ΜΕ ΤΟΝ ΕΡΙΚ ΦΟΝ ΝΤΕΝΙΚΕΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΗ

Με τη μοτορούα του∙ το τζίν το hot-pants, και με εκείνη τη ευκινησία του να βγάζει τη φανέλα μόλις έμπαινε γυναίκα στο χώρο∙ και, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να λέει πως πάντα ήταν το ίδιο size, ένα «προνόμιο» αυτή η σταθερότητα του βάρους, που κάποια από τα θύματα του δεν θα έχουν στο μέλλον- ξέρετε, εννοώ εκείνες τις αυξομειώσεις βάρους που βιώνουν πολλές φορές σαν ενήλικες, παιδιά που κακοποιηθήκαν σεξουαλικά, ή, όπως προτιμάτε μάλλον: παιδιά που τα «πείραξαν», λες και είναι κάποια μορφή εκφοβισμού από τον ψευτόμαγκα του σχολείου. Τέλος πάντων, μακάρι να ήταν μόνο γυναίκες στις οποίες έκανε τον γκόμενο, και μακάρι να έμενε στη φανέλα- του άρεσαν και τα παιδιά, ηλικίες διάφορες, σκέψου το γιό σου και τη κόρη σου, τεσσάρων, πέντε, δέκα και κάτι∙ στα αγόρια είχε προτίμηση ώσπου ήταν κάτω από τα έξι τους∙ για τα κορίτσια έλεγε τα γνωστά «Προκαλούν», «Άμα το θέλουν δεν είναι βιασμός», πάντα υπό μορφή αστείου, και πάντα ότι κάποια νεαρή «Μπαστάρδα» τον ήθελε, τον ποθούσε, είτε για το σώμα του, είτε θα παίνευε τις επιδόσεις του, είτε είτε είτε είτε. Και αυτό το «Μπαστάρδα», δίχως να το καταλάβει, χωρίς να το καταλάβεις, έδειχνε το πώς διάλεγε, το πώς διάλεγες, τα θύματά του, τα θύματά σου: αυτά τα παιδιά που, ευκαιριακά, ο πατέρας έχανε τη θέση του στην συμβολική ιστορία της οικογένειας μέσα από τις απρόβλεπτες δυσκολίες της ζωής.

Με τη μοτορούα του, με τη μοτορούα σου∙ έκανε εβδομαδιαίους γύρους στους συγγενείς να πιει τον καφέ του με τις οικοκυρές συγγένισσές του, και για τα κουτσομπολιά, και για τα κουτσοδούλεια που δεν μπορούσαν να κάμουν οι αντράδες τους: και έριχνε ματιές στα παιδία όταν οι γονείς δεν βλέπαν, και καμία κουβέντα έτσι ώστε να δεσμεύσει την ομιλία, το μυαλό και την καρδιά τους… Ακούστηκε, κάποια στιγμή, μα οι συγγενείς έμειναν σιωπηλοί, ότι «πείραξε» και τις κόρες της αδερφής του, από άλλη πόλη, τη Λευκωσία∙ φάνηκε παράξενο που τα δύο κορίτσια δεν έρχονταν πλέον για διακοπές το καλοκαίρι στο σπίτι του θειου τους στη Λεμεσό, κάτι έγινε, κάτι θα ειπώθηκε, κάτι ακούστηκε, κάτι σίγασε: ειπώθηκε χρόνια μετά εκείνο το παλαβό και χαμηλόφωνο «Πείραζε τις κορούες», το ηλίθιο υποκοριστικό της σεξουαλικής πράξης χρησιμοποιώντας το σώμα και τη ψυχή ενός παιδιού: για πολύ περισσότερο χρόνο από όσο διαρκεί η πρόωρη εκσπερμάτωση ενός παιδεραστή.

Και αυτά τα παιδιά, που, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο ενόχλησε- ποιον κοροϊδεύουμε- σχεδόν τα διάλυσε αλλά δεν τα κατάφερε: αυτά τα παιδία που προσπάθησε να διαλύσει και κρυβόταν πίσω από τρελούς ή μη καθώς πρέπει πατεράδες, πίσω από υστερικές ξένες μανάδες που δεν ξέρουν να μεγαλώνουν παιδιά και πάντα κατακρινόμενες από πεθερές- και τα αβοήθητα παιδιά που δεν τηρούσαν τα ιδανικά της κυπριακής κοινωνίας, τα παιδιά τα παράξενα: υπερκίνησις, λίγη ομιλία και άλλες παθολογίες του καιρού: «Είναι επειδή χώρισαν οι γονείς,» ή, «Δεν είναι σωστοί οι γονείς,» ή «Η μάνα είναι ξένη, δεν είναι δική μας.» Και γιατί: επειδή δεν επακολούθησαν την πατέντα την κυπριακή, τη φαντασίωση που δεν προστάτευε κανένα παιδί. Και ακόμα αυτός να πίνει ουίσκι με το σύγαμπρό του, να μιλάει για τις θεωρίες του Φον Ντένικεν – ο σύγαμπρος να τον κοροϊδεύει και να τον ειρωνεύεται και ο παιδεραστής να το ξέρει, μα δεν τον ένοιαζε: είχε τον εγγονό του σύγαμπρού του κάτω από την προστασία του για λίγα χρόνια, να τον προσέχει τα πρωινά, γελάει και αυτός από μέσα του, δυστυχώς, γιατί το παιδί, μαθητής δημοτικού πια, παρουσιάζει ιδιομορφίες, παραξενιές, σύνδρομα… τα διάφορα που είπαμε πιο πριν. Φυσικά και θα πουν τα ίδια, για σύνδρομα, φοβίες, τον πατέρα που δεν κρατά καλά τα ινία, την μητέρα την παράξενη…

Και γράφει μια εγκυκλοπαίδεια, πως ο « Έριχ φον Ντένικεν (Erich von Däniken) (1935 Ελβετία- ) είναι συγγραφέας γνωστός για τις απόψεις του, σχετικά με την επίδραση εξωγήινων στους αρχαίους πολιτισμούς. Η επιστημονική κοινότητα θεωρεί τις απόψεις του και τις εκτιμήσεις του ψευδοεπιστήμη και ψευδοαρχαιολογία. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1968 και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Συνεχίζει να δημοσιεύσει βιβλία μέχρι και σήμερα»∙ και δεν γράφει αυτή η εγκυκλοπαίδεια, πως ο ίδιος Φον Ντένικεν ήταν ο αγαπημένος συγγραφέας του τέρατος που περιγράψαμε με δύο λόγια, ίσως με παραπάνω, σε αυτό το κείμενο. Τα βιβλία της συλλογής του Ντένικεν τα είχε διαβάσει όλα- του άρεσε να μιλάει ενάντια στη θρησκεία και τους παιδεραστές παπάδες, και για το όπιο του λαού, μα, παραπάνω, μιλούσε χωρίς κανένας πραγματικά να ακούει, για το τι του άρεσε.

