Ο ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

Καλώς την! Καταθλιμμένη, σκληρό το πρόσωπό της, ταυτισμένη με το παράπονο, μα δεν το δείχνει- δεν θα το επέτρεπε άλλωστε και η κοινωνική της θέση, οπότε έχασε την κατεύθυνσή της προς τη ζωή· μα την ψυχή και τα μάτια δεν τα γελάς: ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει, να παραπονιέται δηλαδή,  αφού μια ζωή, σαράντα χρονών και κάτι τώρα, από τον καιρό που ήταν παιδί, δεν έπραξε ούτε μία φορά αυτό που ήθελε, και άμα καμιά φορά το έκανε, πάντα κάτι γινόταν για να της αποδείξει ότι δεν ήταν το σωστό: θα κτυπούσε, θα αποτύγχανε, δεν θα ήταν αυτό που έκαναν οι υπόλοιποι, μια ζωή δηλαδή να είναι η αποτυχία ως προς την επιθυμία της. Της το απαγόρευσαν κάμποσες φορές, η αλήθεια να λέγεται, σαν παιδί, μα και η ίδια δεν έκανε και τίποτε για να γράψει τη ζωή της διαφορετικά. Μια πολύ όμορφη κυπριακή ιστορία- πραγματικό παραμύθι· το νυφικό το διάλεξε η μάνα της τότε, το γαμπρό η ίδια αλλά με βάση τις προτιμήσεις του πατέρα: έγιναν καλή οικογένεια, μαζί όλοι, και δύο παιδιά· όλα μια χαρά και χίλιες τρομάρες, πανικούς, κρίσεις, καταθλίψεις· είναι καλό να γνωρίζετε πως κάτι από την παραγκωνισμένη επιθυμία θα βρει τρόπους να ειπωθεί, να εκφραστεί, έστω και με επικοινωνιακά βίαιους δρόμους· τέλος πάντων, εκείνη παραπονιέται ακόμα και λέει πως δεν καταλαβαίνει γιατί δεν μπορεί να είναι χαρούμενη με αυτά τα πολλά που έχει, τα σπίτια, τα λεφτά και ρίχνει το φταίξιμο στις φοβίες, στις ζαλάδες, στους πανικούς- ξοδεύει το χρόνο για να διερωτάται σαν οκνηρός φιλόσοφος αν βοηθάει περισσότερο η φαρμακευτική αγωγή ή η ψυχανάλυση, ο ψυχίατρος ή ο ψυχαναλυτής: ποτέ δεν διερωτήθηκε τι πρέπει να κάνει η ίδια επειδή ακόμα δίνει χώρο σε αυτόν τον Μεγάλο Άλλο να τη διέπει με το να κρατά αυτή τη θέση του ανήμπορου· ο Άλλος με τον οποίο ζει ασυνείδητα είναι μια τοπολογία αν θέλετε, που την χρειάζεται για να υπάγεται στην παρακάτω εξίσωση: και λέει αυτή η εξίσωση ότι «Για να υπάρχω εγώ σαν εκείνος που μπορεί τα πάντα, εσύ κοπέλα μου πρέπει να είσαι ανήμπορη».

 

Και προχωράει όμορφα η ζωή! Ανέραστη, κουβέντα δεν μιλιέται στο σπίτι· έχουν τρεις τηλεοράσεις γιατί κανείς δεν αντέχει κανένα, ούτε τα παιδιά τους γονείς τους. Αυτή σε κάποια φάση νόμισε πως φταίνε τα ορμονικά, μετά η ουσίες στον εγκέφαλο, μα, κανένα από αυτά δεν μπορεί να κρύψει μια γυναίκα που δεν είναι ερωτευμένη, που πνίγεται, που αποζητά τη ζωή και την αναπνοή μέσα από τις κρίσεις πανικού της- το τελευταίο της χαρτί δηλαδή, σε αυτή την περίπτωση, για να κατευθυνθεί προς το τι εστί ζωή. Προσπάθησε και παλαιότερα να αναπνεύσει μα, η μάνα της, ποιος άγιος να την κάνει μάνα, μα η μάνα της έλεγα φώναζε το μοιρολόι «Μη γελαστείς να χωρίσεις» και δεν έβλεπε την κόρη της που μαράζωνε σε ένα γάμο άρρωστο και περπατούσε μια ζωή χαριτωμένου θανάτου: αυτού με τα κοινωνικά δρώμενα, ένα από αυτούς τους γάμους χωρίς επιθυμία- αυτούς τους γάμους με άλλα λόγια που δημιουργούν τις αληθινές «διαλυμένες οικογένειες» ακριβώς επειδή άτομα που δεν μπορεί ο ένας τον άλλον μένουν μαζί. Και έτσι ζει με τους πανικούς της, με τον άντρα της που δεν την αγγίζει και που αυτή η ιδία δεν θέλει να αγγιχτεί· αν δεν το είχε η εικόνα της οικογένειας, αυτή που προστάζει τέσσερα άτομα, να υπάρχουν παιδιά δηλαδή, ίσως να μην άγγιζε κανείς κανένα, ποτέ· ανέραστα, δίχως επιθυμία, γράφω τα ίδια γιατί έτσι φτιάχνεται το νέο έθνος περήφανων Κύπριων, Ελλήνων, Ευρωπαίων· όντα νεκρά, κρέατα χωρίς την ανάσα που προσφέρει στη ζωή η πράξη του να τη ζεις. Και η λύση της δεν είναι ο χωρισμός μα το να διαχωριστεί από ό,τι την προστάζει να πάει σε κατευθύνσεις πέραν από αυτές που κάνουν τη ψυχή της να λουλουδίζει· και αν το πάρει απόφαση, να χαρεί δηλαδή, και οι γύρω της και οι κοντά της δεν μπορούν να είναι χαρούμενοι με την γαλήνη της – τότε, τότε, τότε: τότε δεν μπορούν να είναι ούτε γύρω της ούτε κοντά της: μόνο με αυτή μεγαλεξανδρινή πυγμή θα λυθεί αυτός ο κόμπος. Το να χαθούν αυτοί δεν είναι τίμημα.

