρούνται από τον κόσμο, να κατέχουν αυτό τον ιδιότροπο χώρο… και όμως κάποιος θα πει πως «Το παιδί είναι αφηρημένο»: όχι, το παιδί δημιουργεί! Δημιουργεί κόσμους και γίνεται ο ήλιος τους!

Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Προκλήσεις με την κάμερα· ο φακός και ο καθρέφτης μας δείχνουν όπως νομίζουν λες και έχουν δική τους στοιχειωμένη βούληση: μας παρουσιάζουν πολλές φορές όπως δεν θέλουμε να δούμε τον εαυτό μας: χρειάζεται χιούμορ για να παραλάβουμε τον τρόμο, του ό,τι βλέπουμε τον εαυτό μας να βλέπει τον εαυτό μας.

ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ

Η πίστη έχει χίλια πρόσωπα, και παραπάνω… Χρειάζεται πίστη στο θρησκευόμενο, στον αθλητή, στο μαθητή- το να πιστεύεις σε συνδέει με αγάπη με αυτό που προσεγγίζεις, θρησκεία, άθλημα, μάθημα. Μήπως άραγε υπάρχει άλλος τρόπος να πλησιάσουμε το Θεό ή ότι είναι σημαντικό για εμάς- κάτι εκτός της αγάπης; Το τι δε χωράει στην ιδιοσυνκρασία του ατόμου που πραγματικά πιστεύει, με οποιοδήποτε τρόπο και σε οτιδήποτε, είναι η βία: αν θέλουμε να εξαλειφθεί ο άλλος γιατί κουβαλά τη «βλασφημία» ή αυτό το «ίχνος» που δεν ταιριάζει με την εικόνα που έχουμε εμείς στο μυαλό μας τότε πιστεύουμε σε είδωλα. Αυτή είναι η πραγματική ειδωλολατρία και βλασφημία: να έχουμε μένος. Και έτσι στην προσπάθεια μας να προστατεύσουμε κάτι που δεν θέλει προστάτη -ειδικά το Θεό- γινόμαστε βλασφημόγλωσσοι στο τέλος εμείς με το να μισούμε. Αλήθεια, πόσο αδύναμο θεωρούμε το Θεό ή τον Χριστό αν νιώθουμε πως θίγονται από ζωγραφιές ή συγγράματα

Ο ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

Καλώς την! Καταθλιμμένη, σκληρό το πρόσωπό της, ταυτισμένη με το παράπονο, μα δεν το δείχνει- δεν θα το επέτρεπε άλλωστε και η κοινωνική της θέση, οπότε έχασε την κατεύθυνσή της προς τη ζωή· μα την ψυχή και τα μάτια δεν τα γελάς: ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει, να παραπονιέται δηλαδή,  αφού μια ζωή, σαράντα χρονών και κάτι τώρα, από τον καιρό που ήταν παιδί, δεν έπραξε ούτε μία φορά αυτό που ήθελε, και άμα καμιά φορά το έκανε, πάντα κάτι γινόταν για να της αποδείξει ότι δεν ήταν το σωστό: θα κτυπούσε, θα αποτύγχανε, δεν θα ήταν αυτό που έκαναν οι υπόλοιποι, μια ζωή δηλαδή να είναι η αποτυχία ως προς την επιθυμία της. Της το απαγόρευσαν κάμποσες φορές, η αλήθεια να λέγεται, σαν παιδί, μα και η ίδια δεν έκανε και τίποτε για να γράψει τη ζωή της διαφορετικά. Μια πολύ όμορφη κυπριακή ιστορία- πραγματικό παραμύθι· το νυφικό το διάλεξε η μάνα της τότε, το γαμπρό η ίδια αλλά με βάση τις προτιμήσεις του πατέρα: έγιναν καλή οικογένεια, μαζί όλοι, και δύο παιδιά· όλα μια χαρά και χίλιες τρομάρες, πανικούς, κρίσεις, καταθλίψεις· είναι καλό να γνωρίζετε πως κάτι από την παραγκωνισμένη επιθυμία θα βρει τρόπους να ειπωθεί, να εκφραστεί, έστω και με επικοινωνιακά βίαιους δρόμους· τέλος πάντων, εκείνη παραπονιέται ακόμα και λέει πως δεν καταλαβαίνει γιατί δεν μπορεί να είναι χαρούμενη με αυτά τα πολλά που έχει, τα σπίτια, τα λεφτά και ρίχνει το φταίξιμο στις φοβίες, στις ζαλάδες, στους πανικούς- ξοδεύει το χρόνο για να διερωτάται σαν οκνηρός φιλόσοφος αν βοηθάει περισσότερο η φαρμακευτική αγωγή ή η ψυχανάλυση, ο ψυχίατρος ή ο ψυχαναλυτής: ποτέ δεν διερωτήθηκε τι πρέπει να κάνει η ίδια επειδή ακόμα δίνει χώρο σε αυτόν τον Μεγάλο Άλλο να τη διέπει με το να κρατά αυτή τη θέση του ανήμπορου· ο Άλλος με τον οποίο ζει ασυνείδητα είναι μια τοπολογία αν θέλετε, που την χρειάζεται για να υπάγεται στην παρακάτω εξίσωση: και λέει αυτή η εξίσωση ότι «Για να υπάρχω εγώ σαν εκείνος που μπορεί τα πάντα, εσύ κοπέλα μου πρέπει να είσαι ανήμπορη».

