Λ-Εγώ

Ο Πέτρος Πατούνας είναι Ψυχαναλυτής που εκπαιδεύτηκε στο Λακανικό προσανατολισμό στο Λονδίνο, στο Ηνωμένο Βασίλειο, και στο Παρίσι, στη Γαλλία. Είναι μέλος του Σχολείου του Φροϋδικού Γράμματος που εδρεύει στο Λονδίνο (The School of the Freudian Letter), όπου και ο ίδιος εξασκεί τη ψυχανάλυση, παράλληλα με τη ψυχαναλυτική πρακτική του στη Λεμεσό, στη Κύπρο. Τακτικά παρουσιάζει σεμινάρια στο Ηνωμένο Βασίλειο σε σχέση με την εκπαίδευση ψυχαναλυτών, με πιο πρόσφατες τις σειρές σεμιναρίων, «Η Ψυχαναλυτική Πράξη», και «Η Άσκησης του Ψυχαναλυτή», που παρουσιάστηκαν ή παρουσιάζονται στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.

 

Είναι συγγραφέας μυθιστορημάτων, αρκετών ψυχαναλυτικών και κοινωνικών άρθρων, μερικά από τα οποία έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες, μεταξύ αυτών, Πορτογαλικά και Ρωσικά. Πρόσφατα έχει εκδώσει το πρώτο του συλλογικό έργο για την πράξη της Ψυχανάλυσης, «The Psychoanalytic Act:  On the Formation of the No-Body», μιας συλλογής γραπτών, εκ των οποίων αρκετά, με τη μορφή διαλέξεων, παρουσιάστηκαν σε διάφορα σεμινάρια και ψυχαναλυτικές ημερίδες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το δεύτερο του βιβλίο σχετικά με την Λακανική κατεύθυνση και εξάσκηση της ψυχανάλυσης αναμένετε να κυκλοφορήσει εντός του 2015, με τον τίτλο «On the Ascesis of the Psychoanalyst», βασισμένο στην προαναφερθέντα σειρά παραδόσεων.

Περί Λακανικής Ψυχανάλυσης

Τί είναι η Ψυχανάλυση: το Αντικείμενο της Ψυχανάλυσης.

 

Η ψυχανάλυση ασχολείται και απευθύνεται στο υποκείμενο του ασυνειδήτου, το τι δηλαδή, σημαίνει το ανθρώπινο ον, ή, καλύτερα, το ομιλούν ον, αντί να αντιμετωπίσει κάποιον σαν ένα ον άρρωστο, παράλογο, τρελό επειδή παρουσιάζει συμπτώματα “ψυχολογικά” ή όχι, τα οποία είναι συμπτώματα μόνο εάν συγκριθούν με μια εικόνα του τι είναι νορμάλ. Οπότε, αντί να γίνεται μια διαδικασία απαλλαγής του συμπτώματος, η ψυχανάλυση εξερευνεί τις υποβόσκουσες αιτίες και αιτήματα αυτών των συμπτωμάτων, αυτών τον ιδιόμορφων τρόπων, μέσο των οποίων το κάθε υποκείμενο υποφέρει και απολαμβάνει- ζει. Αυτή η κίνησης προς την αιτία είναι μια προσπάθεια για συγκεκριμένη δουλειά, που αν ακολουθηθεί, η διαδικασία της ευθύνης των προσωπικών ανακαλύψεων, θα έχει σημαντικά και συγκλονίστηκα αποτελέσματα στο πώς αποφασίζει το υποκείμενο να ζήσει τι ζωή του, με την ευθύνη και το τίμημα που φέρει η πράξη προς την επιθυμία και παράλληλα προς την υπέρ-απόλαυση. Μέσα από αυτά ο κάθε αναλυόμενος καλείται να δημιουργήσει τη δική του ψυχανάλυση και τα μοναδικά σημεία αναφοράς του. Με άλλα λόγια, η ψυχανάλυση, αποτελεί ένα προσωπικό δημιούργημα που δεν υπάρχει από πριν στο μυαλό του αναλυτή αλλά ούτε και του αναλυόμενου, εφόσον αυτό που διαδραματίζεται στις συνεδρίες είναι ψυχανάλυση.

Γιατί Ψυχανάλυση;

Τί είναι η Ψυχανάλυση- τί είναι η Λακανική Ψυχανάλυση;

Η Λακανική Ψυχανάλυση ανταποκρίνεται στο ανθρώπινο μυστήριο, ένα αίνιγμα που ίσως διαφαίνεται ελειπές μέσα από ερωτήματα όπως «Τι μου συμβαίνει;» «Τι γίνεται;», ή, ακόμα, «Γιατί αυτό να συμβαίνει σε μένα;». Τι στιγμή που ο άνθρωπος κάνει το πρώτο βήμα και επικοινωνεί με τον ψυχαναλυτή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μυστήριο του αινίγματος, η απάντηση του οποίου βρίσκεται στη προσωπική εμπειρία του καθενός, αρχίζει να ξεδιαλύνεται. Η δυστυχία και ο τρόπος που ένα υποκείμενο υποφέρει δεν είναι θέματα ξεκάθαρα. Η αξιοπρέπεια, η αγάπη και η επιβίωση – όλα αυτά τα σημαντικά συστατικά του τι είναι άνθρωπος – περικλείουν σε αυτά τη δυστυχία, οπότε ο διαχωρισμός του υποκειμένου από τη δυστυχία δεν μπορεί να είναι παρά ένα θέμα πολύπλευρο και ευαίσθητο.

 

Η σημερινή κουλτούρα, στη διαρκή κίνηση και αστάθεια που βρίσκεται, παράγει απότομες και τρομαχτικές αλλαγές που επιδρούν στην ταυτότητα και στα σταθερά σημεία αναφοράς κάθε πολιτισμού. Καθώς οι παραδοσιακές πυξίδες και συντεταγμένες των ταυτίσεων χαλαρώνουν, με μερικές να εξαφανίζονται, το άγχος γίνεται απεριόριστο και το υποκείμενο υποφέρει από αυτή την ασυδοσία με τη μορφή συμπτωμάτων. Παρόλο που το «υποφέρω» μπορεί να διαφέρει στο αίτιο και το μέγεθος, το άγχος προσφέρει – με το ανάλογο τίμημα – και μια οδυνηρή σταθερότητα στο υποκείμενο που υποφέρει. Οπότε, για την ψυχανάλυση, το σύμπτωμα είναι μια προσπάθεια για λύση, και πράττει έτσι ώστε να δέσει και να σταθεροποιήσει ταυτότητα και αγωνία.

 

Επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις στην εποχή μας, έχουν μεταμορφώσει την ικανότητα μας να θεραπεύσουμε τις αδυναμίες του σώματος – ο Νους, όχι της βιολογίας αλλά του «βίαιου λόγου» που διαμορφώνει το υποκείμενο του ασυνειδήτου, έχει μείνει μετέωρος σε αυτή την εξέλιξη περιμένοντας να φτιαχτεί από το έξω – έτσι το υποκείμενο θεωρείται «άρρωστο» και «ανισόρροπο» που χρειάζεται να γίνει ισότιμο με ένα κανονικό σχέδιο, δηλαδή ένα πρότυπο συμπεριφοράς ή κουλτούρας. Η «γιατρειά», η «θεραπεία» του Νου δεν είναι μια διαδικασία ή ένα «φάρμακο», ούτε μια τεχνική που μπορεί να δοθεί ή να χορηγηθεί στο υποκείμενο από κάποιον άλλο – δεν εμπίπτει στη φόρμουλα του γιατρού, ή του μάγου, ή του θεραπευτή, που θα δώσει την κατάλληλη θεραπεία την οποία δεν γνωρίζουμε.