 

Και το λυπητερό είναι: ότι εσύ νομίζεις πως γράφτηκε αυτό το κομμάτι για σένα, για την περίπτωση τη δική σου- δεν είσαι ένας ή μια, αλλά χιλιάδες: μια λεγεώνα. Με αυτό το τρόπο δένονται ομάδες, οικογένειες, κράτη-λεγεώνες.

1 ΣΤΑ 5 ΠΑΙΔΙΑ, «ΤΡΩΕΙ ΤΟΝ»

Σκοπός να ειπωθεί η αλήθεια, όσο γίνεται, έστω και αν δεν είναι όλη- να ειπωθεί σκληρή, πολύ σκληρή όπως είναι στην πραγματικότητα της, πέραν από μια φρασεολογία που αποκλείει εκείνον που διαβάζει στο να μπει σε εκείνη την, έστω φαντασίωση, τη θέση του κακοποιημένου, που ίσως να είναι καλύτερα να εκφράσω ως μια πάρα, πάρα πολύ διαβολική ποίηση και όχι κακο-ποίηση: δεν πρόκειται περί λογοτεχνίας.

 

Το 1 στα 5- δεν αναφέρεται στα ποσοστά ευστοχίας ενός μπασκετμπολίστα, μα, για τα στατιστικά στοιχεία που, πραγματικά δε μιλούν για την αλήθεια της παιδοφιλίας και το τι βιώνουν για μια ζωή, μερικές φορές δυστυχώς είναι για μια ζωή, τα θύματα τους: η ονοματοποιία του αδικήματος σαν «σεξουαλική παρενόχληση ανηλίκου», ή, ακόμα, «σεξουαλική κακοποίηση» δεν φέρνουν στο νου μας σχεδόν τίποτε- το αρρωστημένο, δηλαδή, ότι υπάρχουν πολλοί ανάμεσα μας που «Γαμούν παιδιά, βρέφη, μωρά», ανήλικα παιδία σαν εκείνα που ξέρεται∙ οι αριθμοί 1 στα 5 δεν λένε την αλήθεια, και ένας στατιστικολόγος ή ο οποιοδήποτε ασχολήθηκε με τη στατιστική θα σας πει για κάτι ποσοστά λάθους,1, 2, 5%, που στην πραγματικότητα, και για το θέμα που μιλούμε και όχι για κάποιου είδους εκλογική αναμέτρηση, σημαίνουν 1, 2,3, ή 5 ή 10 παιδιά πάνω κάτω που κατάφερε ή όχι ο κάθε αρρωστημένος, όχι άρρωστος, μα αρρωστημένος, να τους «τον ταΐσει»: να έχει στύση και να ικανοποιείται με εκείνο το παιδικό σώμα- να τα γαμά, κυριολεκτικά και μεταφορικά- εκείνα τα παιδιά που σαν ενήλικες με το ένα ή τον άλλο τρόπο είναι «Fucked up»∙ σκεφτείτε τα παιδιά στο νηπιαγωγείο του γιού ή της κόρης σας, στο δημοτικό, στο γυμνάσιο- σκεφτείτε το παιδί σας: ένα στα πέντε από αυτά τα παιδιά, ακόμα και βρέφη, δέχονται σεξουαλική επίθεση- και όχι το βλακώδες δικηγορικό και τάχατες νομικό, και, δυστυχώς πολιτικά σωστό «σεξουαλική παρενόχληση». Και τί σημαίνει σεξουαλική παρενόχληση- ας το περιγράψουμε λίγο: σκεφτείτε ότι ένας ενήλικάς αυνανίζεται μπροστά τους, ότι βάζει ότι έπρεπε να του κοπεί μέσα στο σώμα τους, στο σώμα του μωρού, ένα από αυτά τα πέντε που έχετε ήδη σκεφτεί∙ και, σε μια φιλική επίσκεψη που βρίσκεστε, πέντε μανάδες και πέντε παιδιά να παίζουν, ποιό από τα πέντε έχει ή κακοποιηθεί ή κακοποιείτε, μια φόρα, ή και συνέχεια;

 

Σε μερικά από τα άρθρα μου που θα ακολουθήσουν, θα σκιαγραφήσω με ακρίβεια το προφίλ, συμπεριφορές, τον τρόπο σκέψης τους, και ότι άλλο είναι αναγκαίο για να μπορεί ο κάθε γονιός να έχει κάποιο εργαλείο στα χέρια του, να ξέρει: κάποιο εργαλείο πέραν της σιωπής…

ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΠΟ ΝΤΡΟΠΗ

Εκείνος που είναι ειλικρινής δεν μπορεί να πεθάνει από ντροπή- αυτό είπε ο Λακάν∙ και, για να διερωτηθούμε, ας σχηματιστεί το ερώτημα του «Πώς μπορεί κάποιος, ένας άνθρωπος, να πεθάνει από ντροπή»;

 

Ίσως να είναι η λάθος ερώτηση: και τότε αν γράψουμε, «Πώς ζει κάποιος από και μέσα στη ντροπή»- αυτό και αν είναι θάνατος και η πιο συχνή αιτία, ή τρόπος αν θέλετε, που περνά το χρόνο του αυτός, ή αυτή, που φέρνουν ένα υποκείμενο στη ζωή, όχι για να το στηρίξουν αλλά για τους στηρίξει: εδώ κρύβεται η ύπαρξη του γονέα που δεν μπορεί να είναι στη θέση του πατέρα ή της μητέρας, που γεννάει κόρη «Για της κτίσει από πάνω»- να μην φύγει ποτέ από κοντά τους, και που, το άλλο παιδί, αν επαναστατήσει σε αυτή τη χρήση που τυγχάνει στο ασφυκτικό «επιθυμώ» του γονιού, καταστροφικό προς το παιδί, πληρώνει το τίμημα που αρμόζει σε επαναστάτη∙ η ντροπή φορτώνεται στο παιδί αφού η τελειότητα του γονιού δεν δέχεται να απολέσει ούτε ένα εκατοστό από την απόλαυση του∙ δηλαδή, βλέπουμε γονιούς που πάντα είναι με τα παιδιά τους και ποτέ μόνοι τους, ποτέ ζευγάρι άντρα και γυναίκας, και αν είχαν κάποια ζωή όταν ακόμα ήταν σε βρεφική ή παιδική ηλικία τα παιδιά τους, αυτό σταματά όταν αρχίζουν και ενηλικιώνονται μέσω της εφηβείας- και έχουμε κόρες που φέρνουν σε επαφή τους γονείς τους με τους γονείς του αγοριού τους, και αγόρια που εξιστορούν τις ερωτικές τους περιπέτειες προ της μάνα τους, που καμιά δεν θα της μοιάσει, που μπορεί να δεχτεί την «άλλη γυναίκα» μόνο όταν εξυπηρετεί την ίδια, που αρρωστά με τα κλασσικά υστερικά συμπτώματα, καταθλίψεις, κρίσεις πανικού κτλ μόλις μάθει ότι ο γιος της γνώρισε κάποια την οποία δεν ελέγχει.

 

Αυτοί οι γονείς, μόνοι τους δεν μπορούν ούτε λεπτό να αντέξουν την ίδια τους την παρουσία, γιατί απλώνεται μια τεράστια σιωπή μεταξύ τους, μια σχέση άχαρη, επαναληπτική, ψεύτικη, αναγκαία λόγο ντροπής: για αυτό το λόγο είναι λανθασμένη η αντίληψη που έχει ειπωθεί ή έχει γραφτεί ότι το παιδί γεννιέται μέσα από την επιθυμία των γονιών: ιδού και το επτακέφαλο τέρας του θανάτου από ντροπή, που κανένας ειλικρινής άνθρωπος, ως προς την επιθυμία του και την ηθική της, δεν κινδυνεύει να πεθάνει από αυτό- από αυτή μάλλον τη «ζωή θανάτου».

 

Και η γυναίκα- θέτει το σώμα της σε καθεστώς επιθυμητού, ακριβώς όταν ντρέπεται.

ΓΙΑ ΤΗ ΦΑΝΕΛΑ.

Όλα για τη φανέλα∙ τα χρώματα, τα ίδια, το ίδιο και το στυλ, σχεδόν∙ πρέπει να πιάνει τις λεπτομέρειες το μάτι σου, σαν τις γυναίκες, για να δεις τις διαφορές, μικρές διαφορές λογότυπου. Η τάδε κοινωνική τάξη θα φοράει κόκκινη Lacoste, μια άλλη χαμηλή τάξη, οικονομικά, θα ντύνει το κορμί της με Springfield, και οι λίγοι, εξαίρετη τάξη θα φοράει Burberry, θα φοράνε Louis Vuitton για να κοιμούνται∙ υπάρχουν και άλλες τάξεις, χωρίς λογότυπο. Και υπάρχουν και αυτοί που ενώ έχουν λεφτά, αγοράζουν και φοράνε copy έχοντας το σκεπτικό πως κανένας δεν θα υποψιαστεί πως είναι μή αυθεντική η φανέλα λόγο της κοινωνικής τους θέσης: και έχουν δίκαιο. Κανείς δεν μπορεί να προσέξει τη διαφορά σε αυτούς επειδή εκείνοι που τους βλέπουν χρειάζονται να τους κοιτάζουν με αυτό τον τρόπο και να τους θέτουν σαν ιδανικό που θα προσπαθήσουν να φτάσουν: όπως ξαναγράψαμε, ο πλούσιος πληρώνει λίγα, σχεδόν πάντα οι υπόλοιποι έχουν την ανάγκη να τον κερνούν.

