Καλώς την! Καταθλιμμένη, σκληρό το πρόσωπό της, ταυτισμένη με το παράπονο, μα δεν το δείχνει- δεν θα το επέτρεπε άλλωστε και η κοινωνική της θέση, οπότε έχασε την κατεύθυνσή της προς τη ζωή· μα την ψυχή και τα μάτια δεν τα γελάς: ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει, να παραπονιέται δηλαδή, αφού μια ζωή, σαράντα χρονών και κάτι τώρα, από τον καιρό που ήταν παιδί, δεν έπραξε ούτε μία φορά αυτό που ήθελε, και άμα καμιά φορά το έκανε, πάντα κάτι γινόταν για να της αποδείξει ότι δεν ήταν το σωστό: θα κτυπούσε, θα αποτύγχανε, δεν θα ήταν αυτό που έκαναν οι υπόλοιποι, μια ζωή δηλαδή να είναι η αποτυχία ως προς την επιθυμία της. Της το απαγόρευσαν κάμποσες φορές, η αλήθεια να λέγεται, σαν παιδί, μα και η ίδια δεν έκανε και τίποτε για να γράψει τη ζωή της διαφορετικά. Μια πολύ όμορφη κυπριακή ιστορία- πραγματικό παραμύθι· το νυφικό το διάλεξε η μάνα της τότε, το γαμπρό η ίδια αλλά με βάση τις προτιμήσεις του πατέρα: έγιναν καλή οικογένεια, μαζί όλοι, και δύο παιδιά· όλα μια χαρά και χίλιες τρομάρες, πανικούς, κρίσεις, καταθλίψεις· είναι καλό να γνωρίζετε πως κάτι από την παραγκωνισμένη επιθυμία θα βρει τρόπους να ειπωθεί, να εκφραστεί, έστω και με επικοινωνιακά βίαιους δρόμους· τέλος πάντων, εκείνη παραπονιέται ακόμα και λέει πως δεν καταλαβαίνει γιατί δεν μπορεί να είναι χαρούμενη με αυτά τα πολλά που έχει, τα σπίτια, τα λεφτά και ρίχνει το φταίξιμο στις φοβίες, στις ζαλάδες, στους πανικούς- ξοδεύει το χρόνο για να διερωτάται σαν οκνηρός φιλόσοφος αν βοηθάει περισσότερο η φαρμακευτική αγωγή ή η ψυχανάλυση, ο ψυχίατρος ή ο ψυχαναλυτής: ποτέ δεν διερωτήθηκε τι πρέπει να κάνει η ίδια επειδή ακόμα δίνει χώρο σε αυτόν τον Μεγάλο Άλλο να τη διέπει με το να κρατά αυτή τη θέση του ανήμπορου· ο Άλλος με τον οποίο ζει ασυνείδητα είναι μια τοπολογία αν θέλετε, που την χρειάζεται για να υπάγεται στην παρακάτω εξίσωση: και λέει αυτή η εξίσωση ότι «Για να υπάρχω εγώ σαν εκείνος που μπορεί τα πάντα, εσύ κοπέλα μου πρέπει να είσαι ανήμπορη».
Και προχωράει όμορφα η ζωή! Ανέραστη, κουβέντα δεν μιλιέται στο σπίτι· έχουν τρεις τηλεοράσεις γιατί κανείς δεν αντέχει κανένα, ούτε τα παιδιά τους γονείς τους. Αυτή σε κάποια φάση νόμισε πως φταίνε τα ορμονικά, μετά η ουσίες στον εγκέφαλο, μα, κανένα από αυτά δεν μπορεί να κρύψει μια γυναίκα που δεν είναι ερωτευμένη, που πνίγεται, που αποζητά τη ζωή και την αναπνοή μέσα από τις κρίσεις πανικού της- το τελευταίο της χαρτί δηλαδή, σε αυτή την περίπτωση, για να κατευθυνθεί προς το τι εστί ζωή. Προσπάθησε και παλαιότερα να αναπνεύσει μα, η μάνα της, ποιος άγιος να την κάνει μάνα, μα η μάνα της έλεγα φώναζε το μοιρολόι «Μη γελαστείς να χωρίσεις» και δεν έβλεπε την κόρη της που μαράζωνε σε ένα γάμο άρρωστο και περπατούσε μια ζωή χαριτωμένου θανάτου: αυτού με τα κοινωνικά δρώμενα, ένα από αυτούς τους γάμους χωρίς επιθυμία- αυτούς τους γάμους με άλλα λόγια που δημιουργούν τις αληθινές «διαλυμένες οικογένειες» ακριβώς επειδή άτομα που δεν μπορεί ο ένας τον άλλον μένουν μαζί. Και έτσι ζει με τους πανικούς της, με τον άντρα της που δεν την αγγίζει και που αυτή η ιδία δεν θέλει να αγγιχτεί· αν δεν το είχε η εικόνα της οικογένειας, αυτή που προστάζει τέσσερα άτομα, να υπάρχουν παιδιά δηλαδή, ίσως να μην άγγιζε κανείς κανένα, ποτέ· ανέραστα, δίχως επιθυμία, γράφω τα ίδια γιατί έτσι φτιάχνεται το νέο έθνος περήφανων Κύπριων, Ελλήνων, Ευρωπαίων· όντα νεκρά, κρέατα χωρίς την ανάσα που προσφέρει στη ζωή η πράξη του να τη ζεις. Και η λύση της δεν είναι ο χωρισμός μα το να διαχωριστεί από ό,τι την προστάζει να πάει σε κατευθύνσεις πέραν από αυτές που κάνουν τη ψυχή της να λουλουδίζει· και αν το πάρει απόφαση, να χαρεί δηλαδή, και οι γύρω της και οι κοντά της δεν μπορούν να είναι χαρούμενοι με την γαλήνη της – τότε, τότε, τότε: τότε δεν μπορούν να είναι ούτε γύρω της ούτε κοντά της: μόνο με αυτή μεγαλεξανδρινή πυγμή θα λυθεί αυτός ο κόμπος. Το να χαθούν αυτοί δεν είναι τίμημα.
Και το λυπητερό είναι: ότι εσύ νομίζεις πως γράφτηκε αυτό το κομμάτι για σένα, για την περίπτωση τη δική σου- δεν είσαι ένας ή μια, αλλά χιλιάδες: μια λεγεώνα. Με αυτό το τρόπο δένονται ομάδες, οικογένειες, κράτη-λεγεώνες.