 

Και προχωράει όμορφα η ζωή! Ανέραστη, κουβέντα δεν μιλιέται στο σπίτι· έχουν τρεις τηλεοράσεις γιατί κανείς δεν αντέχει κανένα, ούτε τα παιδιά τους γονείς τους. Αυτή σε κάποια φάση νόμισε πως φταίνε τα ορμονικά, μετά η ουσίες στον εγκέφαλο, μα, κανένα από αυτά δεν μπορεί να κρύψει μια γυναίκα που δεν είναι ερωτευμένη, που πνίγεται, που αποζητά τη ζωή και την αναπνοή μέσα από τις κρίσεις πανικού της- το τελευταίο της χαρτί δηλαδή, σε αυτή την περίπτωση, για να κατευθυνθεί προς το τι εστί ζωή. Προσπάθησε και παλαιότερα να αναπνεύσει μα, η μάνα της, ποιος άγιος να την κάνει μάνα, μα η μάνα της έλεγα φώναζε το μοιρολόι «Μη γελαστείς να χωρίσεις» και δεν έβλεπε την κόρη της που μαράζωνε σε ένα γάμο άρρωστο και περπατούσε μια ζωή χαριτωμένου θανάτου: αυτού με τα κοινωνικά δρώμενα, ένα από αυτούς τους γάμους χωρίς επιθυμία- αυτούς τους γάμους με άλλα λόγια που δημιουργούν τις αληθινές «διαλυμένες οικογένειες» ακριβώς επειδή άτομα που δεν μπορεί ο ένας τον άλλον μένουν μαζί. Και έτσι ζει με τους πανικούς της, με τον άντρα της που δεν την αγγίζει και που αυτή η ιδία δεν θέλει να αγγιχτεί· αν δεν το είχε η εικόνα της οικογένειας, αυτή που προστάζει τέσσερα άτομα, να υπάρχουν παιδιά δηλαδή, ίσως να μην άγγιζε κανείς κανένα, ποτέ· ανέραστα, δίχως επιθυμία, γράφω τα ίδια γιατί έτσι φτιάχνεται το νέο έθνος περήφανων Κύπριων, Ελλήνων, Ευρωπαίων· όντα νεκρά, κρέατα χωρίς την ανάσα που προσφέρει στη ζωή η πράξη του να τη ζεις. Και η λύση της δεν είναι ο χωρισμός μα το να διαχωριστεί από ό,τι την προστάζει να πάει σε κατευθύνσεις πέραν από αυτές που κάνουν τη ψυχή της να λουλουδίζει· και αν το πάρει απόφαση, να χαρεί δηλαδή, και οι γύρω της και οι κοντά της δεν μπορούν να είναι χαρούμενοι με την γαλήνη της – τότε, τότε, τότε: τότε δεν μπορούν να είναι ούτε γύρω της ούτε κοντά της: μόνο με αυτή μεγαλεξανδρινή πυγμή θα λυθεί αυτός ο κόμπος. Το να χαθούν αυτοί δεν είναι τίμημα.