Και θα ακούς το βαρετό, πάντα το ίδιο, ανάλογα με την εποχή, «Θα πάμε πάνω» ή το «Θα πάμε Πλάτρες», ή, «Θα πάμε στο εξοχικό μας», Πρωταρά ή σε κάποιο χωριό που είναι της μόδας ανάλογα με την εποχή: και εκεί θα βλέπεις τις ίδιες φανέλες, από τα ίδια σχολεία της κάθε πόλης, τα ίδια κουτσομπολιά για το ποιος χώρισε και με ποιον, παλιό συμμαθητή, είναι αυτή η κοπέλα τώρα ή αυτός ό άντρας, αρχίζοντας από εκείνο το κλασσικό πλέον «Έμαθες τα νέα;»∙ και, σε βάθος χρόνου όλοι είναι συγγενείς- μια μακρινή αιμομιξία: όλοι φοράνε τις ίδιες φανέλες τελικά. Και, αν και η ζωή λαμβάνει τόπο, όχι χώρα, σε νησί, νομίζεις πως βρίσκεσαι σε μεγαλούπολη αφού κανένας δεν είναι ήρεμος να απολαμβάνει το τι προσφέρετε σε ένα νησί- για να ηρεμήσει κάποιος πρέπει να είναι μαστούρης ή αποκλεισμένος από το κοινωνικό σύνολο- και θα φοράει φανέλες λερωμένες, αμαρκέ, θα μιλάει για ένα, άλλου είδους, ιδανικό του τύπου «Δεν πάω σε αυτούς τους τόπους επειδή είναι για τους φλώρους»∙ έτσι λειτουργά η ζήλεια και η αγάπη για τη φανέλα. Και διερωτάται, κάποιος, αν πούμε, για ποιό λόγο πληρώνουν για τούτες τις φανέλες: ποιός είναι ο λόγος του κάθε χρέους αν όχι οι ταυτίσεις, οι αναγκαίες κάτω από τις περιστάσεις, επειδή δεν πράττει το υποκείμενο προς την επιθυμία του;

Ένα νησί που δημιουργεί τάφους, άτομα που δεν εκφράζονται, δεν μιλούν- που φορούν φανέλες∙ πλεγμένα όμορφα και πολύχρωμα σάβανα για νεκρούς.

НЕ ВИДИМОСТЬ: НА ФОРМИРОВАНИЕ НИ-КОГО.

То, что не может быть высказано, – Акт. Елеонский дискурс о том, что лилипутская апокалипсическая практика одобряет Акт под открытым небом от линейных свечей времени, тех, что показывают до и после, и делает себя действующим из-за Евангелия от Матвея, которому Лакан посвятил повторение его имени в его семинаре на тему Акта – который и не вспоминается, когда речь заходит о Настоящем, которое не может быть высказано, с которым аналитики не могут вспомнить, как он действовал, они не могут принять его как должное и превратить, хотя бы, в Гензеля и Грету, метафору поиска выхода – но с которым должны сочувствовать по средствам злых чар вместо Евангелия ∙ то единственное, что было направлено Матвеем на евреев, как Лакан направил свои семинары на формирование психоаналитиков, будучи в положении воздушного передатчика от литературы, которую кто-то не может прочитать, до не следующей, а противоположной, которую другой евангелист написал: и Слово, которое не просто набор букв, противопоставленное Богу, но не движение букв за его пределами∙ Елеонский дискурс возник в момент страсти – ориентация, которая может начаться в пути для двоих – текущее заведование, как оно воплощено Дискоболом, если аналитик имеет в своем распоряжении самодержавную эгиду, как Цезарь, противоречащий элементарным правилам, потому что действовал так, как будто он сам представлял императора∙ беспокойство создается в мерцании понимания неграмотной вредности, и о котором аналитик не может с уверенностью сказать, что это результат труизма при алфавитном монозамещение букв – буква представляет букву вместо другой буквы: это апраксия (бездействие) времени, в котором Акты chirokinesthesian субъектов создают притчу, будучи вне времени, даже вне пещеры, в которой кто-то может видеть только тени платоновских слов, акты, которые достойны движения только в союзе с тишиной.

 

Шестой дискурс, о том, что не есть подобие, и у него нет тела, потому что он не является визуальным явлением, хотя тело в апокалипсисе, который не является подобием и, конечно, не концом времен, и присутствует у Матвея. И если был бы анализ сна, данный Фрейдом, то он был бы в произнесении фальшивой вины, обоснованной перед взглядом того, что сон заключен в плаче сына: «Отец, разве ты не видишь, я горю» чисто визуальное явление, достойное называться взглядом: какое ошибочное соотношение аналитического желания – аналитику, Пенни Георгиу, понадобилось задать простейший из простейших вопросов и понять, что весь набор интерпретаций был, в действительности, ошибочной верой времени, пока она не спросила «Что такое желание в том Сне?» Что является желанием, если не отцовское молчание, говорящее: «Сын, Я хотел бы, чтобы ты мне сказал». Вот как кто-то пытается заметить голос желания – слава Богу, у женщины это получилось, в этот раз, добиться качества, к которому мужчины даже боятся приблизиться∙ и все же существует порог, когда дело доходит до акта – подумать о чем-то, когда аналитики осмеливаются практиковать вязание. А противоположность Меланхолии, где тело брошено, а объект остается, апофеоз случается не тень, а свет, от которого тень лишается своей темной кожи, когда тело субъекта становится дерматографической внешностью при игре барабанов по литургическому движению букв в имени Бога, и их молчаливых букв∙ и, если бы аналитики осмелились искать дьявола, чтобы доказать математику такого заявления, то это уравнение могло бы иметь вид: исихазм минус Бог – но это поле деятельности женщин, за пределами наслаждения в действительности: Словесная Вещь.