 

Ο ψυχαναλυτής, αντιθέτως από ένα γιατρό, δεν υπόσχεται θεραπεία, ούτε θαυματουργική μεταμόρφωση του πόνου σε ευτυχία, και παρόλο που η κλινική εμπειρία δείχνει ότι η ψυχανάλυση έχει θεραπευτικά αποτελέσματα, η διαδικασία δεν μπορεί να στοχεύσει σε αυτά χωρίς να ενδυναμωθεί το σύμπτωμα: ούτε τα αποτελέσματα μπορούν να προβλεφθούν, σε σειρά ή κατεύθυνση. Επίσης, ο ψυχαναλυτής, για να «θεραπεύσει» το υποκείμενο που υποφέρει, πρέπει να ζητήσει από το ίδιο το υποκείμενο να περάσει πέραν της ευχαρίστησης της άγνοιας του, και να ξεκινήσει ένα έργο φιλίας με τη δική του γνώση. Αυτή η γνώση δεν είναι ένα πράγμα απλό – το υποκείμενο δεν γνωρίζει ότι γνωρίζει – ίσως την ώρα που θα απευθυνθεί σε ένα ψυχαναλυτή να έχει μια ιδέα ότι το σύμπτωμα της/του είναι σημείο για «κάτι» χωρίς να γνωρίζει όμως τι. Για να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτό, όχι μυστικό αλλά μυστήριο, το υποκείμενο μιλάει – άρα η ψυχανάλυση γίνεται μέσω ομιλίας κατά βάση, μια πορεία από την ομιλία στη σιωπή: διαφορετική από εκείνη του συμπτώματος.

Ζακ Λακάν και Ψυχανάλυση

Η Λακανική Ψυχανάλυση και η επιστροφή στο Φρόυντ.

Είναι μετρημένοι οι ψυχαναλυτές που άγγιξαν το ύψος της διαύγειας του Φρόυντ, και ένας από αυτούς ήταν και ο Λακάν που πρόσφερε σημαντικότατες ανακαλύψεις, και μοναδικές, στο πεδίο της σεξουαλικής διαφοράς, και έδωσε νέες πτυχές στο περιβόητο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Ο Λακάν, ερευνούσε με πάθος  και προσοχή διάφορα θέματα και πάντα η δουλειά του στηριζόταν σε πραγματικά παραδείγματα, και μέσω αυτών ανάπτυξε την θεωρεία του. Στην εργασία του, γραπτή και προφορική, αναφέρονται οι «μυστικοί» και πολύπλευροι τρόποι του ασυνειδήτου στηριζόμενοι από την κλινική πρακτική του. Ανάμεσα στα έργα συνεισφοράς του, πολλά εκ των οποίων δημιούργησαν αντιδράσεις, αλλά και αξιοποιήθηκαν από άλλους τομείς εκτός ψυχανάλυσης, είναι η Οπτική Απόλαυση στις κινηματογραφικές σπουδές. Επίσης, αρκετοί διανοούμενοι και πολιτικοί φιλόσοφοι έχουν σαν βάση της ανάλυσης των θεμάτων τους τις θεωρίες του Λακάν, βέβαια με ένα τρόπο διαφορετικό από εκείνο της κλινικής εμπειρίας.

 

Ο Λακάν έδωσε νέα πνοή στον Φρόυντ, αναφέροντας ότι η ψυχανάλυση είναι η επιστήμη του πώς ένα υποκείμενο, ένας άνθρωπος, δημιουργείται μέσα από την κοινωνικότητα και την επίδραση του λόγου.

 

Η Λακανική Ψυχανάλυση διαφέρει από την κλασσική ψυχανάλυση του Φρόυντ, και βέβαια από το τι θεωρούν ως ψυχανάλυση άλλες ιδεολογικές κατευθύνσεις. Ο Λακάν ανέφερε ότι σε κάποιο στάδιο της ζωής τους, εκείνο που ονόμασε Στάδιο του Καθρέφτη, τα άτομα γίνονται «σε κομμάτια» σε σχέση με το σώμα τους και με τον Άλλο. Σε αυτό το στάδιο, βρίσκεται η «στιγμή» που το βρέφος κοιτάζει – και κοιτάζεται – στο καθρέφτη και αναγνωρίζει το Είδωλο σαν εαυτό. Όμως το είδωλο είναι ξεχωριστό και ξέ-χώρο, αλλά διαμέσου αυτής της άχρονης στιγμής γίνεται το ιδανικό του υποκειμένου, και δημιουργεί μια σχέση δυναμική με την εικόνα του και τον Άλλο: πλάθεται, δηλαδή, ένα σχίσμα, με το υποκείμενο να προσπαθεί να φτάσει την τελειότητα που φαντασιώθηκε μέσα από τον καθρέφτη.

 

Μια άλλη διαφορά βρίσκεται στην ετυμολογία του ασυνείδητου. Ο Φρόυντ ανέφερε ότι το ασυνείδητο είναι η αληθινή ταυτότητα του ανθρώπου που βρίσκεται βαθιά μέσα του, πέραν, δηλαδή, του συνειδητού. Με βάση τον Λακάν, το ασυνείδητο δημιουργείται διαφορετικά από την εξέλιξη του ατόμου, σαν αποτέλεσμα της γλώσσας και των διαπροσωπικών του σχέσεων. Η σεξουαλική επιθυμία, εν συνεχεία, δεν είναι η βάση όλων των επιθυμιών. Ο Λακάν επικεντρώθηκε στον «τεμαχισμό» του ψυχισμού σε εαυτό και Άλλο, ένα Άλλο που υπάρχει έξω από τον εαυτό. Οι ψυχαναλυτές στην Αμερική δουλεύουν με βασική ιδέα, ότι το Εγώ, μια συνειδητή επίγνωση του εαυτού, είναι σημαντική στη διαμόρφωση της προσωπικότητας. Ο Λακάν θεωρεί τον εαυτό διαφορετικό από το υποκείμενο του ασυνειδήτου. Ο εαυτός είναι η ιδεώδες εικόνα που κάποιος βλέπει, όταν σκέφτεται το πώς θα ήθελε να ήταν σε σχέση με τον άλλο κόσμο.

Περί Συμπτώματος

Τραύμα, Άγχος, Κρίσεις Πανικού, Κατάθλιψη/Χάσιμο Κίνητρου για ζωή, Θέματα με τη Σεξουαλικότητα, Δυσκολίες στη δουλειά ή στις σχέσεις, Εμμονές, Σύγχυση, Απροσανατόλιστος, Αυτοκαταστροφή, Εθισμοί, Μεγάλα ερωτήματα όπως «Τί σημαίνει να είσαι άντρας ή γυναίκα,» «Πώς είναι να έχεις ένα παιδί,» «ή πως είναι όταν χάνεις κάποιο κοντινό και αγαπημένο» – ανθρώπινες ερωτήσεις που χρειάζονται προσωπική ανταπόκριση και εγράφη.

Περί Ψυχαναλυτικής Συνεδρίας

Η ψυχαναλυτική συνεδρία είναι ένας χώρος, όπου είναι δυνατό το υποκείμενο να μιλήσει για το τι τον/την προβληματίζει με ένα Άλλο, και αυτό μπορεί να γίνει σε επανάληψη όπου η υπεραξία αυτών των λέξεων να χαθεί. Με την προσφορά της συνεδρίας, ο ψυχαναλυτής προσφέρεται να ακούσει τον αναλυόμενο, και επιτρέπει σε εκείνον που μιλά να ακουστεί – ο κανόνας της ψυχανάλυσης είναι ο ελεύθερος συνειρμός. Το υποκείμενο καλείται να μιλήσει για ό,τι περνά από το μυαλό του, ανεξαρτήτως αν είναι άσχετο, άρρωστο, τρελό, ανόητο. Με αυτόν τον τρόπο, αυτόν τον απλό κανόνα, ξεπερνάει το κοινωνικό όριο του να δίνει νοήμα σε ότι λέει. Αυτά δεν είναι όλα, μα είναι μια αρχή.

Με Εικόνες

Από τη διάλεξη στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, 5 Ιουλίου, 2014: Η Ρηματοποίηση του Ασυνείδητου Υποκειμένου.