Την άλλη βδομάδα η συνέχεια… σιγά σιγά να δούμε ποιος είναι, και ο καθένας ας παραλάβει, όχι να αναλάβει, μα να παραλάβει, την ευθύνη του λόγου του, γραπτού και προφορικού. Και εσύ την δική σου…

ΕΝΑ ΑΣΤΕΙΟ ΠΛΗΝ ΤΟ ΓΕΛΙΟ

Από το χωριό που είναι φημισμένο για τους Ελληναράδες του, αυτούς που δεν ντρέπονται, και θα γράψω το γιατί θα έπρεπε να ντρέπονται σε λίγο όταν το φέρει ο ορμή του γραπτού λόγου, και κρεμούν την γαλανόλευκη σε κάθε εθνική γιορτή και, στους καφενέδες, περηφανεύονται για τις παλληκαριές τους όταν πολέμησαν τους τούρκους, τους κουμουνιστές, τους φασίστες, μεταξύ τους… δυο κάστρα οι καφενέδες του Κυπριακού αυτού χωριού, που «Μακάρι να το έκαιγε ο Θεός, όλους ανεξαιρέτως, και εμένα μαζί, πρώτο πρώτο»: έτσι έλεγε ένα άτομο σχεδόν παιδί∙ ποτέ δεν ήταν παιδί με την σημασία της λέξεως και την εικόνα που το συνοδεύει σε κάθε ανόητο κεφάλι, εκείνη δηλαδή τη φαντασίωση του χαμογελαστού πλάσματος που παίζει, που εξερευνά, που έχει όνειρα για να γίνει υπόδειγμα ενός επαγγέλματος που δεν υπάρχει επειδή, ο άκοσμος κάκοσμος κόσμος των μεγάλων δεν επιτρέπει σε όνειρα να πραγματοποιούνται, εκτός και αν είναι εφιάλτες.

 

Αυτός, εννοώ ο κακούργος και πανούργος, αυτός ο ενσωματωμένος δαίμονας του χωριού, από τους πολλούς που υπάρχουν σε αυτό το νησί, πράγματι, «Σαν την Κύπρο δεν έχει» σε αυτά τα θέματα, και καταφέρνουν να κρύβονται πίσω από δάκτυλα που δεν υπάρχουν, σιωπές, παιδικές, των μεγάλων, και, περισσότερο από όλα, από γονείς που δεν τολμούν να μιλήσουν λες και κουβαλούν οι ίδιοι μια ντροπή που δεν είναι δική τους: που είναι- είναι ανίκανοι να είναι γονείς∙ αυτός, όπως άρχισα να γράφω, ένας από αυτούς τους «ήρωες», και αριστερός και δεξιός: δεν τον ένοιαζε η ιδεολογία: παιδία κακοποίησε, παιδί να είναι και ότι και να ‘ναι, και, γράφω «κακοποίησε» για να μην γράψω τη λέξη, εκείνη που θα φέρει στο μυαλό την πράξη που κάνουν οι ενήλικες για ευχαρίστηση, όχι με παιδία, μα κάποτε για να κάνουν παιδιά∙ ήταν τέρας αυτός ο άνθρωπος, όπως φυσικά όλα τα τέρατα και οι διάβολοι- πάντα είναι άνθρωποι∙ και κανένας από τους χωριανούς, πολεμιστές, Ελληναράδες, κουμουνιστές, τούρκους, μουστακαλήδες, έξυπνους και παλαβούς- ακόμα και από εκείνους που λένε ακόμα, που ακόμα τολμούν να λένε σε εκείνο το καταραμένο Κυπριακό χωριό, πως «Δε γεννήθηκε ο άνθρωπος που θα με ξεγελάσει», ακόμα και από αυτούς κανένας δεν το κατάλαβε- κανένας δεν τον πήρε χαμπάρι, και απολογούμαι στους ευαίσθητους του χωριού για την λέξη χαμπάρι που είναι Τουρκικής προέλευσης∙ από το haber.

 

Και τελικά αυτός ο ένας, ο μετατοπισμένος από την κόλαση στη Γή διάβολος, ήταν ο λιγότερο κακός… στους καφενέδες των ελληναράδων και των κουμουνιστών δημιουργούσαν αστεία, όχι από εκείνα τα φροϋδικά που καταφέρνουν να πουν αυτά που δεν λέγονται, ούτε από εκείνα που μαλακώνουν τα τραύματα της ζωής, μα, από εκείνα που μόνο οι σαδιστές μπορούν να μοιράζονται μεταξύ τους: «Μα περπατάς κάπως στραβά- μήπως πείραξε και το δικό σου πισινό…»∙ και τα χάχανα αντηχούσαν την ηδονή.

 

Ως εδώ, σε αυτό το σατανικό αστείο, τέλειωσε η ιστορία των κακοποιημένων παιδιών: ίσως γι’ αυτό ένα από τα παιδιά, εκείνο που αναφέραμε στην πρώτη παράγραφο, παρακαλούσε στο θυμό του, στην προσευχή του, να κάψει το κωλοχώρι ο Θεός: μα δεν το έκανε ο Θεός γιατί προσπαθούσε να καταλάβει το «αστείο».

Been Spoken of

IMG_1427

 

This picture situates perfectly the true position of the Freudian unconscious, the Unbewusste: neither in the environment nor in the biology of the brain but made of words- in fact it is structured like a language, but not a language itself because one cannot speak unconscious in the same way this same one can speak English or Greek: words carry within their phalanx of letters a jouissance, unknown to both parents and the child, shaping one’s stance in relationship with this Other of language, a function with which the young subject shall be stigmatized as a human being. This stratosphere of sounds, phonemes, the repository of signifiers, and the subject’s own act of choosing his own suffering and madness as Freud has once mentioned, within the drives of life and death, that is, what is repeated with consistency and frequency is nothing more than the subject itself, the individual who has been marked by a repetition of speech, spoken and heard and not perceived nether by the speaker nor the listener.