 

Как уже было сказано, и еще раз, не Сущность, а Присутствие∙ присутствие, которое рядом, Παρά, следующее и навстречу, в движении чего-то, в котором не хватает присутствия чего-то еще, для, в момент дискурса, который должен быть выявлен, субъекта, если он выбирает, становится свободным человеком, хотя и платит высокую цену за такую свободу, так как тело взято как Настоящий Оболь, дар Харон∙ это дальше, чем Сущность – это Присутствие, шестой дискурс собственных последствий, в действительности не имеет подобия, для тела, соглашающегося разрешить желание, прямой подход к выравниванию символов, которые обезбаливают легенду о водах вблизи Башни Силоам, и таким образом этот Акт проваливается∙ парализованные до выхода на бодрящие мокроты божественного слюнотечения воды: когда метрическая система основана на символах и объекте, которые теперь желанны сами собой, а тело субъекта становится носителем желания. Это открытие, достойное ответственности  Модулера – но это именно то, что  отличает аналитика, принадлежащего к той группе, которую кто-то может  назвать великими аналитиками: его человечность, антропоморфная система, должны были бы позволить ему разрубить узел и использовать как нить, an Нить Ариадны, субъект подсчитывает биение букв в мольбе, охватывающий женщину. Делайте это, не боясь женщин в роли компаньона того, кто  удивительно превзошел страх кастрации, но все еще ищет, чтобы почесать свои гениталии, не будучи в состоянии создать любой возможной алгоритм музыки, просто чтобы убедиться, что они на том, же месте, кентавр, изогнутый и сформированный гипсом мужчины и женщины. И когда кто-то собирается оценить эту геометрию, которая движется, которую кинематики обозначают как Геометрию Движения, и которую Лакан назвал Актом, чтобы просветить аналитиков, кто-то просто пришел к осознанию вопроса о том, как изложить область, покрытую плазмой, словом, которое в греческом также означает субъект – кто-то создал: красивый и ужасающий символ, сингенный (родственный) плазме, мог бы быть Протопластами, до того, как у них появились знание о половых различиях: это Асоматическая (бестелесная) функция аналитика, чтобы получить Существо, о котором он сказал, но сейчас Акт за пределами сексуального несоответствия: по-настоящему страшного зверя, Речь которого и есть Акт.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ.

Ο νόμος του Θεού είναι αλλοδαπός -είναι δαιμονισμένος, ως προς το σημαίνον, το εγγραφόμενο  στον ερασιτεχνικό λόγο του θεάτρου της Πράξης, και στο διάλογο φυσικά∙ όχι μια λέξη, αλλά μια αλήθεια για το τέλος της επιχειρησιακής αποστολής, η οποία δεν είναι ένα πράττειν: δεν είναι η δημοκρατία των γραμμάτων, αναμφισβήτητα δεν είναι ότι θα μπορούσε να γίνει αυτό, αυτή δηλαδή η δημοκρατία ∙ ο αναλυτής, δεν είναι κάποιου γένους  φασματώδους όν: με λίγη τύχη θα μπορούσαν οι αναλυτές να δώσουν το έναυσμα για τις σκέψεις τους προς τους βρώμικους κόκκους του να έχουν επίγνωση της φύσης του θέματος που έπρεπε να γνωρίζουν, η οποία δεν είναι, όχι αυτή τη φορά, το σκιάχτρο της μεταβίβασης-  δεδομένου ότι η ορθή στάση στο πόντιουμ της, από όπου η ομιλία του όντος θα διαπλέξει την εξωτερική εμφάνιση της σε πράξη σαν μια αφή χωρίς χέρι∙ αυτό είναι ότι θα μπορούσε να κάνει αυτό το πλάσμα που ονομάζεται ψυχαναλυτής σε έκ-τακτο θνητό, γιατί δρα στο λόγο του και σ’ αυτό το σώμα που δεν μπορεί να είναι βιολογία αφού διερωτάται τί πάει να πει άνθρωπος: δεν είναι μια συνηθισμένη ποιότητα των αναλυτών, και θα μπορούσε να υπάρχει μια πολύωρη ερώτηση, κάτι για να εμπλουτίσουν αυτά τα μυαλά εκτός χρόνου, με ένα ορισμένο ποσό μιας υψηλής ποιότητας ευημερίας και ανάμεσα σε εξαιρετικούς οιωνούς που, όσο και αν είναι επιθυμητό, δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται, όπως ο Adler έγραψε, ηλίθιοι από τη γέννηση∙ και, ενώ η Ουσία αυτή τη στιγμή είναι σε διαχρονικό έδαφος και σε αντίθεση του υποκειμένου που φτύνει το Γράμμα, γιατί υπομένει, όχι χωρίς πείσμα, το γεωγραφικό πλάτος του σημαίνοντος, ο νόμος καταδέχεται να του σημαινοδοτήσει την πραγματική του αξία και να κάνει ακουστική την ομιλία που εκδηλώνεται ανάμεσα στη διάρκεια της ανάλυσης, κάτι σαν φρέσκα κεφάλαια για τη νέα οικονομική τοποθέτηση ως προς την ευχαρίστηση και την επιθυμία, έτσι ώστε να γίνεται ισορροπημένο, αυτό το υποκείμενο που όχι μόνο ομιλεί αλλά Πράττει το λόγο του, στη θεσπέσια κλίμακα του Αρχαγγέλου, του τί είναι μια Αξία σύμφωνα με τη δεδομένη επιθυμία του Αναπληρωτή Όντος: γιατί, μια λέξη για να έχει μια τιμή, μια αναβράζουσα, κάπως, των ιδίων κοπριάς που μπορεί να γίνει το λίπασμα του Ψυχαναγκαστικού, μέσα ή έξω λίπασμα, για εκείνους που είναι σε θέση να δράσουν, το θέμα δεν είναι πλέον οι στίχους αλλά η συ-στοιχία∙ τον κώδικα Bushido, ένα καλό παιχνίδι λέξεων για αυτούς τους φιλόλογους, να διαβιβάζουν και να συσχετίσουν με την προ-αναφερθέντα κοπριά, ο ηρωικός κώδικας, στον οποίο υπάρχει παράλληλα  ο διαστροφικός λόγος, με τη διαφορά να παραπαίει- πράγματι γύρο από ένα συμβολικό πέος- στο ότι ο ήρωας αφιερώνει το είναι του σε μια πράξη που εξυπηρετεί μια αιτία, ένα σκοπό: αυτή δεν είναι η πράξη της επιστήμης, αλλά της Αγάπης.