 

Και το λυπητερό είναι: ότι εσύ νομίζεις πως γράφτηκε αυτό το κομμάτι για σένα, για την περίπτωση τη δική σου- δεν είσαι ένας ή μια, αλλά χιλιάδες: μια λεγεώνα. Με αυτό το τρόπο δένονται ομάδες, οικογένειες, κράτη-λεγεώνες.

ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΠΟ ΝΤΡΟΠΗ

Εκείνος που είναι ειλικρινής δεν μπορεί να πεθάνει από ντροπή- αυτό είπε ο Λακάν∙ και, για να διερωτηθούμε, ας σχηματιστεί το ερώτημα του «Πώς μπορεί κάποιος, ένας άνθρωπος, να πεθάνει από ντροπή»;

 

Ίσως να είναι η λάθος ερώτηση: και τότε αν γράψουμε, «Πώς ζει κάποιος από και μέσα στη ντροπή»- αυτό και αν είναι θάνατος και η πιο συχνή αιτία, ή τρόπος αν θέλετε, που περνά το χρόνο του αυτός, ή αυτή, που φέρνουν ένα υποκείμενο στη ζωή, όχι για να το στηρίξουν αλλά για τους στηρίξει: εδώ κρύβεται η ύπαρξη του γονέα που δεν μπορεί να είναι στη θέση του πατέρα ή της μητέρας, που γεννάει κόρη «Για της κτίσει από πάνω»- να μην φύγει ποτέ από κοντά τους, και που, το άλλο παιδί, αν επαναστατήσει σε αυτή τη χρήση που τυγχάνει στο ασφυκτικό «επιθυμώ» του γονιού, καταστροφικό προς το παιδί, πληρώνει το τίμημα που αρμόζει σε επαναστάτη∙ η ντροπή φορτώνεται στο παιδί αφού η τελειότητα του γονιού δεν δέχεται να απολέσει ούτε ένα εκατοστό από την απόλαυση του∙ δηλαδή, βλέπουμε γονιούς που πάντα είναι με τα παιδιά τους και ποτέ μόνοι τους, ποτέ ζευγάρι άντρα και γυναίκας, και αν είχαν κάποια ζωή όταν ακόμα ήταν σε βρεφική ή παιδική ηλικία τα παιδιά τους, αυτό σταματά όταν αρχίζουν και ενηλικιώνονται μέσω της εφηβείας- και έχουμε κόρες που φέρνουν σε επαφή τους γονείς τους με τους γονείς του αγοριού τους, και αγόρια που εξιστορούν τις ερωτικές τους περιπέτειες προ της μάνα τους, που καμιά δεν θα της μοιάσει, που μπορεί να δεχτεί την «άλλη γυναίκα» μόνο όταν εξυπηρετεί την ίδια, που αρρωστά με τα κλασσικά υστερικά συμπτώματα, καταθλίψεις, κρίσεις πανικού κτλ μόλις μάθει ότι ο γιος της γνώρισε κάποια την οποία δεν ελέγχει.

 

Αυτοί οι γονείς, μόνοι τους δεν μπορούν ούτε λεπτό να αντέξουν την ίδια τους την παρουσία, γιατί απλώνεται μια τεράστια σιωπή μεταξύ τους, μια σχέση άχαρη, επαναληπτική, ψεύτικη, αναγκαία λόγο ντροπής: για αυτό το λόγο είναι λανθασμένη η αντίληψη που έχει ειπωθεί ή έχει γραφτεί ότι το παιδί γεννιέται μέσα από την επιθυμία των γονιών: ιδού και το επτακέφαλο τέρας του θανάτου από ντροπή, που κανένας ειλικρινής άνθρωπος, ως προς την επιθυμία του και την ηθική της, δεν κινδυνεύει να πεθάνει από αυτό- από αυτή μάλλον τη «ζωή θανάτου».