ψυχαναλυτής, ψυχαναλυση, λακανικός, λακανική, πετρος πατουνας,

University of London Petros Patounas Psychoanalyst London Lacanian ψυχαναλυτης

University of London Petros Patounas Psychoanalyst London Lacanian psychoanalysis

University of London Petros Patounas Psychoanalyst London Lacanian

ΠΑΣΧΑΛΙΝΗ ΑΝΑΦΩΝΗΣΗ

Οι γιορτές του έφερναν μελαγχολία∙ η εξήγηση που πήρε από το θεραπευτή του ήταν μια από το ράφι, έτοιμη από πριν, κτισμένη και καλοψημένη κατευθείαν από τον αρωματισμένο φούρνο «επιστημονικών διαδικασιών» που αφαιρούν τη πραγματική εμπειρία του ατόμου, απάντηση φτιαγμένη να απαντά σε ερωτήματα κοινά και κλωνοποίημενα, αιτήματα φαντασιακά και καθαρά καπιταλιστικά: «Επειδή όταν ήσουν μικρός στις γιορτές συνέβαιναν λυπηρά περιστατικά». Αυτή την επεξήγηση την είχε δώσει και σε πολλούς άλλους, ο ίδιος θεραπευτής, και γράφω θεραπευτής αφού σε αυτές τις συνεδρίες ο νέος ήταν ένας άρρωστος που έπρεπε να γίνει καλά, και έπρεπε να χαίρεται σε όλες τις γιορτές, να κάθεται στον καναπέ με την οικογένεια του όταν σχολάσει, σε εκείνο τον άσπρο καναπέ που δείχνουν οι Αμερικάνικες διαφημίσεις, με τα παιδιά, χαρούμενα, την σύζυγο ντυμένη και αυτή με τα άσπρα της, σε ένα τέλειο σπίτι, να χαριεντίζονται, ακριβώς όπως προστάζει εκείνο το αιμοβόρο στόμα του φιλελεύθερου καπιταλισμού και του καταναλωτισμού- εκείνη η θεωρεία που στέκεται σαν σαρκοβόρος εκπρόσωπος του Φροϋδικού Υπερεγώ, που λαθεμένα κατά τον Λακάν, πιστεύεται ότι φέρνει τα όρια στο ψυχισμό, αλλά αντιθέτως, προστάζει το υποκείμενο προς την υπερ- απόλαυση, να σπάσει το στομάχι και το στόμα του από τη απόλαυση, πάντα εις βάρος της επιθυμίας του∙ τα αντικείμενα αυτής της ροπής, καλύτερα να γράψω ριπής, προς σε αυτές τις απολαύσεις είναι πολλά και σε πληθώρα μορφών και αμορφιών, υλικά και άμορφα, και αποπροσανατολίσουν το άτομο ως προς την επιθυμία.

 

Και η φωνή του Πάσχα, του μιλούσε- μιλούσε στην εξάρτηση του, αυτήν που είχε με την σχεδόν σεξουαλική ηδονή του θανάτου: χαιρόταν στο βάθος της ψυχής του, το απολαύανε∙ το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία, όποτε μιλούσε για την αγάπη του Θεού, παλλόταν στην Αποκάλυψη και μόνο, στις τιμωρίες, την κόλαση- η αγάπη καθόλου στο λόγο του, και δεν έχανε την ευκαιρία να σημειώσει τον λόγο του συνομιλητή του με μια μελλοντική τιμωρία και βασανιστήριο, λες και η ζωή δεν έχει αρκετά και παρόντα, λες και δεν είναι το δυσκολότερο κατόρθωμα για ένα υποκείμενο να αναπνεύσει, να βρει, δηλαδή, πέραν από την άρθρωση της επιθυμίας και της πράξης προς αυτή τη κατεύθυνση, το χώρο από όπου Πνέει ο Λόγος του, από το Language στο Lung-uage. Ήταν εδώ που ο θεραπευτής, πιασμένος χέρια πόδια ο ίδιος στα δικά του σημαίνοντα, ένιωθε ότι έπρεπε να γιατρέψει αυτό το άτομο και δεν «άκουγε» πως, ενώ παραπονιόταν, απολαύανε τη μιζέρια, να την προκαλεί σε άλλους, ακόμα και στον θεραπευτή∙ άκουγε και αυτός την βάναυση φωνή, και την άκουγε με «λάθος τρόπους» ως προς το πως «παρακούει» ο ψυχαναλυτής, μα, πώς θα μπορούσε να παραλάβει διαφορετικά αυτούς τους ήχους, αφού ο ίδιος δεν άκουσε ποτέ την εισπνοή της ζωής, της δικής του, την παγκόσμια φωνή της ζωής: αυτή είναι η φωνή του Πάσχα, η φωνή της Ανάστασης:  γιατί, η κατεύθυνση είναι η ζωή, το Πραγματικό, έστω και μέσα από το «Θάνατο»: και ίσως μόνο διαμέσου του θανάτου μπορεί να ακούσει κάποιος την Αναπνοή του: αυτό είναι και το Έργον: από το Unheimliche προς τη Ζωή.

Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ο ήχος- μάλλον εκείνη η ακαταλαβίστικη, η, ούτε κραυγή και μήτε φωνή, αρχίζει από το πρωί, μόλις ανοίξει τα μάτια του το αγόρι· ξεκινά με ένα φώνημα επί της φωνής σε σχηματισμό κλάσματος σαν μαθηματική πράξη, δίχως νόημα, μα, ανάμεσα στα κράματα των γραμμάτων της βαρβαρότητας και του πεσιμισμού του, σηματοδοτείται ένα φανταχτερό ρίγος πάνω στο σώμα του νεαρού· και, μετά, ο ήχος χάνετε, πάει να μοιάσει με φωνή, χάνεται και αυτή και ο πόνος στο στήθος που τον στοίχειωνε όταν το σημαίνον μετατρέπεται σε αφόρητο άγχος, και, που ο οργανισμός, σχεδόν, δεν μπορεί να αντέξει· εκείνος φοβάται να σηκωθεί από το κρεβάτι, φοβάται να πάει στη δουλειά, φοβάται να αγαπήσει, να αγαπηθεί- σκέφτεται συνέχεια το θάνατο, ζει το θάνατο: η μέρα έχει τεραστίων διαστάσεων ώρες και η φαντασιακή γεωγραφία του χρόνου τον πνίγει, κάθε μια ώρα με τα λεπτά της να γίνονται βαριές αναπνοές, τα δευτερόλεπτα βαρετοί κτύποι που δίνουν ρυθμό στην ταχυκαρδία εκείνου του μεγαλοσώμου άγχους, πολύ πιο μεγάλου από το κορμί του, αυτό που ο Φρόυντ αποκάλεσε Angst, η αφανήση του υποκειμένου.

 

Και με τον τρόπο του, χρόνια ανάλυσης, ο ήχος του θανάτου έγινε η βάση για κάτι άλλο, η φωνή της ζωής, όπως το ονόμασε μια φορά, βαφτίζοντας έτσι με νέο σημαίνον το τραύμα του που, τώρα, είναι η κατευθυντήριος αναπνοή στη ζωή του: δύσκολο ερώτημα το «Τί είναι ένας άνθρωπος», και ακόμα πιο δύσκολο «Το πώς αναπνέει αυτό το ζώο μου μιλά και δεν ξέρει τι λέει».

ΤΟ ΑΡΩΜΑ

Του έφερνε αρώματα από τα επαγγελματικά της ταξίδια∙ θα έλεγε κάποιος ότι δεν είχε χρόνο να ψωνίσει στο σύντροφο της, ή, ότι ήταν από αυτές τις γυναίκες που δεν ξέρουν τι ακριβώς θέλει ο άντρας τους: που, και αυτό, το τι είναι άντρας, ή, ακόμα, τι είναι μια γυναίκα, είναι ερώτηση πέραν της βιολογίας του σώματος.

 

Εκείνος, φορούσε τα αρώματα του- δεν κατάφερνε ποτέ να τελειώσει τα περίτεχνα και σκαλιστά πολλές φορές μπουκαλάκια και έμεναν όλα στη μέση, με άλλα να προσθέτονται, τα παλιά να καταλαμβάνουν χώρο κάπου, σε κάποιο ερμάρι στο υπνοδωμάτιο και να χάνουν την αξία τους, αλλά όχι τη χρήση τους∙ να αγοράζει τελικά ειδικό χώρο για τα τρόπαια της θλίψης του, να προσπαθεί να τα εξυψώσει σε αξιωματική θέση ώστε να μετουσιωθούν σε ιδανικά και, σιγά σιγά, να μυρίζει το σώμα του όλο και παραπάνω το μαύρο χρώμα της μελαγχολίας: το άρωμα δεν μπορούσε να καλύψει τη ματιά και τη δομή του λόγου του∙  ανάφερε όνειρα- σε πολλά από αυτά ήταν καλυμμένος με σκατά: υπάρχουν πολλοί τρόποι για να μετατρέψει ο ψυχαναγκαστικός τον εαυτό του σε σκατά, κυριολεκτικοί και μεταφορικοί, και να ερωτοτροπήσει με το αντικείμενο της ορμής του: το σκατό.