 

Και, αν τα αμφιβόλου γράματτα καλοσύνης, να περιγράγρματα μιας μουσικής, μουρμουρίζουν τις σημειώσεις τους, εντός της συνόδου μεταξύ του πρώτου ανάμεσα σε ίσους, κατά μήκος των μολυσμένων υδάτων του αρχιπελάγους της επιθυμίας, σχηματίζοντας λανθασμένα μια γραμμή και όχι ένα τρίγωνο, με το οποίο οι αναλυτές θα μπορούσαν να εφαρμόσουν το Πυθαγόρειο θεώρημα, και πάλιν λανθασμένα σε σχέση με την πλαστικότητα του γράμματος και της επιθυμίας, με τη διαβόητη υποτείνουσα να ισούται με τη προσθήκη και το υψόμετρο στη δεύτερη δύναμη, μια απλή εφαρμογή ενός τύπου που δεν ισούται με την εν-λόγο-πράξη, λόγω της απουσίας της αναβίωσης της επιθυμίας∙ γιατί, αν το σημαίνον χαρακτηρίζεται από μια ορισμένη πολυσημία, π νόμος παραχωρεί τη θέση του στη κίνηση της επιθυμίας, διότι η ψυχαναλυτική πράξη παράγει το Ον που πράττει, το ΕργΟΝ, έργο αγάπης του αναλυτή για την αιτία και όχι η επιστήμη, της επιστημονικότητας του ίδιου του υποκειμένου που υπόκειται στην αλήθεια του∙ να μην αγαπούν τον αναλυόμενο, και αυτό είναι, παρά τα φαινόμενα, η ακριβής ανθρωπιστική φύση της ψυχανάλυσης , αφού είναι η προσαρμογή της ύπαρξής του ηθοποιού σε μια πειθαρχία, μια πειθαρχία υψηλότερη από ότι ο κανόνας που ορίζει μια πρακτική ή μια ιδέα. Ο νόμος, με την έννοια της κατεύθυνσης, είναι σύμφυτος με την Αγάπη προς την αρχή της ψυχανάλυσης και όχι το αντικείμενο∙ σε αυτή την ανθρώπινη αρχή του γέλιου ο ψυχαναλυτής σχηματίζει την κίνηση της επιθυμίας του για μια ψυχανάλυση την οποία ο Freud απέδωσε ως την ενεργοποιημένη πτυχή της ποιότητας της κίνησης: γιατί, ένας σχηματισμός είναι η αναγωγή της επιθυμίας στη θέση της θεωρίας των μορφών ∙ δεν είναι δύναμη ή ωμότητα για το λόγο, διότι αυτές είναι ατομικές ουσίες σε άλλη διάταξη όπου ομιλούνται με τη γνώση, αυτήν που είναι αλλοδαπός ως προς την Πράξη.