 

Και η γυναίκα- θέτει το σώμα της σε καθεστώς επιθυμητού, ακριβώς όταν ντρέπεται.

НЕ ВИДИМОСТЬ: НА ФОРМИРОВАНИЕ НИ-КОГО.

То, что не может быть высказано, – Акт. Елеонский дискурс о том, что лилипутская апокалипсическая практика одобряет Акт под открытым небом от линейных свечей времени, тех, что показывают до и после, и делает себя действующим из-за Евангелия от Матвея, которому Лакан посвятил повторение его имени в его семинаре на тему Акта – который и не вспоминается, когда речь заходит о Настоящем, которое не может быть высказано, с которым аналитики не могут вспомнить, как он действовал, они не могут принять его как должное и превратить, хотя бы, в Гензеля и Грету, метафору поиска выхода – но с которым должны сочувствовать по средствам злых чар вместо Евангелия ∙ то единственное, что было направлено Матвеем на евреев, как Лакан направил свои семинары на формирование психоаналитиков, будучи в положении воздушного передатчика от литературы, которую кто-то не может прочитать, до не следующей, а противоположной, которую другой евангелист написал: и Слово, которое не просто набор букв, противопоставленное Богу, но не движение букв за его пределами∙ Елеонский дискурс возник в момент страсти – ориентация, которая может начаться в пути для двоих – текущее заведование, как оно воплощено Дискоболом, если аналитик имеет в своем распоряжении самодержавную эгиду, как Цезарь, противоречащий элементарным правилам, потому что действовал так, как будто он сам представлял императора∙ беспокойство создается в мерцании понимания неграмотной вредности, и о котором аналитик не может с уверенностью сказать, что это результат труизма при алфавитном монозамещение букв – буква представляет букву вместо другой буквы: это апраксия (бездействие) времени, в котором Акты chirokinesthesian субъектов создают притчу, будучи вне времени, даже вне пещеры, в которой кто-то может видеть только тени платоновских слов, акты, которые достойны движения только в союзе с тишиной.

 

Шестой дискурс, о том, что не есть подобие, и у него нет тела, потому что он не является визуальным явлением, хотя тело в апокалипсисе, который не является подобием и, конечно, не концом времен, и присутствует у Матвея. И если был бы анализ сна, данный Фрейдом, то он был бы в произнесении фальшивой вины, обоснованной перед взглядом того, что сон заключен в плаче сына: «Отец, разве ты не видишь, я горю» чисто визуальное явление, достойное называться взглядом: какое ошибочное соотношение аналитического желания – аналитику, Пенни Георгиу, понадобилось задать простейший из простейших вопросов и понять, что весь набор интерпретаций был, в действительности, ошибочной верой времени, пока она не спросила «Что такое желание в том Сне?» Что является желанием, если не отцовское молчание, говорящее: «Сын, Я хотел бы, чтобы ты мне сказал». Вот как кто-то пытается заметить голос желания – слава Богу, у женщины это получилось, в этот раз, добиться качества, к которому мужчины даже боятся приблизиться∙ и все же существует порог, когда дело доходит до акта – подумать о чем-то, когда аналитики осмеливаются практиковать вязание. А противоположность Меланхолии, где тело брошено, а объект остается, апофеоз случается не тень, а свет, от которого тень лишается своей темной кожи, когда тело субъекта становится дерматографической внешностью при игре барабанов по литургическому движению букв в имени Бога, и их молчаливых букв∙ и, если бы аналитики осмелились искать дьявола, чтобы доказать математику такого заявления, то это уравнение могло бы иметь вид: исихазм минус Бог – но это поле деятельности женщин, за пределами наслаждения в действительности: Словесная Вещь.