 

Language has its place in answering the enigmas and even the mysteries of life and, as this black and white picture testifies, the two bodies are touched and affected via the medium of speech, by what can be read and mostly but what is not read but written upon the human body stigmatizing, one way or another and in incalculable manners and fashions, the experience of life, understanding beyond the common sense, and formulating questions that are not articulated many times, such as What is my place and orientation in life; we could even go as far as to state, and repeat Freud and Lacan, that the human body is constructed of words. The symptom of the latter is the individual itself, the symptom of the affect of the Other’s language upon his body; struggling to orient its body and that which is beyond any natural selection, but its own deep, very deep, choices, to torture itself by whatever scene he or she is peripherised, surely itself structured through words. Our matter, our Ουσία, as human beings is language but one like no other, nothing like the code that, under observation, leads to a manual of How to.

 

A child will waste valuable dimensions of his life by working too hard, when even not necessary, because a gift of words have marked him as a lazy boy in his childhood; others will do different- this encounter with language and that reference coordinators of our being speaking are no mathematics and what and how the human subject will choose to do with his symptom is indeed a mystery, beyond the promising manual of How to live your life, famous in ours days because very few will dare to form their own path and pay the price of this uniqueness. In this picture, powerful indeed, one may glimpse at the crying face of the child revealing the truth and precision of the proverb, that language is very painful and that, although itself does not have bones it can break bones; in this case it is experienced as a heavy, very heavy burden by the child who, in absorbing all these signifiers, commandments, wishes, shouts of his parent, and it does so because the child loves its parent, it will castrate and sacrifice its own freedom; and thus the things and matters he once wished for or loved will be hated by this child because he has to make this parent happy, to prove right this chaotic aura of language by which human beings connect inhumanly with one another, father and child, mother and daughter.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΗΣ

Και έχει πει ο Λακάν για το σύμπαν και την αγάπη…

 

Και εσύ στα δεκαέξι σου, που μοιράστηκες το σώμα σου με άτομα τα οποία ξέχασες, μοιρασιά μαρασμού που δεν ήταν καν στην διαδικασία του ερωτήματος της θηλυκότητας, αν δώσεις το σώμα σου εκατό φορές σε μια προσπάθεια να φτιάξεις τη Γυναίκα μέσα από μαθηματικές εξισώσεις: εκατό, αριθμός που φαντάζει μύθος τερατουργίας στα αυτιά του παιδιού που δεν ξέρει να μετρήσει πέραν του δέκα, του παιδιού που ακόμα πιστεύει στο Ένα, εκείνο που επαναλαμβάνεται γι’ αυτό και είναι Ένα- αυτό που επαναλαμβάνεται είσαι εσύ έστω και μέσα από την Αλγεβρική συνάρτηση των εκατόν εραστών∙ πράγματι, μετράς ακόμα ένα μέρος του σώματος σου να χάνεται και μαζί τους να εξατμίζεται εκείνο που, με το τρόπο σου, το φαντάστηκες σαν αγάπη, και που, μέσα από τα λόγια του Φρόυντ, θα μπορούσες να το περιγράψεις σαν μια ακόμα υστερική λύση αφού διέπεται μέσα από τον άντρα και ποτέ διαμέσου της επιθυμίας σου∙ δέκα, είκοσι, εκατό: και έχει πει ο Λακάν για το σύμπαν και την αγάπη… Ποιά αξιωματική απόλαυση απιθωμένη και εξυψωμένη σε ιδανικό, ποια αξία υπάρχει σε αυτό που επανα-λαμβάνεται, που επανα-λαμβάνεται χωρίς εκείνο το χέρι που θα απαλύνει το βάρος του σώματος σου για να μπορεί το πνεύμα σου να διαχυθεί στη Πνοή του Λόγου, αφού κανένας από αυτούς τους Εκατόν δεν θα παραδώσει στα δικά σου χέρια σου το Εν Πάντα της παγκόσμιας γλώσσας και της αναπνοής σου- και, ακόμη πιο σοβαρό σαν απορία, ποια η αινιγματική χρήση αυτής, όχι αποτυχίας μα της επιτυχημένης επανάληψης: και, αν κανείς από αυτούς, πολύ πιο θηλυκοί από εσένα, δεν κατάφερε να σου προσφέρει το Άπειρο του σύμπαντος που χρειάζεται ο ψυχισμός σου ώστε να διασπάσεις την επανάληψη και την απόλαυση του, όχι του «Δεν υπάρχουν άντρες, αλλά του Υπάρχουν μόνο γυναίκες», είναι επειδή εκείνο που είναι πραγματικά Ένα δεν υπόκειται στο λόγο σου: αυτό είναι που σε κάνει το Ίδιο, για να μπορείς να δεις τον καθρέφτη.

 

Και, για την αγάπη σου χρειάζεται πρώτα να μάθεις να περνάς πέραν της θύρας της ονοματοποιίας, ώστε αυτή, αυτή η αγάπη γένους θηλυκού και χωρίς όνομα, που πολλοί μύστες την ενέγραψαν πέραν και από το Θεό περιγράφοντας την σαν σοφία, και έτσι με αυτό τον τρόπο θα μπορείς να αγαπήσεις μη συγκεκριμένα τον άδειο χώρο της επιθυμίας∙ θα μπορέσεις, δηλαδή, να δώσεις κίνηση ταυτόχρονα στην τοπολογία του ερωτήματος του «Τί πάει να πει γυναίκα», μα, ακόμα καλύτερα, του «Τί μπορεί να πει η γυναίκα»∙ δεν μιλώ, δεν γράφω, για τη σάρκα μα για εκείνο το μη-σώμα που γεννιέται από τη θεία διάσταση της θηλυκότητας και τη σχέση της με το σημαίνον, ασώματο όσο και ο Θεός, τόσο, τόσο όσο και εκείνη η προ-αναφοράς σοφία: και, η νεαρή, που ζωγράφιζε σώματα αγκαλιασμένα, με τα κεφάλια σκυμμένα, με τα μαλλιά πεσμένα μπροστά ώστε δεν έβλεπες το πρόσωπο∙ με αυτό τον τρόπο κρυβόταν από την περιβόητη παράλυση του Βλέμματος: αλήθεια, πόσο θα ήθελε να την κοιτάξει ο πατέρας ειδικά τις στιγμές της κακοποίησης από το παππού, από τη μεριά του πατέρα, του πατέρα του πατέρα- και αυτός θύμα αυτής της κακοποίησης, της τόσο αποθαμένης στην απώθηση και την απόλαυση ώστε να χαραμίσει στην καταστροφή όλη του τη ζωή: να τη κακοποιεί: αγάπη και έρωτας με τη βία, αντί του ονόματος της αγάπης.