 

Δεν υπάρχει καμία προϋπάρχουσα ηθική της πράξης στο μητρώο του νόμου∙ η επιθυμία αποτελεί ένα τέτοιο μητρώο εντός μητρώα, και χρησιμοποιεί το αντικείμενο της αιτίας της, από την οποία έλαβε το αναφαίρετο δικαίωμα να τεμαχίσει το ένα, που είναι πέρα ​​από τα μητρώα: ο σαμάνος ξέρει γι ‘αυτό, όσο και αυτό που είναι αλλοδαπός σε εκείνο που είναι σωστό και προέρχεται από το χώρο της επιστημονικής λειτουργίας: ο γελωτοποιός γνωρίζει, επίσης, ότι, καθώς, δεδομένου ότι, το κοινό γέλιο είναι ένα προϊόν της περιορισμένης έννοια∙ όπου δηλαδή η μεταφορά αποτυγχάνει, υπάρχει γέλιο∙ αυτά τα νέα είναι πράγματι χαρμόσυνα, είναι ακόμα καλύτερο αυτό το οποίο γίνεται με το γέλιο∙ επειδή ο νόμος που είναι αλλοδαπός θα πρέπει να είναι έξω από αυτό που είναι ηγεμονική λειτουργία, και, σίγουρα, όχι κοντά στην κακή φήμη για το ερώτημα τί είναι η επιστήμη: η επιστήμη είναι η επιστημολογική συζήτηση που απαγορεύει ένα θέμα στο να αντανακλάται διαφορετικά, και δεν είναι θηλυκή καθόλου ως προς τούτο- σε αυτή τη νομιμοποίηση της τυραννίας η επιθυμία του νόμου είναι αλλοδαπός- είναι ξενόφερτη∙ και, λόγω της αυτονομίας της, σε συνάρτηση μεταξύ της ελευθερίας και του σχηματισμού του γράμματος σε εκείνα τα νερά που ο Ηράκλειτος ονόμασε ως πάντα να μην είναι τα ίδια, η πράξη πραγματοποιείται στην ίδια την ψυχανάλυση: η αυτοκτονία του Φοίνικα της γλώσσας και η διείσδυση της κοσμοαντίληψης των λέξεις μέσα από το όριο που εγκαταστάθηκε από τον Λακάν διαμέσου του Φρόυντ ∙ και, αν η επιστήμη έγινε λόγος του Θεού χωρίς τίμημα, ή τιμή, δηλαδή η απόλυτη φωνή αν κάποιος προσπαθήσει να τη σκεφτεί από το την μη ελενχομενη παντοδυναμία ενός άψογου λόγου, στη συνέχεια, ο νόμος αυτός δεν μπορεί να είναι επιθυμία, η οποία είναι από το a Όντας Αθόρυβο παρά το πραγματικό της Φωνής: μόνο μέσω αυτού του πραγματικού οι αναλυτές θα μπορούσαν να είχαν προσφορά -αντάξια της ιστορίας της Πράξης -ή αλλιώς, θα πρέπει να μείνουν πίσω αθόρυβα στην απραξία τους, εκείνη την Ανεργία της ανεπαρκής θέσης του ΕργΟντος σκασμένο στα ΓλωσσοΜατικά  δίχως ίχνος ανθρωπισμού: η επιθυμία δεν είναι Ξένη προς την πράξη∙ η επιθυμία είναι η αυτόγραμμα της εν λόγω επιστολής που έχει εγγραφεί.

Μετάφραση: Μαρίνα Χαραλάμπους.

On the Desire that is Agape and not Science.

 

Психоанализ бесполезен.

Его пустота будет продолжаться, человечно, как выдающийся самаритянин, то есть, будучи бесдельником в Деле, до тех пор пока будут существовать аналитики, предлагающие «предворительный сеанс». Это объясняет и бессилие практики, так как Дело ориентируется на реальность: психоаналитический акт – это как «переспать на первом свидании», не ф-акт-ический, как применяется некоторыми демагогами процесса, а если бы кто-то знал, если бы нашел причины, или объяснил, почему на это нужно время, или просто говорил, или раскрыл различные значения, которые являются злыми обещаниями на страницах благополучных справочников, в дали от аналитической этики: вот, что вызывает озабоченность – что касается хорошего значения. Тот ф-акт, что предворительные сеансы необходимы, доказывает, что психоанализ не смог стать настоящей частью социального дискурса, ориентационного движения, но смог стать, как он есть, частью терапевтического дискурса, – вот почему он бесполезен. В связи с этим многие аналитики имеют свои заманчивые фразы для первого свидания, сделали ответы более заумными и ожидают, как пророки после ф-акта, те же заранее монотонные вопросы, те вопросы, которые сами проявляются на предворительном сеансе, бесплатном и поэтому бесполезном; первоклассный флирт и подготовленные ответы, спокойствие и сострадательный голос: большое дело, особенно, если кто-то евнух. А как на счет Настоящего – вопроса, который не возникает: почему они тебя не трахают на первом свидании.

Автор: Петрос Патунас
Перевод: Регина Ибрагимова

Что такое психоанализ: вопрос о лакановском объекте.

Что такое психоанализ: вопрос о лакановском объекте.

Исследование в этой области с легкостью могло бы повторить привычный философский ответ: «Это то, что есть». Но тогда он означает аксиому, которая приравнивается к этимологии Бога, в то время, как психоанализ не относится к этой категории, и даже не является панацеей, представляя собой тираническую клятву, многообещающую излечить психологическую боль объекта с помощью специального режима работы, техник, которые не могут понять значение свободы и ответственности, и из-за которых благотворительность полна страшного пояснения. Среди музыкальности этих мыслей Лакановский психоанализ, или любой другой приличный психоанализ, в основе которого лежит эта этика, в общих чертах выражает человеческое право на «говорить», по средствам которого каждый объект призван взять на себя ответственность за собственный образ жизни и – смерти.