 

Как уже было сказано, и еще раз, не Сущность, а Присутствие∙ присутствие, которое рядом, Παρά, следующее и навстречу, в движении чего-то, в котором не хватает присутствия чего-то еще, для, в момент дискурса, который должен быть выявлен, субъекта, если он выбирает, становится свободным человеком, хотя и платит высокую цену за такую свободу, так как тело взято как Настоящий Оболь, дар Харон∙ это дальше, чем Сущность – это Присутствие, шестой дискурс собственных последствий, в действительности не имеет подобия, для тела, соглашающегося разрешить желание, прямой подход к выравниванию символов, которые обезбаливают легенду о водах вблизи Башни Силоам, и таким образом этот Акт проваливается∙ парализованные до выхода на бодрящие мокроты божественного слюнотечения воды: когда метрическая система основана на символах и объекте, которые теперь желанны сами собой, а тело субъекта становится носителем желания. Это открытие, достойное ответственности  Модулера – но это именно то, что  отличает аналитика, принадлежащего к той группе, которую кто-то может  назвать великими аналитиками: его человечность, антропоморфная система, должны были бы позволить ему разрубить узел и использовать как нить, an Нить Ариадны, субъект подсчитывает биение букв в мольбе, охватывающий женщину. Делайте это, не боясь женщин в роли компаньона того, кто  удивительно превзошел страх кастрации, но все еще ищет, чтобы почесать свои гениталии, не будучи в состоянии создать любой возможной алгоритм музыки, просто чтобы убедиться, что они на том, же месте, кентавр, изогнутый и сформированный гипсом мужчины и женщины. И когда кто-то собирается оценить эту геометрию, которая движется, которую кинематики обозначают как Геометрию Движения, и которую Лакан назвал Актом, чтобы просветить аналитиков, кто-то просто пришел к осознанию вопроса о том, как изложить область, покрытую плазмой, словом, которое в греческом также означает субъект – кто-то создал: красивый и ужасающий символ, сингенный (родственный) плазме, мог бы быть Протопластами, до того, как у них появились знание о половых различиях: это Асоматическая (бестелесная) функция аналитика, чтобы получить Существо, о котором он сказал, но сейчас Акт за пределами сексуального несоответствия: по-настоящему страшного зверя, Речь которого и есть Акт.

Что такое психоанализ: вопрос о лакановском объекте.

Что такое психоанализ: вопрос о лакановском объекте.

Исследование в этой области с легкостью могло бы повторить привычный философский ответ: «Это то, что есть». Но тогда он означает аксиому, которая приравнивается к этимологии Бога, в то время, как психоанализ не относится к этой категории, и даже не является панацеей, представляя собой тираническую клятву, многообещающую излечить психологическую боль объекта с помощью специального режима работы, техник, которые не могут понять значение свободы и ответственности, и из-за которых благотворительность полна страшного пояснения. Среди музыкальности этих мыслей Лакановский психоанализ, или любой другой приличный психоанализ, в основе которого лежит эта этика, в общих чертах выражает человеческое право на «говорить», по средствам которого каждый объект призван взять на себя ответственность за собственный образ жизни и – смерти.

С момента, когда кто-то пытается, а еще хуже, отвечает с уверенностью, присущей господину, а не психоаналитику или психоанализируемому, на вопрос: «Что такое психоанализ», на типичную формулу, в которой проявляется математичность психизма и человеческой сущности «одно решение для мозгов всех», начерченная пером и линейкой слепого доверия диктатору, – тогда то, о чем он говорит, не является психоанализом, а в лучшем случае оказывается плохой психотерапией, потому что психоанализ – это «что-то», что создается, чего не существовало прежде, с каждым анализируемым в отдельности, также как и аналитик, выражающий удовлетворение от отсутствия памяти, или того, чего он не знает, может принять новое желание на уровне подсознания.

Психоанализ не может быть ничем иным как мнимое освобождения дыхания в психической движущейся геометрии, в рамках обработки данных, личностей, правды и желания, процесс которого подготавливает почву для идиоматического языка самого субъекта: поэтому психоанализ и является загадкой, – но не загадкой, которую нужно разгадать, – а загадкой, которая сформирутеся, она бес-форменная, и одновременно она рисует красоту и многостороннесть человеческой субъективности. Психоанализ начинается с раз-говаривает и двигается к молчанию: из речего места, откуда субъект черпает причину собственного существования.

Автор: Петрос Патунас
Перевод: Регина Ибрагимова