 

Και σε κάποια στιγμή, σε εκείνο το μεγάλο έργο της ζωής, που κινείται ασταμάτητα έστω και στην ίδια Σκηνή του οικογενειακού Λόγου, από γενεά σε γενεά, όσο και αν η απόλαυση του υποκειμένου θέλει τη στάση, Άλλου είδους εικόνα που με ευλάβεια πιστού αφιερώνεται σαν τάμα η ύπαρξη και το σώμα, συγκαταβατικά και με απώτερο σκοπό την κάλυψη του κενού, η νεαρή αποφάσισε να αξιοποίηση το χώρο του Τίποτε: και ήταν σε αυτή την απόφαση όπου η ζωγραφιά της αφιερώθηκε στην αντονομασία της ζωής, την αεράτη κίνηση όπου το τίποτε έχει αξία: και εκεί σε εκείνο το υπαρξιακό τελετουργικό του «Τί κάνω με το άδειο του σωματικού χώρου», αγκαλιάστηκε από την Ιπποτική αγάπη.

 

…Και έχει πει ο Λακάν για το σύμπαν και την αγάπη: τί σημασία έχει πόσους εραστές είχες, αν κανείς από αυτούς δεν κατάφερε να σου παραδώσει το σύμπαν…

ΤΟ ΑΡΩΜΑ

Του έφερνε αρώματα από τα επαγγελματικά της ταξίδια∙ θα έλεγε κάποιος ότι δεν είχε χρόνο να ψωνίσει στο σύντροφο της, ή, ότι ήταν από αυτές τις γυναίκες που δεν ξέρουν τι ακριβώς θέλει ο άντρας τους: που, και αυτό, το τι είναι άντρας, ή, ακόμα, τι είναι μια γυναίκα, είναι ερώτηση πέραν της βιολογίας του σώματος.

 

Εκείνος, φορούσε τα αρώματα του- δεν κατάφερνε ποτέ να τελειώσει τα περίτεχνα και σκαλιστά πολλές φορές μπουκαλάκια και έμεναν όλα στη μέση, με άλλα να προσθέτονται, τα παλιά να καταλαμβάνουν χώρο κάπου, σε κάποιο ερμάρι στο υπνοδωμάτιο και να χάνουν την αξία τους, αλλά όχι τη χρήση τους∙ να αγοράζει τελικά ειδικό χώρο για τα τρόπαια της θλίψης του, να προσπαθεί να τα εξυψώσει σε αξιωματική θέση ώστε να μετουσιωθούν σε ιδανικά και, σιγά σιγά, να μυρίζει το σώμα του όλο και παραπάνω το μαύρο χρώμα της μελαγχολίας: το άρωμα δεν μπορούσε να καλύψει τη ματιά και τη δομή του λόγου του∙  ανάφερε όνειρα- σε πολλά από αυτά ήταν καλυμμένος με σκατά: υπάρχουν πολλοί τρόποι για να μετατρέψει ο ψυχαναγκαστικός τον εαυτό του σε σκατά, κυριολεκτικοί και μεταφορικοί, και να ερωτοτροπήσει με το αντικείμενο της ορμής του: το σκατό.

 

Αλήθεια, ήξερε ακριβώς αυτή η γυναίκα το τι χρειαζόταν η σχέση τους: ένα καλό άρωμα, για να απλωθεί η μυρωδιά του πάνω από ότι ακριβώς βρωμούσε.

ΤΟ ΧΕΡΙ

Πανικοβαλλόταν∙ όταν οδηγούσε, όταν βρισκόταν ανάμεσα σε κόσμο, όταν πήγαινε για ποτό, όταν θα πήγαινε για καφέ με γνωστούς, με τη γυναίκα του- και ακόμα, το περίεργο για εκείνον, όταν θα διασταύρωνε το δρόμο: έλειπε εκείνο το χέρι που σε κρατά, να σε προστατέψει, αλλά, που όταν η παρουσία του γίνεται υπερπαρουσίαστική, για να εξυπηρετήσει περισσότερο εκείνο το υποκείμενο που θέλει να προστατεύει αντί εκείνον που θεωρητικά φοβάται, τότε το άτομο αρχίζει και χρειάζεται εκείνο το χέρι.

 

Με το ρολόι να τον καθοδήγα στο πού και πότε∙ να ξεφεύγει από την επιθυμία του με το πίνει αμέτρητους καφέδες με φίλους του∙ και να θαυμάζει κρυφά «παράνομους» ως προς το ότι είναι ελεύθεροι και δεν καθοδηγούνται από εκείνο το «Άλλο χέρι» του πρέποντα λόγου, του ειδώλου∙ και, με γνώμονα το «Έτσι είναι η ζωή, δεν κάνουμε πάντα εκείνο που θέλουμε», ενώ στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κανένα θέμα στο «πάντα εκείνο που θέλουμε» μα στο ότι δεν έκανε ποτέ κάτι, τουλάχιστον μια φορά, που ήθελε: έπινε καφέδες και έβλεπε τη ζωή να περνά από τα χέρια του, που δεν είχαν καμιά χρήση εκτός από το να κρατά τον Άλλον… και τον καφέ… και το ρολόι…

 

Τυπικότατα- με λαθεμένη πίστη στο τί είναι μια ψυχανάλυση, ρωτά: «Και τι θα γίνει αν μιλήσω και καταλάβω τα «γιατί» μου- τι θα γίνει;» Το ερώτημα, σε αυτού του επιπέδου σκέψεις, δεν είναι το τι θα γίνει, αλλά το τι θα κάνεις: χωρίς εκείνο το χέρι…

ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΑ ΣΤΟ ΤΖΙΧΑΤΙΣΤΗ: Η ΣΚΗΝΗ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Το φαινόμενο του «Ισλαμικού Κράτους» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απλά σαν ακόμα ένα κίνημα φανατικών ισλαμιστών και μόνο, ταυτοποίηση και ονοματοποιία που αρέσκεται στο να προσφέρει αυθαίρετα ο φιλελεύθερος καπιταλιστικός λόγος, σε οποιασδήποτε μορφής κινήματα που αντιπαραθέτουν τα φαντασμαγορικά, και, όχι πιο λίγο βίαια, σημαίνοντα και σημαινόμενα του, όπως: «ελευθερία», «δικαιοσύνη», «δημοκρατία», «ευτυχία», «ευημερία», ενώ είναι το ίδιο, αυτό το σύστημα, υποστηριζόμενο από τις παραδοσιακά πλουτοκρατικές χώρες των τελευταίων δεκαετιών, που έχει σχηματίσει ιούς, αντιδράσεις στην ίδια του τη τραγικότητα με τη μορφή παραγωγής φανατικών, γιατί, χωρίς αυτό το «μαύρο» κομμάτι του συστήματος, δεν μπορούν να σταθούν οι προηγούμενες σημασίες∙ χρειάζεται, δηλαδή, αυτό το, πλέον παγκόσμιο, σύστημα όπου ο «καλός» και ο «δημοκράτης», ο «ελευθερωτής» των λαών να μάχεται ενάντια στον τρομοκράτη, το φανατικό, τον καταπατητή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων- και, σε τελική ανάλυση, οι δύο δεν διαφέρουν και πολύ μεταξύ του: ο ένας είδωλο του άλλου, τόσο αναγκαίος ο ένας στον άλλο σε σημείο ερωτικής αγάπης που δεν εκτονώνεται διαμέσου του ευγενικού δανεισμού του σώματος, αλλά, διαμέσου του διαμελισμού του, απλά για να αναπλαστεί ακόμη πιο βίαιος, μοντέλο σε καινούργια έκδοση: αυτό είναι και το περιβόητο DNA του σημαίνοντος.

 

Έτσι λειτουργεί το Σύμπτωμα, λογής και παραλλαγής συμπτώματα που καταλήγουν στο «Εγώ είμαι το συμπτωμα- εγώ ο ίδιος φέρω ευθύνη για την επιθυμία μου και όχι ο Άλλος»∙ όπως άρχισα να γράφω, δεν είναι απλά ένα καινούργιο μοντέλο, του ιδίου συμπτώματος, μιας γενεάς δηλαδή να διαδέχεται την άλλη όπως το ίδιο μοντέλο γυναίκας, για παράδειγμα, που ονοματίζεται στις οικογενειακές ιστορίες με το ίδιο όνομα, εκείνες που οι γονείς λεν χωρίς να το καταλάβουν- τέλος πάντων: υπήρξε μια μετάλλαξη στις θέσεις των Τζιχατιστών, για αρκετούς λόγους, μα να παραθέσουμε δύο βασικούς: πρώτον, να πούμε ότι δεν αντιπροσωπεύουν το Ισλάμ και τις αρχές του, όπως αυτές κατευθύνουν εκατομμύρια πιστούς σε ολόκληρο τον κόσμο∙ και, δεύτερον, και ίσως ο κυριότερος λόγος θα μπορούσαμε να πούμε, η ψυχική τοπολογία τους βασίζεται σε διαφορετική δομή σε σχέση με τον Άλλον: δηλαδή, ο αντιπρόσωπος του Θεού χειρίζεται το σώμα, το δικό του και του άπιστου με διαφορετικό τρόπο∙ και, ενώ είχαμε τα «ιδανικά» χρόνια, ακόμα όταν ο Αραφάτ ήταν νέος, με αεροπειρατείες, που στο τέλος οι όμηροι απελευθερώνονταν, ακραίες, με άλλα λόγια, ενδείξεις διαμαρτυρίας όπου το σώμα του Άλλου ήταν δέσμιο μιας αντίδραση σχεδόν δίχως αίμα, προχώρησε το φαινόμενο σε πιο βίαιες μορφές, όπως την Αλ Γκάιντα και τώρα στους Τζιχατιστές του ισλαμικού κράτους: από την ένδειξη διαμαρτυρίας με τόνους ιδανικών και σε αντίθεση προς τον καταναλωτισμό, που δράκωσε όταν έμενε μόνος σαν η αλάδωτη ιδεολογία του πλανήτη, σάρκωνε παράλληλα όλο και περισσότερο και το ακραίο Ισλάμ: από τη δεκαετία του εβδομήντα και μετά, στον μάρτυρα και την «ιερότητα» της αυτοθυσίας για τον Πατέρα όπου το σώμα του γιού διαμελίζεται για την «θεία επί-κοινωνία» με τον Θεό που, το ιδανικό, έστω και βίαιο, ήταν να πεθάνει ο ίδιος ανάμεσα σε άπιστους.

 

Η αλλαγή αυτή, του φανατισμού, περνά από την παρανοϊκή δομή με μαζοχιστικά στοιχεία, όπου δηλαδή ο Άλλος έχει, ας το απλοποιήσουμε, καταδιωκτικό χαρακτήρα, ακόμα και ως προς το σώμα του μάρτυρα∙ και κατευθύνεται προς την διαστροφική και σαδιστική δομή, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, πάντα ως προς το σώμα του Άλλου, μια ασυνείδητης λειτουργίας που σε αυτή τη περίπτωση είναι ενσωματωμένος, έχει σάρκα και οστά, μα, προπαντός, διαφορετικό μυαλό και τρόπο σκέψης,  και αποκεφαλίζεται∙ ο αποκεφαλισμός ως πρακτική δεν σκοπεύει μόνο στο να φοβίζει αλλά έχει και το συμβολικό χαρακτήρα του αλλάξτε κεφάλια ή μυαλά- θέλουν ένα σώμα, δηλαδή, ένα κορμί, χωρίς να σκέφτεται, καθαρά υποταγμένο στην δική τους ερμηνεία ως προς το ποια είναι η σωστή στάση προς το θείο∙  και γράφω «στάση» γιατί διαφέρει από τη «κίνηση προς» το θείο με την οποία σημαδεύεται ένας θρησκευτικός τρόπος ζωής, και όχι μια ακίνητη εικόνα που είναι παρούσα είτε στην παράνοια και σε περισσότερο βαθμό στη διαστροφική δομή, εκείνο που ο Φρόυντ θα αποκαλέσει Eine Andere Schauplatz, η άλλη Σκηνή, και αργότερα ο Λακάν θα το αναπτύξει ως ο Άλλος: σε αυτά υπάρχει μια διαφορά, κύρια, κυριότατη, για να κατανοήσουμε την αύξηση της βία στις πράξεις των φανατικών: δηλαδή, η σκηνή για το «παραδοσιακό» μάρτυρα, για παράδειγμα, των προηγουμένων χρόνων ή δεκαετιών, χωρίς αυτή να θεωρείται ιδανική κατάσταση, ήταν επικεντρωμένη στο πως θα υπηρετήσει το έργο του θεού μέσω του δικού του θανάτου, και του τι θα πάρει ο ίδιος∙ οι παραδείσιες ανταμοιβές ήταν αυτές που έθεταν τη σκηνή σε Άλλο επίπεδο, στον άλλο Κόσμο: ήταν μια ειρωνική ιδέα πιο κοντά στον καταναλωτισμό- η μεγάλη διαφορά όμως βρίσκεται στο χρόνο που εξελίσσεται η σκηνή: ο μάρτυρας σε λίγα δευτερόλεπτα ανοίγει την πόρτα της διαπραγματευτικής οδού με το Θεό, ενώ ο Τζιχατιστής παραμένει ζωντανός για να φέρει το Θεό στο κόσμο∙ από το κοσμικό, σχεδόν ουράνιο υπόβαθρο, η σκηνή μεταφέρεται εξελίσσεται στη γη, και μπορούμε να σκεφτούμε το ρόλο του σώματος και τη χρήση του σε αυτό το δραματικό υπόβαθρο, αν αυτή είναι η ιδεολογία και παράσταση του Τζιχατισμού.

