ΤΟ ΧΡΕΟΣ

Και νίπτω τα χείρας μου- από το νερό, όχι από το αίμα∙ και- θα αρχίσω με το «και» επειδή αυτό το κομμάτι γραφής είναι ένα μέρος, ούτε αρχή ούτε τέλος, ενός, ούτε καν σκέψεως: και ποιο είναι τελικά το πραγματικό χρέος ενός κύπριου στην περίοδο που ζούμε;

 

Και εσύ κύριε, πάμπλουτε, που κάλεσες του μάστορες να κάμουν δουλείες στο σπίτι σου, εκείνους που χάζευαν τη πισίνα με το Γιαπωνέζικο γυαλί των 100,000 ευρώ για να σε θαυμάζουν οι αποκάτω όταν κάμνεις το δελφίνι- εσύ που έκαμες 4 μήνες να τους πληρώσεις ώσπου τελικά πήγες πάνω στο χρηματοκιβώτιο σου και έφερες μετρητά, λέγοντας «Φαίνομαι για άνθρωπος που δεν κρατά λεφτά;»: καθόλου, μα καθόλου, δεν φαίνεσαι για άνθρωπος που δεν κρατά λεφτά∙ λεφτά έχεις, αλλά δεν πληρώνεις.

 

Και εσύ κυρία μου, εσύ που μιλάς για τα σπίτια του κόσμου, που  δεν βαστούσε να τα αγοράσει, αυτούς που πλήρωναν κανονικότητα πριν, έστω με την φτώχεια τους, αυτούς που κατά την γνώμη σου δεν έπρεπε να έχουν σπίτια ακριβά- και μιλάς εσύ, που δεν υπήρξες ποτέ χρεωμένη- που το μόνο σου χρέος είναι να κάμνεις χωρίς αντίσταση πράξεις της κατά σιωπηλής διαταγή υστερική ατζέντα της επιθυμίας του πατέρα, με το να σχηματίσεις εκείνη την εικόνα του Cyprus Dream: σπίτι μεγάλο, δύο, τρία, τέσσερα μωρά, δύο οικιακές βοηθούς∙ και, επειδή τα έχεις όλα, χωρίς να έχεις το παραμικρό κόπο, γυρεύεις ένα άντρα που να κάμνει καλό σεξ- όχι πως τον υπολογίζεις πραγματικά, όχι, τουλάχιστον αφού σου προσφέρει τα παιδία που θα συμ-πληρώσουν εκείνη την εικόνα του ονείρου: εσύ, με το χρέος προς τα όσα πλήρωσε η οικογένεια σου, που δεν τολμάς ποτέ, παρόλη τη ψευδό-δυναμικότητα που σου προσφέρουν τα λεφτά, δεν τολμάς να κάμεις τίποτα από μόνη σου∙ εσύ που λες πως το πρόβλημα της οικονομίας ξεκίνησε όταν άρχισαν να έχουν Harley Davidson και άλλοι εκτός από τον «καλό κόσμο»: σκάσε τουλάχιστον, απόλαυσε απλά αυτά που υποστηρίζεις- μα, επειδή δεν τα απολαμβάνεις πραγματικά, παίρνεις την απόλαυση σου κρίνοντας και μισώντας τον «απλό κόσμο»: έτσι λέει όποιος είναι αφέντης και χρειάζεται υποτελής για να λειτουργήσει η επιθυμία του.

 

Και εσύ κυρία τραπεζικός, που λυπάσαι τον κόσμο που καθημερινά βλέπεις και έρχεται να διαπραγματευτεί, βασικά εκείνο που του ανήκει, και τους βάζεις όλους στην ίδια κατηγορία, ότι έχουν αλλά δεν πληρώνουν- εσύ που μιλάς για κάτι αόριστες, βλακώδες ομαδικές υπάρξεις, απρόσωπες, που φοβούνται να μιλήσουν πραγματικά και ακόμα περισσότερο να αντιμετωπίσουν τον ανθρώπινο λόγο∙ γράφω για εκείνα τα «Θα δουν το αίτημα σου στη Λευκωσία», «Θα μας απαντήσουν από τα κεντρικά γραφεία», «Δεν μπορεί να αλλάξει το σύστημα της τράπεζας»∙ και γράφω για εκείνα τα μικρά γράμματα που συντρίβουν οικογένειες, που μεγαλώνουν και ταΐζουν σαν νέα τροφή, μια γενιά καταθλιμμένων ανθρώπων.

 

Και εσύ κύριε βουλευτή, ρόκολε, που όταν ανοίγεις το στόμα σου μόνο με τεχνικές ρητορείας μιλάς- για εμάς τους ηλίθιους, και ακόμα πιο πολύ για εκείνους τους ηλίθιους που τους κανόνισες δουλειά για να σε ψηφήσουν- παλιάνθρωπε: εσύ δεν έχεις χρέος, και προπάντων δεν έχεις ηθικό χρέος∙ συνεισφέρεις τα πάντα στην υπαρξιακή οντότητα ενός καινούργιου Μεγάλου Άλλου, από τον Τούρκο στην Χρεωκοπία: ποιος πατέρας και μητέρα σε ανάγνωσε σαν γιο, να έρθουν να σου δώσουν ένα πάτσο∙ τελικά μόνο εσύ είσαι κακός χρεώστης: μόνο εσύ δεν πληρώνεις το τι οφείλεις στο λαό και το κόσμο που σε ψήφησε: εσύ είσαι η ετυμολογία του μη εξυπηρετούμενου δανείου.

 

Και εσύ, που αγχώνεσαι για το χρέος στη τράπεζα, και σε βλέπουν τα παιδιά σου να λιώνεις, που βλέπουν ένα πατέρα ανήμπορο, να πνίγεται σε κάτι που ονομάζεται «τράπεζα» και «χρέος»: δεν είναι αυτό το χρέος σου αγαπητέ κύριε∙ σκέψου τί θα ήθελες να πεις στα παιδία σου, ποιο, δηλαδή, είναι το πραγματικό σου χρέος σαν πατέρας, σαν μάγκας την ώρα της κρίσης: και, αν η πολιτεία, η τράπεζα, η οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε θέτει την πληρωμή της ηθικής ευθύνης της πράξης του και το τίμημα της στο Άλλο, με άλλα λόγια να πληρωθεί το ότι ο ίδιος απολαμβάνει, όπως ακριβώς γίνεται αυτή τη στιγμή στην ιερά νήσο μας, τότε, χρέος σου προς το παιδί σου και προς σε αυτή την ηθική γραμμή που διέπει τη θέση του πατέρα είναι αυτή: «Ας τα πιάσουν γιέ και κόρη μου»∙ και, αν θέλεις να είσαι και αρκετά κακός, που το δικαιούσαι, θα μπορούσες να καταραστείς και να πεις, μάλλον να συμ-πληρώσεις στο προηγούμενο «…για να πληρώσουν τις αρρώστιες τους»∙ αυτό θα ξεκλειδώσει τη πράξη και θα ξεπληρώσει το χρέος σου.