 

Αλήθεια, ήξερε ακριβώς αυτή η γυναίκα το τι χρειαζόταν η σχέση τους: ένα καλό άρωμα, για να απλωθεί η μυρωδιά του πάνω από ότι ακριβώς βρωμούσε.

ΤΟ ΧΕΡΙ

Πανικοβαλλόταν∙ όταν οδηγούσε, όταν βρισκόταν ανάμεσα σε κόσμο, όταν πήγαινε για ποτό, όταν θα πήγαινε για καφέ με γνωστούς, με τη γυναίκα του- και ακόμα, το περίεργο για εκείνον, όταν θα διασταύρωνε το δρόμο: έλειπε εκείνο το χέρι που σε κρατά, να σε προστατέψει, αλλά, που όταν η παρουσία του γίνεται υπερπαρουσίαστική, για να εξυπηρετήσει περισσότερο εκείνο το υποκείμενο που θέλει να προστατεύει αντί εκείνον που θεωρητικά φοβάται, τότε το άτομο αρχίζει και χρειάζεται εκείνο το χέρι.

 

Με το ρολόι να τον καθοδήγα στο πού και πότε∙ να ξεφεύγει από την επιθυμία του με το πίνει αμέτρητους καφέδες με φίλους του∙ και να θαυμάζει κρυφά «παράνομους» ως προς το ότι είναι ελεύθεροι και δεν καθοδηγούνται από εκείνο το «Άλλο χέρι» του πρέποντα λόγου, του ειδώλου∙ και, με γνώμονα το «Έτσι είναι η ζωή, δεν κάνουμε πάντα εκείνο που θέλουμε», ενώ στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κανένα θέμα στο «πάντα εκείνο που θέλουμε» μα στο ότι δεν έκανε ποτέ κάτι, τουλάχιστον μια φορά, που ήθελε: έπινε καφέδες και έβλεπε τη ζωή να περνά από τα χέρια του, που δεν είχαν καμιά χρήση εκτός από το να κρατά τον Άλλον… και τον καφέ… και το ρολόι…

 

Τυπικότατα- με λαθεμένη πίστη στο τί είναι μια ψυχανάλυση, ρωτά: «Και τι θα γίνει αν μιλήσω και καταλάβω τα «γιατί» μου- τι θα γίνει;» Το ερώτημα, σε αυτού του επιπέδου σκέψεις, δεν είναι το τι θα γίνει, αλλά το τι θα κάνεις: χωρίς εκείνο το χέρι…

ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΑ ΣΤΟ ΤΖΙΧΑΤΙΣΤΗ: Η ΣΚΗΝΗ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Το φαινόμενο του «Ισλαμικού Κράτους» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απλά σαν ακόμα ένα κίνημα φανατικών ισλαμιστών και μόνο, ταυτοποίηση και ονοματοποιία που αρέσκεται στο να προσφέρει αυθαίρετα ο φιλελεύθερος καπιταλιστικός λόγος, σε οποιασδήποτε μορφής κινήματα που αντιπαραθέτουν τα φαντασμαγορικά, και, όχι πιο λίγο βίαια, σημαίνοντα και σημαινόμενα του, όπως: «ελευθερία», «δικαιοσύνη», «δημοκρατία», «ευτυχία», «ευημερία», ενώ είναι το ίδιο, αυτό το σύστημα, υποστηριζόμενο από τις παραδοσιακά πλουτοκρατικές χώρες των τελευταίων δεκαετιών, που έχει σχηματίσει ιούς, αντιδράσεις στην ίδια του τη τραγικότητα με τη μορφή παραγωγής φανατικών, γιατί, χωρίς αυτό το «μαύρο» κομμάτι του συστήματος, δεν μπορούν να σταθούν οι προηγούμενες σημασίες∙ χρειάζεται, δηλαδή, αυτό το, πλέον παγκόσμιο, σύστημα όπου ο «καλός» και ο «δημοκράτης», ο «ελευθερωτής» των λαών να μάχεται ενάντια στον τρομοκράτη, το φανατικό, τον καταπατητή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων- και, σε τελική ανάλυση, οι δύο δεν διαφέρουν και πολύ μεταξύ του: ο ένας είδωλο του άλλου, τόσο αναγκαίος ο ένας στον άλλο σε σημείο ερωτικής αγάπης που δεν εκτονώνεται διαμέσου του ευγενικού δανεισμού του σώματος, αλλά, διαμέσου του διαμελισμού του, απλά για να αναπλαστεί ακόμη πιο βίαιος, μοντέλο σε καινούργια έκδοση: αυτό είναι και το περιβόητο DNA του σημαίνοντος.

 

Έτσι λειτουργεί το Σύμπτωμα, λογής και παραλλαγής συμπτώματα που καταλήγουν στο «Εγώ είμαι το συμπτωμα- εγώ ο ίδιος φέρω ευθύνη για την επιθυμία μου και όχι ο Άλλος»∙ όπως άρχισα να γράφω, δεν είναι απλά ένα καινούργιο μοντέλο, του ιδίου συμπτώματος, μιας γενεάς δηλαδή να διαδέχεται την άλλη όπως το ίδιο μοντέλο γυναίκας, για παράδειγμα, που ονοματίζεται στις οικογενειακές ιστορίες με το ίδιο όνομα, εκείνες που οι γονείς λεν χωρίς να το καταλάβουν- τέλος πάντων: υπήρξε μια μετάλλαξη στις θέσεις των Τζιχατιστών, για αρκετούς λόγους, μα να παραθέσουμε δύο βασικούς: πρώτον, να πούμε ότι δεν αντιπροσωπεύουν το Ισλάμ και τις αρχές του, όπως αυτές κατευθύνουν εκατομμύρια πιστούς σε ολόκληρο τον κόσμο∙ και, δεύτερον, και ίσως ο κυριότερος λόγος θα μπορούσαμε να πούμε, η ψυχική τοπολογία τους βασίζεται σε διαφορετική δομή σε σχέση με τον Άλλον: δηλαδή, ο αντιπρόσωπος του Θεού χειρίζεται το σώμα, το δικό του και του άπιστου με διαφορετικό τρόπο∙ και, ενώ είχαμε τα «ιδανικά» χρόνια, ακόμα όταν ο Αραφάτ ήταν νέος, με αεροπειρατείες, που στο τέλος οι όμηροι απελευθερώνονταν, ακραίες, με άλλα λόγια, ενδείξεις διαμαρτυρίας όπου το σώμα του Άλλου ήταν δέσμιο μιας αντίδραση σχεδόν δίχως αίμα, προχώρησε το φαινόμενο σε πιο βίαιες μορφές, όπως την Αλ Γκάιντα και τώρα στους Τζιχατιστές του ισλαμικού κράτους: από την ένδειξη διαμαρτυρίας με τόνους ιδανικών και σε αντίθεση προς τον καταναλωτισμό, που δράκωσε όταν έμενε μόνος σαν η αλάδωτη ιδεολογία του πλανήτη, σάρκωνε παράλληλα όλο και περισσότερο και το ακραίο Ισλάμ: από τη δεκαετία του εβδομήντα και μετά, στον μάρτυρα και την «ιερότητα» της αυτοθυσίας για τον Πατέρα όπου το σώμα του γιού διαμελίζεται για την «θεία επί-κοινωνία» με τον Θεό που, το ιδανικό, έστω και βίαιο, ήταν να πεθάνει ο ίδιος ανάμεσα σε άπιστους.