 

Λένε, ανακηρύσσουν, «Δεν είμαστε εδώ για υποτάξουμε αλλά για να ελευθερώσουμε», μια πρόταση καθόλου δομημένη στη λογική του «απλά λόγια» αφού υπάρχει το πέρασμα προς τη πράξη, μα, ούτε και του καθαρού νοήματος, και που χρησιμοποιείται από τους χειραγωγούς, τόσο τους Τζιχατιστές όσο και τις Δυτικές υπερδυνάμεις με διαστροφική ευχέρεια: ιδού η διαστροφική απόλαυση της από-υποκειμενοποίησης του ανθρώπου και του καταντήματος του σε αντικείμενο, είτε αυτό υπηρετεί την απόλαυση του Θεού εξυψωμένου στη τυραννική θέση του ενσωματωμένου νόμου, ή, του υπερ-εγωικού καταναλωτισμού που προστάζει το υποκείμενο, που είναι πλέον αντικείμενο σε αυτό το σύστημα, να μην απολαμβάνει το τι καταναλώνει, αλλά να απολαμβάνει το ότι καταναλώνει∙ και στις δύο αυτές διαστροφικές φόρμουλες, θα έλεγα, και λέγω κατά την ακρίβεια, διαλύεται η διαφορετικότητα και η ελευθερία αφού λειτούργει το ιδανικό της κλωνοποίησης, αν θέλετε μιας ποιητικής συνταγής που παράγει κλώνους, τους ίδιους και απαράλλακτους∙ υπάρχει πίστη στο Ίδιο, στην ολότητα και ενότητα του νόμου που σε κανένα σημείο δεν είναι ελλιπές, και, έτσι, δεν μπορεί να χαράξει δρόμο κενού προς την επιθυμία, η οποία χρειάζεται χώρο: αυτή είναι και η μόνη εναπομείναντα επιλογή, τότε, και εννοώ τη ναρκισσιστική επένδυση στον καθρέφτη, φαντασιακή και βίαιη, που δεν μπορεί να ανεχτεί το διαφορετικό∙ επίσης, το  «Είμαστε εδώ», χωρίς να ονομάζεται ο τόπος, αλλά και αναλύοντας το γνωμικό στο περιεχόμενο της φιλοσοφίας και πράξης της οργάνωσης, μας παραπέμπει στο «Είμαστε σε αυτό τον κόσμο, εμείς του άλλου κόσμου»: η ικανότητα της διαστροφής να φέρνει τη Σκηνή μέσω της ενσωμάτωσης της λειτουργίας του Άλλου στον κόσμο, είναι η δύναμη της τζιχατιστικής ιδεολογίας, αφού εκείνος που θα υποφέρει και θα κουβαλήσει το ηθικό και πραγματικό βίαιο βάρος αυτής της σκηνής επί του κόσμου, είναι το άλλο άτομο.

 

Το όνομα του ισλαμικού κράτους και των οργανώσεων που το συγκροτούν δένεται με ένα πολύ εύθραυστο και πολυσημικό όνομα, που δεν έχει τη λειτουργία, έστω γλωσσολογική ή φιλοσοφική του Proper Name αυτού κάθε αυτού∙ το  proper name είναι μια λέξη, έγραψε ο άγγλος φιλόσοφος John Stuart Mill, που απαντάει στο σκοπό του να δείξει και να κατανοηθεί η ερώτηση «Για πιο πράγμα μιλάμε ή περιγράφουμε»∙ με απλά λόγια, είναι κάτι το σταθερό: στα αραβικά, τουλάχιστον φωνητικά, το άκουσμα της ηχολαλίας των συλλαβών που σχηματίζουν το «Ισλαμικό Κράτος» παραπέμπει στον ήχο του Αλλάχ, της λέξης Θεός, μια έννοιας φυσικά πολυπλοκότατης και που σημαδεύεται μέχρι τώρα στην ιστορία του ανθρώπου από την παρερμηνεία- μιας παρερμηνείας που δεν υπάρχει όμως κατά τον Τζιχατιστή αφού εκείνος που παρερμηνεύει είναι ο Άλλος∙ απλά, να γράψουμε, γιατί θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε σελίδες και σελίδες πάνω σε αυτό το θέμα, ότι πρόκειται για ένα «κράτος» που έχει στο όνομα του το «Θεό» αλλά πράττει τις βιαιότητες που πράττει, και που έχει σαν κύριο γνωμικό το «Μένουμε και επεκτεινόμαστε» όπως ακριβώς λειτουργεί και μια ανίατη αρρώστια ή μερικές ομάδες όγκων: ο ιδανικός Τζιχατιστής είναι η προσωποποίηση και ενσωμάτωση του Todestrieb, της Ορμής του θανάτου που ανάφερε ο Φρόυντ, μιας ορμής, και δεν εννοώ κανένα γενετήσιο ένστικτο εδώ, που είναι αδάμαστη και απολαμβάνει το υπέρμετρο: και ακριβώς μπορεί και απολαμβάνει αυτή τη βιαιότητα του υπέρμετρου επειδή το τίμημα πληρώνεται από κάποιον άλλο.

ΚΑΝΟΝΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Κανένας δεν υποφέρει από την τρέλα- ο άνθρωπος υποφέρει από την προσπάθεια του να γίνει κανονικός∙ και, σε αυτή τη πορεία, τρελαίνετε: αυτά μου είπε, πιο παλιά, μια ψυχαναλύτρια, και αυτό φαίνεται να είναι μια, τουλάχιστον, πραγματική αλήθεια μέσα από το απρόσμενο πλάνο της ζωής, και, τουλάχιστον, αυτό άπτεται στην ανθρωπινή εμπειρία των όσων «κανονικών» και απάνθρωπων καταστάσεων ζούμε στην Κύπρο∙ από την ώρα που θα γεννηθείς, οι γονείς σε φορτώνουν με χρέος, είτε αυτό είναι προς τους δικούς τους γονείς, είτε ως προς τη ζωή που θα ήθελαν εκείνοι να ζήσουν, και που, ποτέ, δεν τόλμησαν γιατί δεν άντεχαν να πληρώσουν το κόστος της ελευθερίας από το χρέος∙ από τις πολλές ερμηνείες και προ-καταλήψεις για το πού τελειώνει μια ψυχανάλυση, γιατί δεν είναι κάτι το άπειρον, δεν είναι για πάντα δηλαδή, υπάρχει αξία σε αυτό- ότι δηλαδή, μια ψυχανάλυση σημειώνει το τέλος της, όταν ο αναλυόμενος δεχτεί να πληρώσει το τίμημα αυτού που απολαμβάνει, και, αυτό ακριβώς είναι η δική του τοπολογία, το σημείο που αρχίζει να μιλάει με την ευθύνη του λόγου του∙ αυτό κάνει την ψυχανάλυση σημείο αποχώρησης προς τη ζωή και όχι σημείο άφιξης στο δωμάτιο της συνεδρίας.

 

Ένα σημείο, μια διάρκεια που διαπραγματεύεται διαρκώς,  εκείνο, δηλαδή, της ευθύνης του λόγου του υποκειμένου, που ο Λακάν το ονόμασε «γεμάτη ομιλία» αφού συνυπάρχει με τη πράξη: αυτό, ίσως, ζητείται σαν ορόσημο ενός πολιτικού άντρα: μα, και αυτοί που υπάρχουν τώρα, θα στέκονται δαιδαλώδη γλυπτά, σαν παραλλαγές και κακάσχημα ανέκδοτα του τί θα ήταν καλό να κατέχει ένας πολιτικός άντρας, επειδή ακόμα πιστεύουμε σαν λαός σε εκείνον τον «κάποιον», και δεν εννοώ ή υπονοώ οτιδήποτε θρησκευτικό εδώ, εκείνον τον δυνατό ή πλούσιο κάποιον που θα έρθει να μας σώσει- συχνή σκέψη και φαντασίωση όποιου δεν αναλαμβάνει την ευθύνη της πράξης και του τιμήματος της- που παραδίνει τη ζωή του σε «κάποιον» που έχει χεριά να κρατά και να πνίγει ζωές.

ΠΡΩΙΝΕΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Η νεαρή γυναίκα, τριάντα και κάτι, βίωνε για αρκετό καιρό την ίδια ιεροτελεστία με το που άνοιγε τα μάτια της το πρωί, με ένα απέραντο άγχος να μαζεύετε στο σώμα της,  να πλάθεται σε κουβάρι, σκληρό, σχεδόν όγκος, εκείνο το πρίσμα που, όταν διασπάται, μετατρέπεται σε πανικό∙ να καπνίζει τις εικόνες στο σαλόνι και να προσεύχεται να μη γίνει το χειρότερο: με αυτιστικό, επαναληπτικό τρόπο, σχεδόν μυστικό, παρακαλούσε να εξοριστεί αυτό το κακό και να γίνει ότι ήταν αναγκαίο για να αποφευχθεί: εκείνο που την ξυπνούσε κάθε πρωί με ανησυχία, και όχι μόνο εκείνην, και ενέπνεε το ομιλούν σώμα της να παραθέτει νοερά προσευχή, ήταν το να μην καταρρεύσουν οι Κυπριακές τράπεζες: «Πρέπει να σωθούν οι τράπεζες»∙ και, κρυφά, ακόμα και από τις ίδιες της τις προσευχές, να σκέφτεται, να υπολογίζει, πως τώρα με την κρίση θα μπορέσει να αγοράσει το σπίτι των ονείρων της σε καλύτερη τιμή∙ πρέπει να υπολογίσει το κατάλληλο χρονικό σημείο εκτός από τα λεφτά- νεαρή, όπως γράψαμε, από οικογένεια προσφύγων: έναν τάφο πολυτελείας, καθαρά κυπριακό, από εκείνους τους ακριβούς, με Ιταλικά μάρμαρα, ξύλινες πόρτες, με έργα τέχνης, με σαλόνια, με μεγάλες τηλεοράσεις για τον άντρα της τον παράγοντα που όλα τα ξέρει αλλά τρέμει την γυναίκα του∙ αυτές οι σημαίνουσες παραλλαγές ενός λάκκου, της φαντασμαγορικής ερωτοτροπίας του Κύπριου με το θάνατο και όχι με τη ζωή, την επιθυμία του, υποδειγματικός επενδυτής του να πεθάνει τη ζωή του: ιδού και η αλήθεια του «Το σπίτι θα σου μείνει»: μόνο ένας αιώνια πεθαμένος θα έδινε τόση αξία σε ένα σπίτι, ένα τάφο, ή, εκείνος που θα ζει σαν φάντασμα μέσα από τη ζωή των παιδιών του: έτσι ξέρουν να γίνονται αθάνατοι οι δαίμονες∙ και κάθονται με τις φίλες της, και άλλους παράγοντες, υπέρμαχοι της οικονομικής ανάκαμψης επί πτωμάτων, συζητώντας για αριθμούς απάνθρωπους, παγωμένοι σε μια εξίσωση λανθασμένη της τάξης του «Είτε αυτό είτε το άλλο»: έτσι μιλά ο χορτάτος για την πείνα- λέει, δηλαδή, πως είναι και η πείνα μια ιδέα∙ και έτσι γίνεται ο χορτάτος ένας άλλος μοναχός, γέροντας, σε κάποιο δαιδαλώδη Άγιο όρος όπου ακούονται μαθηματικές προσευχές.

 

Τελευταία σταμάτησε να προσεύχεται γι’ αυτό το θέμα αφού κατάλαβε την αξία της ζωής: το παιδί της πέθανε.