С момента, когда кто-то пытается, а еще хуже, отвечает с уверенностью, присущей господину, а не психоаналитику или психоанализируемому, на вопрос: «Что такое психоанализ», на типичную формулу, в которой проявляется математичность психизма и человеческой сущности «одно решение для мозгов всех», начерченная пером и линейкой слепого доверия диктатору, – тогда то, о чем он говорит, не является психоанализом, а в лучшем случае оказывается плохой психотерапией, потому что психоанализ – это «что-то», что создается, чего не существовало прежде, с каждым анализируемым в отдельности, также как и аналитик, выражающий удовлетворение от отсутствия памяти, или того, чего он не знает, может принять новое желание на уровне подсознания.

Психоанализ не может быть ничем иным как мнимое освобождения дыхания в психической движущейся геометрии, в рамках обработки данных, личностей, правды и желания, процесс которого подготавливает почву для идиоматического языка самого субъекта: поэтому психоанализ и является загадкой, – но не загадкой, которую нужно разгадать, – а загадкой, которая сформирутеся, она бес-форменная, и одновременно она рисует красоту и многостороннесть человеческой субъективности. Психоанализ начинается с раз-говаривает и двигается к молчанию: из речего места, откуда субъект черпает причину собственного существования.

Автор: Петрос Патунас
Перевод: Регина Ибрагимова

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ: ΜΙΑ ΕΡΩΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΚΑΝΙΚΟ ΣΚΟΠΟ.

H έρευνα σε αυτό το πεδίο θα μπορούσε με ευκολία να επαναλάβει την συνήθεις φιλοσοφική απάντηση “Είναι αυτό που είναι,” αλλά αυτός ο λόγος είναι ένα αξίωμα που ισούται με την ετυμολογία ενός Θεού, που η ψυχανάλυση δεν είναι, ούτε αποτελεί πανάκεια αντιπροσωπεύοντας ένα τυραννικό όρκο, πολλά υποσχόμενο, να θεραπεύσει τον ψυχικό πόνο του υποκειμένου με ένα ειδικό modus operandi, με τεχνικές, τα όπλα, δηλαδή, όσων δεν μπορούν να καταλάβουν την έννοια της ελευθερία και της ευθύνης∙ και με τους οποίους η φιλανθρωπία συλλέγει μια φοβερή επεξήγηση. Ενδιάμεσα  σε αυτές τις μουσικές νότες σκέψης, η Λακανική ψυχανάλυση, ή, η κάθε αξιοπρεπή ψυχανάλυση με πυρήνα αυτή τη ηθική δεοντολογία, σε γενικές γραμμές, αντιπροσωπεύει το ανθρώπινο δικαίωμα του «ομιλεί», μέσω του οποίου το κάθε υποκείμενο καλείται να αναλάβει την ευθύνη του να σχηματίσει το δικό του τρόπο ζωής – και θανάτου.

 

Από τη στιγμή που κάποιος προσπαθεί, ή, ακόμα χειρότερα, απαντά με βεβαιότητα που είναι ισάξια ενός αφέντη και όχι ψυχαναλυτή ή ψυχαναλυόμενου, στο ερώτημα –«Τι είναι η ψυχανάλυση»- στη τυπική φόρμουλα όπου δηλώνετε ένας μαθηματικός τύπος του ψυχισμού και της ανθρώπινης ύπαρξης «μια λύση για το μυαλό όλων», δομημένος με τη πένα και χάρακα τυφλής εμπιστοσύνης σε δικτάτορα, τότε αυτό για το οποίο απαντά δεν είναι ψυχανάλυση: στη καλύτερη δυνατή περίπτωση το θέμα είναι μια κακή ψυχοθεραπεία-γιατί, ψυχανάλυση, είναι «κάτι» που δημιουργείται, δεν προϋπάρχει, με κάθε ένα από τους αναλυόμενούς ξεχωριστά, τόσο όσο και ο αναλυτής ο οποίος εκφράζει την ικανοποίησή του για την έλλειψη μνήμης, του ότι μπορεί να μην ξέρει, ώστε να φιλοξενήσει τη νέα αυτή η επιθυμία από το υποκείμενο του ασυνειδήτου.

 

Η ψυχανάλυση δεν μπορεί να είναι παρά μια πλασματική ελευθερία αναπνοής μέσα στη ψυχική κινούμενη γεωμετρία, στο πλαίσιο της επεξεργασίας δεδομένων, προσωπικών, της αλήθειας και της επιθυμίας, η διαδικασία της οποίας πλάθει το έδαφος για τη ιδιωματική γλώσσα του υποκειμένου: γι ‘αυτό και η ψυχανάλυση είναι ένα αίνιγμα-  δεν είναι όμως ένα αίνιγμα που πρέπει να απαντηθεί, αλλά ένα που θα σχηματιστεί , είναι ά-σχημο, μεταξύ άλλων,  και που ταυτόχρονα ζωγραφίζει την ομορφιά και την πολλαπλότητα της ανθρώπινης υποκειμενικότητας.  Η Ψυχανάλυση αρχίζει με το συ-ν-ομιλεί και πορεύετε προς τη σιωπή: της τοπο-λογίας από όπου το υποκείμενο αθροίζει τον λόγο της ύπαρξης του.

 

Μετάφραση: Μαρίνα Χαραλάμπους.

What is Psychoanalysis: A Question for a Lacanian Cause.

Click to find out more.