 

Η αλλαγή αυτή, του φανατισμού, περνά από την παρανοϊκή δομή με μαζοχιστικά στοιχεία, όπου δηλαδή ο Άλλος έχει, ας το απλοποιήσουμε, καταδιωκτικό χαρακτήρα, ακόμα και ως προς το σώμα του μάρτυρα∙ και κατευθύνεται προς την διαστροφική και σαδιστική δομή, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, πάντα ως προς το σώμα του Άλλου, μια ασυνείδητης λειτουργίας που σε αυτή τη περίπτωση είναι ενσωματωμένος, έχει σάρκα και οστά, μα, προπαντός, διαφορετικό μυαλό και τρόπο σκέψης,  και αποκεφαλίζεται∙ ο αποκεφαλισμός ως πρακτική δεν σκοπεύει μόνο στο να φοβίζει αλλά έχει και το συμβολικό χαρακτήρα του αλλάξτε κεφάλια ή μυαλά- θέλουν ένα σώμα, δηλαδή, ένα κορμί, χωρίς να σκέφτεται, καθαρά υποταγμένο στην δική τους ερμηνεία ως προς το ποια είναι η σωστή στάση προς το θείο∙  και γράφω «στάση» γιατί διαφέρει από τη «κίνηση προς» το θείο με την οποία σημαδεύεται ένας θρησκευτικός τρόπος ζωής, και όχι μια ακίνητη εικόνα που είναι παρούσα είτε στην παράνοια και σε περισσότερο βαθμό στη διαστροφική δομή, εκείνο που ο Φρόυντ θα αποκαλέσει Eine Andere Schauplatz, η άλλη Σκηνή, και αργότερα ο Λακάν θα το αναπτύξει ως ο Άλλος: σε αυτά υπάρχει μια διαφορά, κύρια, κυριότατη, για να κατανοήσουμε την αύξηση της βία στις πράξεις των φανατικών: δηλαδή, η σκηνή για το «παραδοσιακό» μάρτυρα, για παράδειγμα, των προηγουμένων χρόνων ή δεκαετιών, χωρίς αυτή να θεωρείται ιδανική κατάσταση, ήταν επικεντρωμένη στο πως θα υπηρετήσει το έργο του θεού μέσω του δικού του θανάτου, και του τι θα πάρει ο ίδιος∙ οι παραδείσιες ανταμοιβές ήταν αυτές που έθεταν τη σκηνή σε Άλλο επίπεδο, στον άλλο Κόσμο: ήταν μια ειρωνική ιδέα πιο κοντά στον καταναλωτισμό- η μεγάλη διαφορά όμως βρίσκεται στο χρόνο που εξελίσσεται η σκηνή: ο μάρτυρας σε λίγα δευτερόλεπτα ανοίγει την πόρτα της διαπραγματευτικής οδού με το Θεό, ενώ ο Τζιχατιστής παραμένει ζωντανός για να φέρει το Θεό στο κόσμο∙ από το κοσμικό, σχεδόν ουράνιο υπόβαθρο, η σκηνή μεταφέρεται εξελίσσεται στη γη, και μπορούμε να σκεφτούμε το ρόλο του σώματος και τη χρήση του σε αυτό το δραματικό υπόβαθρο, αν αυτή είναι η ιδεολογία και παράσταση του Τζιχατισμού.

 

Λένε, ανακηρύσσουν, «Δεν είμαστε εδώ για υποτάξουμε αλλά για να ελευθερώσουμε», μια πρόταση καθόλου δομημένη στη λογική του «απλά λόγια» αφού υπάρχει το πέρασμα προς τη πράξη, μα, ούτε και του καθαρού νοήματος, και που χρησιμοποιείται από τους χειραγωγούς, τόσο τους Τζιχατιστές όσο και τις Δυτικές υπερδυνάμεις με διαστροφική ευχέρεια: ιδού η διαστροφική απόλαυση της από-υποκειμενοποίησης του ανθρώπου και του καταντήματος του σε αντικείμενο, είτε αυτό υπηρετεί την απόλαυση του Θεού εξυψωμένου στη τυραννική θέση του ενσωματωμένου νόμου, ή, του υπερ-εγωικού καταναλωτισμού που προστάζει το υποκείμενο, που είναι πλέον αντικείμενο σε αυτό το σύστημα, να μην απολαμβάνει το τι καταναλώνει, αλλά να απολαμβάνει το ότι καταναλώνει∙ και στις δύο αυτές διαστροφικές φόρμουλες, θα έλεγα, και λέγω κατά την ακρίβεια, διαλύεται η διαφορετικότητα και η ελευθερία αφού λειτούργει το ιδανικό της κλωνοποίησης, αν θέλετε μιας ποιητικής συνταγής που παράγει κλώνους, τους ίδιους και απαράλλακτους∙ υπάρχει πίστη στο Ίδιο, στην ολότητα και ενότητα του νόμου που σε κανένα σημείο δεν είναι ελλιπές, και, έτσι, δεν μπορεί να χαράξει δρόμο κενού προς την επιθυμία, η οποία χρειάζεται χώρο: αυτή είναι και η μόνη εναπομείναντα επιλογή, τότε, και εννοώ τη ναρκισσιστική επένδυση στον καθρέφτη, φαντασιακή και βίαιη, που δεν μπορεί να ανεχτεί το διαφορετικό∙ επίσης, το  «Είμαστε εδώ», χωρίς να ονομάζεται ο τόπος, αλλά και αναλύοντας το γνωμικό στο περιεχόμενο της φιλοσοφίας και πράξης της οργάνωσης, μας παραπέμπει στο «Είμαστε σε αυτό τον κόσμο, εμείς του άλλου κόσμου»: η ικανότητα της διαστροφής να φέρνει τη Σκηνή μέσω της ενσωμάτωσης της λειτουργίας του Άλλου στον κόσμο, είναι η δύναμη της τζιχατιστικής ιδεολογίας, αφού εκείνος που θα υποφέρει και θα κουβαλήσει το ηθικό και πραγματικό βίαιο βάρος αυτής της σκηνής επί του κόσμου, είναι το άλλο άτομο.

 

Το όνομα του ισλαμικού κράτους και των οργανώσεων που το συγκροτούν δένεται με ένα πολύ εύθραυστο και πολυσημικό όνομα, που δεν έχει τη λειτουργία, έστω γλωσσολογική ή φιλοσοφική του Proper Name αυτού κάθε αυτού∙ το  proper name είναι μια λέξη, έγραψε ο άγγλος φιλόσοφος John Stuart Mill, που απαντάει στο σκοπό του να δείξει και να κατανοηθεί η ερώτηση «Για πιο πράγμα μιλάμε ή περιγράφουμε»∙ με απλά λόγια, είναι κάτι το σταθερό: στα αραβικά, τουλάχιστον φωνητικά, το άκουσμα της ηχολαλίας των συλλαβών που σχηματίζουν το «Ισλαμικό Κράτος» παραπέμπει στον ήχο του Αλλάχ, της λέξης Θεός, μια έννοιας φυσικά πολυπλοκότατης και που σημαδεύεται μέχρι τώρα στην ιστορία του ανθρώπου από την παρερμηνεία- μιας παρερμηνείας που δεν υπάρχει όμως κατά τον Τζιχατιστή αφού εκείνος που παρερμηνεύει είναι ο Άλλος∙ απλά, να γράψουμε, γιατί θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε σελίδες και σελίδες πάνω σε αυτό το θέμα, ότι πρόκειται για ένα «κράτος» που έχει στο όνομα του το «Θεό» αλλά πράττει τις βιαιότητες που πράττει, και που έχει σαν κύριο γνωμικό το «Μένουμε και επεκτεινόμαστε» όπως ακριβώς λειτουργεί και μια ανίατη αρρώστια ή μερικές ομάδες όγκων: ο ιδανικός Τζιχατιστής είναι η προσωποποίηση και ενσωμάτωση του Todestrieb, της Ορμής του θανάτου που ανάφερε ο Φρόυντ, μιας ορμής, και δεν εννοώ κανένα γενετήσιο ένστικτο εδώ, που είναι αδάμαστη και απολαμβάνει το υπέρμετρο: και ακριβώς μπορεί και απολαμβάνει αυτή τη βιαιότητα του υπέρμετρου επειδή το τίμημα πληρώνεται από κάποιον άλλο.

ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΑΥΝΑΝΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΣΩΜΑ

Αγαπητέ φίλε: γράφω, όπως είπα, ξανά για το θέμα, για εκείνον και εκείνους- ζήτησες να ακούσεις περισσότερα:

 

Ο καλός θείος, ο θείος ο βλάκας, ο θείος ο τεμπέλης, που μόνο αυτός έπαιζε με το παιδί, γιατί οι γονείς του ήταν ασχολημένοι με τις εικόνες και τα είδωλα, το πώς να παρουσιάζονται στο κόσμο, στα οικογενειακά τραπέζια, στους φίλους- μόνο εκείνος γινόταν «παιδί» και του έδινε χρόνο, να γελάσει μαζί του, να τρέξει, να του πει «Είμαι πιο γρήγορος από εσένα»∙ έδινε στο παιδί ότι χρειαζόταν, το βλέμμα, το χρόνο, την ομιλία, την τροφή που χρειαζόταν για να μεγαλώσει, όχι σαν ανεπώαστος οργανισμός μα σαν άνθρωπος, και, στους γονείς, το ίδιο δοτικός- αφού ήταν ο  βλάκας της οικογένειας, ο αποτυχημένος που, άμα τον σύγκρινες με αυτούς τους επιτυχημένους, που είχαν τις καλές κυβερνητικές δουλειές, που πήγαιναν ταξίδια κάθε χρόνο, ναι, ήταν ο αποτυχημένος: έτσι αναλώνονται τα παιδία των δεμένων οικογενειών ακόμα και όταν γίνουν οι ίδιοι γονείς, σε κόντρες μεταξύ τους και στραβώνονται μπροστά στο δυνητικό φως της απόλαυση των «κακών ανθρώπων», και αυτό σε εισαγωγικά∙ έτσι δούλευε, μεθοδικά, ο παιδόφιλος και ας τον κατηγορούσαν ότι δεν δουλεύει και πως έπαιρνε επιδόματα για να ζήσει∙ και ποιά η δουλειά του δηλαδή: κατά την ακρίβεια, δεν δίνει αυτό που ασυνείδητα χρειάζεται το παιδί, αλλά, περισσότερο, αυτό που θέλουν οι γονείς: και σε αυτή τη περίπτωση, οι γονείς του αγοριού χρειαζόντουσαν την «έπαρση» παρόλο που θα μπορούσες να τους χαρακτηρίσεις σωστούς και ταπεινούς- δεν ήταν∙ και, γι’ αυτό, ξεγελαστήκαν από τον «ηλίθιο», τον «άχρηστο» της οικογενείας∙ ο παιδόφιλος, δεν θέλω να γράψω διαστροφικός για διάφορος λόγους που δεν θα εξηγήσω αυτή τη στιγμή, διαβάζει, όχι μόνο το παιδί, αλλά και τους γύρω του, προπάντων τους γύρω του παιδιού, πατέρα, μάνα, γιαγιά∙ ξέρει πως πρέπει να μεθοδεύσει, να κάνει τα κακά μαγικά του, να τους κοιμίσει όλους: εκείνο που κάνει σχεδόν σε τελειότητα με ταχυδακτυλουργική μαεστρία, και το κάνει αρκετά καλά, είναι να τοποθετήσει τον Άλλο σε μια θέση ώστε αυτός ο άλλος να πληρώσει το ηθικό τίμημα εκείνου που απολαμβάνει ο ίδιος.

 

Η απόλαυση του δεν βρίσκεται στη σεξουαλική πράξη αυτή κάθε αυτή: όπως βέβαια και στον κάθε άνθρωπο, αφού υπάρχει η διάσταση, αν μπορώ να γράψω, που μπορώ, και το γράφω,  της φαντασίωσης: αυτός απολαμβάνει το ότι μπορεί να ξεγελά, το παιδί, τους γονείς του, γι’ αυτό και φοβάται περισσότερο από κάθε τι, να ξεσκεπαστεί η εικόνα του: έτσι, θα δεις εκείνον που νήστευε για σαράντα μέρες να τρώει το κρέας σαν τον κανίβαλο και να τρέμει, εκείνον που προσεύχεται ολημερίς άλλα «εισαγάγει» ιερόδουλες με τον φίλο του, τάχατες για οικιακές βοηθούς, εκείνον που είναι της ηθικής και της ζωτικότητας να «κλέβει» ότι πιο ιερό υπάρχει για ένα παιδί: την εμπιστοσύνη∙ και το παιδί δεν μιλάει, όχι γιατί οι γονείς δεν θα ακούσουν, που υπάρχει και αυτό το ενδεχόμενο, αλλά επειδή θα τους στερήσει, αν μιλήσει, την απόλαυση τους: την φαντασίωση του «κάποιοι είναι»∙ τουλάχιστον σε αυτή την περίπτωση.

 

Αυτά προς το παρών- ή, μάλλον, ας πούμε προς το μέλλον, ένα μέλλον που, τουλάχιστον, πιο λίγοι θα αυνανίζονται αγγίζοντας παιδικά σώματα: και μην σκέφτεστε εφηβικά κορμιά∙ το σώμα για το οποίο γράφω ήταν 4-5 χρονών.

ΤΟ ΧΡΕΟΣ

Και νίπτω τα χείρας μου- από το νερό, όχι από το αίμα∙ και- θα αρχίσω με το «και» επειδή αυτό το κομμάτι γραφής είναι ένα μέρος, ούτε αρχή ούτε τέλος, ενός, ούτε καν σκέψεως: και ποιο είναι τελικά το πραγματικό χρέος ενός κύπριου στην περίοδο που ζούμε;

 

Και εσύ κύριε, πάμπλουτε, που κάλεσες του μάστορες να κάμουν δουλείες στο σπίτι σου, εκείνους που χάζευαν τη πισίνα με το Γιαπωνέζικο γυαλί των 100,000 ευρώ για να σε θαυμάζουν οι αποκάτω όταν κάμνεις το δελφίνι- εσύ που έκαμες 4 μήνες να τους πληρώσεις ώσπου τελικά πήγες πάνω στο χρηματοκιβώτιο σου και έφερες μετρητά, λέγοντας «Φαίνομαι για άνθρωπος που δεν κρατά λεφτά;»: καθόλου, μα καθόλου, δεν φαίνεσαι για άνθρωπος που δεν κρατά λεφτά∙ λεφτά έχεις, αλλά δεν πληρώνεις.

 

Και εσύ κυρία μου, εσύ που μιλάς για τα σπίτια του κόσμου, που  δεν βαστούσε να τα αγοράσει, αυτούς που πλήρωναν κανονικότητα πριν, έστω με την φτώχεια τους, αυτούς που κατά την γνώμη σου δεν έπρεπε να έχουν σπίτια ακριβά- και μιλάς εσύ, που δεν υπήρξες ποτέ χρεωμένη- που το μόνο σου χρέος είναι να κάμνεις χωρίς αντίσταση πράξεις της κατά σιωπηλής διαταγή υστερική ατζέντα της επιθυμίας του πατέρα, με το να σχηματίσεις εκείνη την εικόνα του Cyprus Dream: σπίτι μεγάλο, δύο, τρία, τέσσερα μωρά, δύο οικιακές βοηθούς∙ και, επειδή τα έχεις όλα, χωρίς να έχεις το παραμικρό κόπο, γυρεύεις ένα άντρα που να κάμνει καλό σεξ- όχι πως τον υπολογίζεις πραγματικά, όχι, τουλάχιστον αφού σου προσφέρει τα παιδία που θα συμ-πληρώσουν εκείνη την εικόνα του ονείρου: εσύ, με το χρέος προς τα όσα πλήρωσε η οικογένεια σου, που δεν τολμάς ποτέ, παρόλη τη ψευδό-δυναμικότητα που σου προσφέρουν τα λεφτά, δεν τολμάς να κάμεις τίποτα από μόνη σου∙ εσύ που λες πως το πρόβλημα της οικονομίας ξεκίνησε όταν άρχισαν να έχουν Harley Davidson και άλλοι εκτός από τον «καλό κόσμο»: σκάσε τουλάχιστον, απόλαυσε απλά αυτά που υποστηρίζεις- μα, επειδή δεν τα απολαμβάνεις πραγματικά, παίρνεις την απόλαυση σου κρίνοντας και μισώντας τον «απλό κόσμο»: έτσι λέει όποιος είναι αφέντης και χρειάζεται υποτελής για να λειτουργήσει η επιθυμία του.

 

Και εσύ κυρία τραπεζικός, που λυπάσαι τον κόσμο που καθημερινά βλέπεις και έρχεται να διαπραγματευτεί, βασικά εκείνο που του ανήκει, και τους βάζεις όλους στην ίδια κατηγορία, ότι έχουν αλλά δεν πληρώνουν- εσύ που μιλάς για κάτι αόριστες, βλακώδες ομαδικές υπάρξεις, απρόσωπες, που φοβούνται να μιλήσουν πραγματικά και ακόμα περισσότερο να αντιμετωπίσουν τον ανθρώπινο λόγο∙ γράφω για εκείνα τα «Θα δουν το αίτημα σου στη Λευκωσία», «Θα μας απαντήσουν από τα κεντρικά γραφεία», «Δεν μπορεί να αλλάξει το σύστημα της τράπεζας»∙ και γράφω για εκείνα τα μικρά γράμματα που συντρίβουν οικογένειες, που μεγαλώνουν και ταΐζουν σαν νέα τροφή, μια γενιά καταθλιμμένων ανθρώπων.

