Λ-Εγώ

Ο Πέτρος Πατούνας είναι Ψυχαναλυτής που εκπαιδεύτηκε στο Λακανικό προσανατολισμό στο Λονδίνο, στο Ηνωμένο Βασίλειο, και στο Παρίσι, στη Γαλλία. Είναι μέλος του Σχολείου του Φροϋδικού Γράμματος που εδρεύει στο Λονδίνο (The School of the Freudian Letter), όπου και ο ίδιος εξασκεί τη ψυχανάλυση, παράλληλα με τη ψυχαναλυτική πρακτική του στη Λεμεσό, στη Κύπρο. Τακτικά παρουσιάζει σεμινάρια στο Ηνωμένο Βασίλειο σε σχέση με την εκπαίδευση ψυχαναλυτών, με πιο πρόσφατες τις σειρές σεμιναρίων, «Η Ψυχαναλυτική Πράξη», και «Η Άσκησης του Ψυχαναλυτή», που παρουσιάστηκαν ή παρουσιάζονται στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.

 

Είναι συγγραφέας μυθιστορημάτων, αρκετών ψυχαναλυτικών και κοινωνικών άρθρων, μερικά από τα οποία έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες, μεταξύ αυτών, Πορτογαλικά και Ρωσικά. Πρόσφατα έχει εκδώσει το πρώτο του συλλογικό έργο για την πράξη της Ψυχανάλυσης, «The Psychoanalytic Act:  On the Formation of the No-Body», μιας συλλογής γραπτών, εκ των οποίων αρκετά, με τη μορφή διαλέξεων, παρουσιάστηκαν σε διάφορα σεμινάρια και ψυχαναλυτικές ημερίδες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το δεύτερο του βιβλίο σχετικά με την Λακανική κατεύθυνση και εξάσκηση της ψυχανάλυσης αναμένετε να κυκλοφορήσει εντός του 2015, με τον τίτλο «On the Ascesis of the Psychoanalyst», βασισμένο στην προαναφερθέντα σειρά παραδόσεων.

Περί Λακανικής Ψυχανάλυσης

Τί είναι η Ψυχανάλυση: το Αντικείμενο της Ψυχανάλυσης.

 

Η ψυχανάλυση ασχολείται και απευθύνεται στο υποκείμενο του ασυνειδήτου, το τι δηλαδή, σημαίνει το ανθρώπινο ον, ή, καλύτερα, το ομιλούν ον, αντί να αντιμετωπίσει κάποιον σαν ένα ον άρρωστο, παράλογο, τρελό επειδή παρουσιάζει συμπτώματα “ψυχολογικά” ή όχι, τα οποία είναι συμπτώματα μόνο εάν συγκριθούν με μια εικόνα του τι είναι νορμάλ. Οπότε, αντί να γίνεται μια διαδικασία απαλλαγής του συμπτώματος, η ψυχανάλυση εξερευνεί τις υποβόσκουσες αιτίες και αιτήματα αυτών των συμπτωμάτων, αυτών τον ιδιόμορφων τρόπων, μέσο των οποίων το κάθε υποκείμενο υποφέρει και απολαμβάνει- ζει. Αυτή η κίνησης προς την αιτία είναι μια προσπάθεια για συγκεκριμένη δουλειά, που αν ακολουθηθεί, η διαδικασία της ευθύνης των προσωπικών ανακαλύψεων, θα έχει σημαντικά και συγκλονίστηκα αποτελέσματα στο πώς αποφασίζει το υποκείμενο να ζήσει τι ζωή του, με την ευθύνη και το τίμημα που φέρει η πράξη προς την επιθυμία και παράλληλα προς την υπέρ-απόλαυση. Μέσα από αυτά ο κάθε αναλυόμενος καλείται να δημιουργήσει τη δική του ψυχανάλυση και τα μοναδικά σημεία αναφοράς του. Με άλλα λόγια, η ψυχανάλυση, αποτελεί ένα προσωπικό δημιούργημα που δεν υπάρχει από πριν στο μυαλό του αναλυτή αλλά ούτε και του αναλυόμενου, εφόσον αυτό που διαδραματίζεται στις συνεδρίες είναι ψυχανάλυση.

