Τί είναι η Ψυχανάλυση- τί είναι η Λακανική Ψυχανάλυση;
Η Λακανική Ψυχανάλυση ανταποκρίνεται στο ανθρώπινο μυστήριο, ένα αίνιγμα που ίσως διαφαίνεται ελειπές μέσα από ερωτήματα όπως «Τι μου συμβαίνει;» «Τι γίνεται;», ή, ακόμα, «Γιατί αυτό να συμβαίνει σε μένα;». Τι στιγμή που ο άνθρωπος κάνει το πρώτο βήμα και επικοινωνεί με τον ψυχαναλυτή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μυστήριο του αινίγματος, η απάντηση του οποίου βρίσκεται στη προσωπική εμπειρία του καθενός, αρχίζει να ξεδιαλύνεται. Η δυστυχία και ο τρόπος που ένα υποκείμενο υποφέρει δεν είναι θέματα ξεκάθαρα. Η αξιοπρέπεια, η αγάπη και η επιβίωση – όλα αυτά τα σημαντικά συστατικά του τι είναι άνθρωπος – περικλείουν σε αυτά τη δυστυχία, οπότε ο διαχωρισμός του υποκειμένου από τη δυστυχία δεν μπορεί να είναι παρά ένα θέμα πολύπλευρο και ευαίσθητο.
Η σημερινή κουλτούρα, στη διαρκή κίνηση και αστάθεια που βρίσκεται, παράγει απότομες και τρομαχτικές αλλαγές που επιδρούν στην ταυτότητα και στα σταθερά σημεία αναφοράς κάθε πολιτισμού. Καθώς οι παραδοσιακές πυξίδες και συντεταγμένες των ταυτίσεων χαλαρώνουν, με μερικές να εξαφανίζονται, το άγχος γίνεται απεριόριστο και το υποκείμενο υποφέρει από αυτή την ασυδοσία με τη μορφή συμπτωμάτων. Παρόλο που το «υποφέρω» μπορεί να διαφέρει στο αίτιο και το μέγεθος, το άγχος προσφέρει – με το ανάλογο τίμημα – και μια οδυνηρή σταθερότητα στο υποκείμενο που υποφέρει. Οπότε, για την ψυχανάλυση, το σύμπτωμα είναι μια προσπάθεια για λύση, και πράττει έτσι ώστε να δέσει και να σταθεροποιήσει ταυτότητα και αγωνία.
Επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις στην εποχή μας, έχουν μεταμορφώσει την ικανότητα μας να θεραπεύσουμε τις αδυναμίες του σώματος – ο Νους, όχι της βιολογίας αλλά του «βίαιου λόγου» που διαμορφώνει το υποκείμενο του ασυνειδήτου, έχει μείνει μετέωρος σε αυτή την εξέλιξη περιμένοντας να φτιαχτεί από το έξω – έτσι το υποκείμενο θεωρείται «άρρωστο» και «ανισόρροπο» που χρειάζεται να γίνει ισότιμο με ένα κανονικό σχέδιο, δηλαδή ένα πρότυπο συμπεριφοράς ή κουλτούρας. Η «γιατρειά», η «θεραπεία» του Νου δεν είναι μια διαδικασία ή ένα «φάρμακο», ούτε μια τεχνική που μπορεί να δοθεί ή να χορηγηθεί στο υποκείμενο από κάποιον άλλο – δεν εμπίπτει στη φόρμουλα του γιατρού, ή του μάγου, ή του θεραπευτή, που θα δώσει την κατάλληλη θεραπεία την οποία δεν γνωρίζουμε.
Ο ψυχαναλυτής, αντιθέτως από ένα γιατρό, δεν υπόσχεται θεραπεία, ούτε θαυματουργική μεταμόρφωση του πόνου σε ευτυχία, και παρόλο που η κλινική εμπειρία δείχνει ότι η ψυχανάλυση έχει θεραπευτικά αποτελέσματα, η διαδικασία δεν μπορεί να στοχεύσει σε αυτά χωρίς να ενδυναμωθεί το σύμπτωμα: ούτε τα αποτελέσματα μπορούν να προβλεφθούν, σε σειρά ή κατεύθυνση. Επίσης, ο ψυχαναλυτής, για να «θεραπεύσει» το υποκείμενο που υποφέρει, πρέπει να ζητήσει από το ίδιο το υποκείμενο να περάσει πέραν της ευχαρίστησης της άγνοιας του, και να ξεκινήσει ένα έργο φιλίας με τη δική του γνώση. Αυτή η γνώση δεν είναι ένα πράγμα απλό – το υποκείμενο δεν γνωρίζει ότι γνωρίζει – ίσως την ώρα που θα απευθυνθεί σε ένα ψυχαναλυτή να έχει μια ιδέα ότι το σύμπτωμα της/του είναι σημείο για «κάτι» χωρίς να γνωρίζει όμως τι. Για να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτό, όχι μυστικό αλλά μυστήριο, το υποκείμενο μιλάει – άρα η ψυχανάλυση γίνεται μέσω ομιλίας κατά βάση, μια πορεία από την ομιλία στη σιωπή: διαφορετική από εκείνη του συμπτώματος.