 

Και εσύ κύριε βουλευτή, ρόκολε, που όταν ανοίγεις το στόμα σου μόνο με τεχνικές ρητορείας μιλάς- για εμάς τους ηλίθιους, και ακόμα πιο πολύ για εκείνους τους ηλίθιους που τους κανόνισες δουλειά για να σε ψηφήσουν- παλιάνθρωπε: εσύ δεν έχεις χρέος, και προπάντων δεν έχεις ηθικό χρέος∙ συνεισφέρεις τα πάντα στην υπαρξιακή οντότητα ενός καινούργιου Μεγάλου Άλλου, από τον Τούρκο στην Χρεωκοπία: ποιος πατέρας και μητέρα σε ανάγνωσε σαν γιο, να έρθουν να σου δώσουν ένα πάτσο∙ τελικά μόνο εσύ είσαι κακός χρεώστης: μόνο εσύ δεν πληρώνεις το τι οφείλεις στο λαό και το κόσμο που σε ψήφησε: εσύ είσαι η ετυμολογία του μη εξυπηρετούμενου δανείου.

 

Και εσύ, που αγχώνεσαι για το χρέος στη τράπεζα, και σε βλέπουν τα παιδιά σου να λιώνεις, που βλέπουν ένα πατέρα ανήμπορο, να πνίγεται σε κάτι που ονομάζεται «τράπεζα» και «χρέος»: δεν είναι αυτό το χρέος σου αγαπητέ κύριε∙ σκέψου τί θα ήθελες να πεις στα παιδία σου, ποιο, δηλαδή, είναι το πραγματικό σου χρέος σαν πατέρας, σαν μάγκας την ώρα της κρίσης: και, αν η πολιτεία, η τράπεζα, η οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε θέτει την πληρωμή της ηθικής ευθύνης της πράξης του και το τίμημα της στο Άλλο, με άλλα λόγια να πληρωθεί το ότι ο ίδιος απολαμβάνει, όπως ακριβώς γίνεται αυτή τη στιγμή στην ιερά νήσο μας, τότε, χρέος σου προς το παιδί σου και προς σε αυτή την ηθική γραμμή που διέπει τη θέση του πατέρα είναι αυτή: «Ας τα πιάσουν γιέ και κόρη μου»∙ και, αν θέλεις να είσαι και αρκετά κακός, που το δικαιούσαι, θα μπορούσες να καταραστείς και να πεις, μάλλον να συμ-πληρώσεις στο προηγούμενο «…για να πληρώσουν τις αρρώστιες τους»∙ αυτό θα ξεκλειδώσει τη πράξη και θα ξεπληρώσει το χρέος σου.

ΚΑΝΟΝΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Κανένας δεν υποφέρει από την τρέλα- ο άνθρωπος υποφέρει από την προσπάθεια του να γίνει κανονικός∙ και, σε αυτή τη πορεία, τρελαίνετε: αυτά μου είπε, πιο παλιά, μια ψυχαναλύτρια, και αυτό φαίνεται να είναι μια, τουλάχιστον, πραγματική αλήθεια μέσα από το απρόσμενο πλάνο της ζωής, και, τουλάχιστον, αυτό άπτεται στην ανθρωπινή εμπειρία των όσων «κανονικών» και απάνθρωπων καταστάσεων ζούμε στην Κύπρο∙ από την ώρα που θα γεννηθείς, οι γονείς σε φορτώνουν με χρέος, είτε αυτό είναι προς τους δικούς τους γονείς, είτε ως προς τη ζωή που θα ήθελαν εκείνοι να ζήσουν, και που, ποτέ, δεν τόλμησαν γιατί δεν άντεχαν να πληρώσουν το κόστος της ελευθερίας από το χρέος∙ από τις πολλές ερμηνείες και προ-καταλήψεις για το πού τελειώνει μια ψυχανάλυση, γιατί δεν είναι κάτι το άπειρον, δεν είναι για πάντα δηλαδή, υπάρχει αξία σε αυτό- ότι δηλαδή, μια ψυχανάλυση σημειώνει το τέλος της, όταν ο αναλυόμενος δεχτεί να πληρώσει το τίμημα αυτού που απολαμβάνει, και, αυτό ακριβώς είναι η δική του τοπολογία, το σημείο που αρχίζει να μιλάει με την ευθύνη του λόγου του∙ αυτό κάνει την ψυχανάλυση σημείο αποχώρησης προς τη ζωή και όχι σημείο άφιξης στο δωμάτιο της συνεδρίας.

 

Ένα σημείο, μια διάρκεια που διαπραγματεύεται διαρκώς,  εκείνο, δηλαδή, της ευθύνης του λόγου του υποκειμένου, που ο Λακάν το ονόμασε «γεμάτη ομιλία» αφού συνυπάρχει με τη πράξη: αυτό, ίσως, ζητείται σαν ορόσημο ενός πολιτικού άντρα: μα, και αυτοί που υπάρχουν τώρα, θα στέκονται δαιδαλώδη γλυπτά, σαν παραλλαγές και κακάσχημα ανέκδοτα του τί θα ήταν καλό να κατέχει ένας πολιτικός άντρας, επειδή ακόμα πιστεύουμε σαν λαός σε εκείνον τον «κάποιον», και δεν εννοώ ή υπονοώ οτιδήποτε θρησκευτικό εδώ, εκείνον τον δυνατό ή πλούσιο κάποιον που θα έρθει να μας σώσει- συχνή σκέψη και φαντασίωση όποιου δεν αναλαμβάνει την ευθύνη της πράξης και του τιμήματος της- που παραδίνει τη ζωή του σε «κάποιον» που έχει χεριά να κρατά και να πνίγει ζωές.

ΠΡΩΙΝΕΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Η νεαρή γυναίκα, τριάντα και κάτι, βίωνε για αρκετό καιρό την ίδια ιεροτελεστία με το που άνοιγε τα μάτια της το πρωί, με ένα απέραντο άγχος να μαζεύετε στο σώμα της,  να πλάθεται σε κουβάρι, σκληρό, σχεδόν όγκος, εκείνο το πρίσμα που, όταν διασπάται, μετατρέπεται σε πανικό∙ να καπνίζει τις εικόνες στο σαλόνι και να προσεύχεται να μη γίνει το χειρότερο: με αυτιστικό, επαναληπτικό τρόπο, σχεδόν μυστικό, παρακαλούσε να εξοριστεί αυτό το κακό και να γίνει ότι ήταν αναγκαίο για να αποφευχθεί: εκείνο που την ξυπνούσε κάθε πρωί με ανησυχία, και όχι μόνο εκείνην, και ενέπνεε το ομιλούν σώμα της να παραθέτει νοερά προσευχή, ήταν το να μην καταρρεύσουν οι Κυπριακές τράπεζες: «Πρέπει να σωθούν οι τράπεζες»∙ και, κρυφά, ακόμα και από τις ίδιες της τις προσευχές, να σκέφτεται, να υπολογίζει, πως τώρα με την κρίση θα μπορέσει να αγοράσει το σπίτι των ονείρων της σε καλύτερη τιμή∙ πρέπει να υπολογίσει το κατάλληλο χρονικό σημείο εκτός από τα λεφτά- νεαρή, όπως γράψαμε, από οικογένεια προσφύγων: έναν τάφο πολυτελείας, καθαρά κυπριακό, από εκείνους τους ακριβούς, με Ιταλικά μάρμαρα, ξύλινες πόρτες, με έργα τέχνης, με σαλόνια, με μεγάλες τηλεοράσεις για τον άντρα της τον παράγοντα που όλα τα ξέρει αλλά τρέμει την γυναίκα του∙ αυτές οι σημαίνουσες παραλλαγές ενός λάκκου, της φαντασμαγορικής ερωτοτροπίας του Κύπριου με το θάνατο και όχι με τη ζωή, την επιθυμία του, υποδειγματικός επενδυτής του να πεθάνει τη ζωή του: ιδού και η αλήθεια του «Το σπίτι θα σου μείνει»: μόνο ένας αιώνια πεθαμένος θα έδινε τόση αξία σε ένα σπίτι, ένα τάφο, ή, εκείνος που θα ζει σαν φάντασμα μέσα από τη ζωή των παιδιών του: έτσι ξέρουν να γίνονται αθάνατοι οι δαίμονες∙ και κάθονται με τις φίλες της, και άλλους παράγοντες, υπέρμαχοι της οικονομικής ανάκαμψης επί πτωμάτων, συζητώντας για αριθμούς απάνθρωπους, παγωμένοι σε μια εξίσωση λανθασμένη της τάξης του «Είτε αυτό είτε το άλλο»: έτσι μιλά ο χορτάτος για την πείνα- λέει, δηλαδή, πως είναι και η πείνα μια ιδέα∙ και έτσι γίνεται ο χορτάτος ένας άλλος μοναχός, γέροντας, σε κάποιο δαιδαλώδη Άγιο όρος όπου ακούονται μαθηματικές προσευχές.