 

 

 

 

petros_blackandwhite

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΟΥ ΚΟΥΑΠΑ

Πρόσφατα έχει συζητηθεί, αρκετά θα έλεγα, αλλά όχι πάρα πολύ, το γεγονός της «εμφάνισης»  του Χριστού σε γνωστό μπαράκι της Λεμεσού, ένας Ιησούς Χριστός «βιολογικά μεταλλαγμένος», όπου παρουσιάζεται με μάσκα παλιάτσου, μιας αναπαράστασης της οποίας η καλλιτεχνική ομάδα προσπάθησε να χρησιμοποιήσει σαν μεταφορά για το τι γίνεται στη Κύπρο: μεταφορά η οποία απότυχε παταγωδώς, επειδή, αυτή τη χρονική περίοδο της κυπριακής ιστορίας, με τη κρίση, την ανεργία, θα γράψω και την πείνα, κανένας δεν μπορεί να ταυτιστεί ή να τραυματιστεί, έστω και σαν αστείο, με και από την εικόνα ενός καλοαναγιωμένου Χριστού∙ ο κύριος λόγος που δεν συζητήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό το περιστατικό είναι γιατί δεν περιέχει κανένα φιλοσοφικό υπόβαθρο πίσω της η ενέργεια, ή, η παράσταση, της καλλιτεχνική ομάδας του Κουάπα, που, κατά τη γνώμη μου, αν δεν πληρώνονταν από το μπαράκι μάλλον δεν θα είχαν δουλειά, αφού η αντί-αντίδραση προς ιερά σύμβολα έρχεται όταν η κοινωνία και τα σημεία αναφοράς της, θρησκευτικά και μη, απειλούνται- και αυτό που παρουσιάστηκε στο Κουάπα ήταν γελοίο, αλλα όχι αστείο, ούτε καν ανέκδοτο∙ και δεν μπορώ να χαρακτηριστώ σαν θρησκόληπτος ή θρησκευόμενος με τη γενική ερμηνεία των λέξεων, ή, μάλλον, θα είναι καλύτερα να γράψω με οποιαδήποτε ερμηνεία: για να υπάρχουν σοβαρές αντιδράσεις, που εμπνέουν τον κόσμο, πρέπει ο λόγος που περικλείεται και αρθρώνεται σε μια καλλιτεχνική πράξη να μπαίνει στη ψυχή του ανθρώπου, να την αναστατώνει- αυτό είναι μια εισήγηση για την επομένη παράσταση, με παλιάτσους ή όχι, με Χριστούς και Ά-Χριστούς.

 

Παρόλα αυτά, το γεγονός ήταν αρκετό για να δούμε πολλές απόψεις της κυπριακής κοινωνίας σε σχέση με το συμβάν∙ από την ηλιθιότητα των καλλιτεχνών και την ανακοίνωση του Κουάπα ότι δεν ήθελε με κανένα τρόπο να προσβάλει τις θρησκευτικές αξίες, μια ανακοίνωση που αν διαβαστεί καταλαβαίνει κάποιος πως αυτό ακριβώς ήθελαν να κάνουν, ως το μη καλλιτεχνικό τρόπο που το παρουσίασαν, μιας δηλαδή φτηνής απομίμησης, και πολύ κακής, μεγάλων συγγραφέων και καλλιτεχνών που είχαν μια φιλοσοφία πίσω από του τι έγραψαν ή ερμήνευσαν για τη ζωή του Χριστού, όπως ο Dario Fo, Jose Saramago, ο Νίκος Καζαντζάκης κτλ∙ και, από την άλλη έχουμε την ίδια ηλιθιότητα, μα που πηγάζει από έναν φανατισμό, από αυτούς που δεν αφήνουν τα παιδιά τους να γιορτάζουν τα καρναβάλια επειδή «είναι του διαβόλου»: πριν λίγο καιρό ένας φίλος έγραψε πως μερικά δρώμενα στη Κύπρο θυμίζουν Ιράν- και είχε δίκαιο∙ θα προσθέσω και κάποια άλλα Ιρανικά χαρακτηρίστηκα, υπονοώντας την «καλλιτεχνική» άποψη του Κουάπα, που θα ονομάσω με μια συνήθεις έκφραση  που αρμόζει για την περίπτωση, «Ο Θεός να την κάμει καλλιτεχνική»∙ και, έχουμε του γονείς των παιδιών, τους φανατικούς από τη μια πλευρά, να χαίρονται που δεν επέτρεπαν στα παιδιά τους να πηγαίνουν στο μπαράκι αυτό, και από την άλλη τους ανοικτόμυαλους να λένε «Και τί έγινε» προωθώντας τα παιδιά τους να γίνουν ψευδό-επαναστάτες επειδή οι ίδιοι είναι καταπιεσμένοι σε γάμους που δεν θέλουν, σε τεράστια σπίτια που δεν τους χωράνε, σε σώματα που δεν έχουν κατεύθυνση στη ζωή, πνιγμένοι στα ευρώ που πρέπει να σπαταληθούν στη θέση της επιθυμίας τους που θυσίασαν: και υπάρχουν και οι άλλοι, που αρχίζουν να μιλάνε με το «Πρώτα ο Θεός», ένας Θεός πλασμένος στο μυαλό τους, που δεν του αρέσουν τα αστεία, οι παλιάτσοι του Κουάπα, που δεν βλέπουν το γελοίο της κατάστασης, γυναίκες που μετατρέπονται συμβολικά σε άντρες, και άντρες εκφραστές της θηλυπρέπειας, άντρες που πειράζουν παιδιά μετά από σαράντα μέρες νηστείας- και αυτούς τους ενόχλησε το Κουάπα και ένας παλιάτσος που δεν ήταν καν αστείος, απότυχε δηλαδή στο έργο του να μας διασκεδάσει, και ειδικά όλους αυτούς τους αγέλαστους: τους σοβαροφανείς του «καλού κόσμου». Χριστούς που υποφέρουν -πολλοί- συμπατριώτες μας δηλαδή που γίνονται σιγά σιγά μοντέρνα γλυπτά, αγάλματα της πείνας- αυτοί θα μπορούσαν άνετα να μπουν πάνω στο σταυρό του Κουάπα, και όχι ο, ας γράψουμε, ο αποτριχωμένος, πρησμένος και γυμνασμένος πούλουκος με τη μασκα του παλιάτσου∙ και, από την άλλη, το πραγματικό πρόβλημα της όλης κατάστασης είναι ότι υπήρχαν άτομα που θίχτηκαν με αυτό το «έργο τέχνης» – αυτό και αν μπορεί να σχολιαστεί, αλλά δεν έχω την όρεξη, τουλάχιστον παραπάνω από αυτά που γραφτήκαν∙ τέλος πάντων.

 

Αν είναι αναγκαίο, που είναι, να γίνει κάτι πραγματικά επαναστατικό στη Κύπρο, αυτό θα πρέπει να έχει σύμβολο κάποιου είδους «Χριστό» που να μη φοράει μάσκα∙ ακριβώς αυτές οι μάσκες είναι η ρίζα του κακού: κάποιον που το σώμα του να παρα-λαμβάνει την ευθύνη του λόγου του και να πληρώνει το τίμημα της πράξης.