 

Τελευταία σταμάτησε να προσεύχεται γι’ αυτό το θέμα αφού κατάλαβε την αξία της ζωής: το παιδί της πέθανε.

 

 

 

 

petros_blackandwhite

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΟΥ ΚΟΥΑΠΑ

Πρόσφατα έχει συζητηθεί, αρκετά θα έλεγα, αλλά όχι πάρα πολύ, το γεγονός της «εμφάνισης»  του Χριστού σε γνωστό μπαράκι της Λεμεσού, ένας Ιησούς Χριστός «βιολογικά μεταλλαγμένος», όπου παρουσιάζεται με μάσκα παλιάτσου, μιας αναπαράστασης της οποίας η καλλιτεχνική ομάδα προσπάθησε να χρησιμοποιήσει σαν μεταφορά για το τι γίνεται στη Κύπρο: μεταφορά η οποία απότυχε παταγωδώς, επειδή, αυτή τη χρονική περίοδο της κυπριακής ιστορίας, με τη κρίση, την ανεργία, θα γράψω και την πείνα, κανένας δεν μπορεί να ταυτιστεί ή να τραυματιστεί, έστω και σαν αστείο, με και από την εικόνα ενός καλοαναγιωμένου Χριστού∙ ο κύριος λόγος που δεν συζητήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό το περιστατικό είναι γιατί δεν περιέχει κανένα φιλοσοφικό υπόβαθρο πίσω της η ενέργεια, ή, η παράσταση, της καλλιτεχνική ομάδας του Κουάπα, που, κατά τη γνώμη μου, αν δεν πληρώνονταν από το μπαράκι μάλλον δεν θα είχαν δουλειά, αφού η αντί-αντίδραση προς ιερά σύμβολα έρχεται όταν η κοινωνία και τα σημεία αναφοράς της, θρησκευτικά και μη, απειλούνται- και αυτό που παρουσιάστηκε στο Κουάπα ήταν γελοίο, αλλα όχι αστείο, ούτε καν ανέκδοτο∙ και δεν μπορώ να χαρακτηριστώ σαν θρησκόληπτος ή θρησκευόμενος με τη γενική ερμηνεία των λέξεων, ή, μάλλον, θα είναι καλύτερα να γράψω με οποιαδήποτε ερμηνεία: για να υπάρχουν σοβαρές αντιδράσεις, που εμπνέουν τον κόσμο, πρέπει ο λόγος που περικλείεται και αρθρώνεται σε μια καλλιτεχνική πράξη να μπαίνει στη ψυχή του ανθρώπου, να την αναστατώνει- αυτό είναι μια εισήγηση για την επομένη παράσταση, με παλιάτσους ή όχι, με Χριστούς και Ά-Χριστούς.

 

Παρόλα αυτά, το γεγονός ήταν αρκετό για να δούμε πολλές απόψεις της κυπριακής κοινωνίας σε σχέση με το συμβάν∙ από την ηλιθιότητα των καλλιτεχνών και την ανακοίνωση του Κουάπα ότι δεν ήθελε με κανένα τρόπο να προσβάλει τις θρησκευτικές αξίες, μια ανακοίνωση που αν διαβαστεί καταλαβαίνει κάποιος πως αυτό ακριβώς ήθελαν να κάνουν, ως το μη καλλιτεχνικό τρόπο που το παρουσίασαν, μιας δηλαδή φτηνής απομίμησης, και πολύ κακής, μεγάλων συγγραφέων και καλλιτεχνών που είχαν μια φιλοσοφία πίσω από του τι έγραψαν ή ερμήνευσαν για τη ζωή του Χριστού, όπως ο Dario Fo, Jose Saramago, ο Νίκος Καζαντζάκης κτλ∙ και, από την άλλη έχουμε την ίδια ηλιθιότητα, μα που πηγάζει από έναν φανατισμό, από αυτούς που δεν αφήνουν τα παιδιά τους να γιορτάζουν τα καρναβάλια επειδή «είναι του διαβόλου»: πριν λίγο καιρό ένας φίλος έγραψε πως μερικά δρώμενα στη Κύπρο θυμίζουν Ιράν- και είχε δίκαιο∙ θα προσθέσω και κάποια άλλα Ιρανικά χαρακτηρίστηκα, υπονοώντας την «καλλιτεχνική» άποψη του Κουάπα, που θα ονομάσω με μια συνήθεις έκφραση  που αρμόζει για την περίπτωση, «Ο Θεός να την κάμει καλλιτεχνική»∙ και, έχουμε του γονείς των παιδιών, τους φανατικούς από τη μια πλευρά, να χαίρονται που δεν επέτρεπαν στα παιδιά τους να πηγαίνουν στο μπαράκι αυτό, και από την άλλη τους ανοικτόμυαλους να λένε «Και τί έγινε» προωθώντας τα παιδιά τους να γίνουν ψευδό-επαναστάτες επειδή οι ίδιοι είναι καταπιεσμένοι σε γάμους που δεν θέλουν, σε τεράστια σπίτια που δεν τους χωράνε, σε σώματα που δεν έχουν κατεύθυνση στη ζωή, πνιγμένοι στα ευρώ που πρέπει να σπαταληθούν στη θέση της επιθυμίας τους που θυσίασαν: και υπάρχουν και οι άλλοι, που αρχίζουν να μιλάνε με το «Πρώτα ο Θεός», ένας Θεός πλασμένος στο μυαλό τους, που δεν του αρέσουν τα αστεία, οι παλιάτσοι του Κουάπα, που δεν βλέπουν το γελοίο της κατάστασης, γυναίκες που μετατρέπονται συμβολικά σε άντρες, και άντρες εκφραστές της θηλυπρέπειας, άντρες που πειράζουν παιδιά μετά από σαράντα μέρες νηστείας- και αυτούς τους ενόχλησε το Κουάπα και ένας παλιάτσος που δεν ήταν καν αστείος, απότυχε δηλαδή στο έργο του να μας διασκεδάσει, και ειδικά όλους αυτούς τους αγέλαστους: τους σοβαροφανείς του «καλού κόσμου». Χριστούς που υποφέρουν -πολλοί- συμπατριώτες μας δηλαδή που γίνονται σιγά σιγά μοντέρνα γλυπτά, αγάλματα της πείνας- αυτοί θα μπορούσαν άνετα να μπουν πάνω στο σταυρό του Κουάπα, και όχι ο, ας γράψουμε, ο αποτριχωμένος, πρησμένος και γυμνασμένος πούλουκος με τη μασκα του παλιάτσου∙ και, από την άλλη, το πραγματικό πρόβλημα της όλης κατάστασης είναι ότι υπήρχαν άτομα που θίχτηκαν με αυτό το «έργο τέχνης» – αυτό και αν μπορεί να σχολιαστεί, αλλά δεν έχω την όρεξη, τουλάχιστον παραπάνω από αυτά που γραφτήκαν∙ τέλος πάντων.

 

Αν είναι αναγκαίο, που είναι, να γίνει κάτι πραγματικά επαναστατικό στη Κύπρο, αυτό θα πρέπει να έχει σύμβολο κάποιου είδους «Χριστό» που να μη φοράει μάσκα∙ ακριβώς αυτές οι μάσκες είναι η ρίζα του κακού: κάποιον που το σώμα του να παρα-λαμβάνει την ευθύνη του λόγου του και να πληρώνει το τίμημα της πράξης.