Γιατί Ψυχανάλυση;

Τί είναι η Ψυχανάλυση- τί είναι η Λακανική Ψυχανάλυση;

Η Λακανική Ψυχανάλυση ανταποκρίνεται στο ανθρώπινο μυστήριο, ένα αίνιγμα που ίσως διαφαίνεται ελειπές μέσα από ερωτήματα όπως «Τι μου συμβαίνει;» «Τι γίνεται;», ή, ακόμα, «Γιατί αυτό να συμβαίνει σε μένα;». Τι στιγμή που ο άνθρωπος κάνει το πρώτο βήμα και επικοινωνεί με τον ψυχαναλυτή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μυστήριο του αινίγματος, η απάντηση του οποίου βρίσκεται στη προσωπική εμπειρία του καθενός, αρχίζει να ξεδιαλύνεται. Η δυστυχία και ο τρόπος που ένα υποκείμενο υποφέρει δεν είναι θέματα ξεκάθαρα. Η αξιοπρέπεια, η αγάπη και η επιβίωση – όλα αυτά τα σημαντικά συστατικά του τι είναι άνθρωπος – περικλείουν σε αυτά τη δυστυχία, οπότε ο διαχωρισμός του υποκειμένου από τη δυστυχία δεν μπορεί να είναι παρά ένα θέμα πολύπλευρο και ευαίσθητο.

 

Η σημερινή κουλτούρα, στη διαρκή κίνηση και αστάθεια που βρίσκεται, παράγει απότομες και τρομαχτικές αλλαγές που επιδρούν στην ταυτότητα και στα σταθερά σημεία αναφοράς κάθε πολιτισμού. Καθώς οι παραδοσιακές πυξίδες και συντεταγμένες των ταυτίσεων χαλαρώνουν, με μερικές να εξαφανίζονται, το άγχος γίνεται απεριόριστο και το υποκείμενο υποφέρει από αυτή την ασυδοσία με τη μορφή συμπτωμάτων. Παρόλο που το «υποφέρω» μπορεί να διαφέρει στο αίτιο και το μέγεθος, το άγχος προσφέρει – με το ανάλογο τίμημα – και μια οδυνηρή σταθερότητα στο υποκείμενο που υποφέρει. Οπότε, για την ψυχανάλυση, το σύμπτωμα είναι μια προσπάθεια για λύση, και πράττει έτσι ώστε να δέσει και να σταθεροποιήσει ταυτότητα και αγωνία.

 

Επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις στην εποχή μας, έχουν μεταμορφώσει την ικανότητα μας να θεραπεύσουμε τις αδυναμίες του σώματος – ο Νους, όχι της βιολογίας αλλά του «βίαιου λόγου» που διαμορφώνει το υποκείμενο του ασυνειδήτου, έχει μείνει μετέωρος σε αυτή την εξέλιξη περιμένοντας να φτιαχτεί από το έξω – έτσι το υποκείμενο θεωρείται «άρρωστο» και «ανισόρροπο» που χρειάζεται να γίνει ισότιμο με ένα κανονικό σχέδιο, δηλαδή ένα πρότυπο συμπεριφοράς ή κουλτούρας. Η «γιατρειά», η «θεραπεία» του Νου δεν είναι μια διαδικασία ή ένα «φάρμακο», ούτε μια τεχνική που μπορεί να δοθεί ή να χορηγηθεί στο υποκείμενο από κάποιον άλλο – δεν εμπίπτει στη φόρμουλα του γιατρού, ή του μάγου, ή του θεραπευτή, που θα δώσει την κατάλληλη θεραπεία την οποία δεν γνωρίζουμε.

 

Ο ψυχαναλυτής, αντιθέτως από ένα γιατρό, δεν υπόσχεται θεραπεία, ούτε θαυματουργική μεταμόρφωση του πόνου σε ευτυχία, και παρόλο που η κλινική εμπειρία δείχνει ότι η ψυχανάλυση έχει θεραπευτικά αποτελέσματα, η διαδικασία δεν μπορεί να στοχεύσει σε αυτά χωρίς να ενδυναμωθεί το σύμπτωμα: ούτε τα αποτελέσματα μπορούν να προβλεφθούν, σε σειρά ή κατεύθυνση. Επίσης, ο ψυχαναλυτής, για να «θεραπεύσει» το υποκείμενο που υποφέρει, πρέπει να ζητήσει από το ίδιο το υποκείμενο να περάσει πέραν της ευχαρίστησης της άγνοιας του, και να ξεκινήσει ένα έργο φιλίας με τη δική του γνώση. Αυτή η γνώση δεν είναι ένα πράγμα απλό – το υποκείμενο δεν γνωρίζει ότι γνωρίζει – ίσως την ώρα που θα απευθυνθεί σε ένα ψυχαναλυτή να έχει μια ιδέα ότι το σύμπτωμα της/του είναι σημείο για «κάτι» χωρίς να γνωρίζει όμως τι. Για να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτό, όχι μυστικό αλλά μυστήριο, το υποκείμενο μιλάει – άρα η ψυχανάλυση γίνεται μέσω ομιλίας κατά βάση, μια πορεία από την ομιλία στη σιωπή: διαφορετική από εκείνη του συμπτώματος.

Ζακ Λακάν και Ψυχανάλυση

Η Λακανική Ψυχανάλυση και η επιστροφή στο Φρόυντ.

Είναι μετρημένοι οι ψυχαναλυτές που άγγιξαν το ύψος της διαύγειας του Φρόυντ, και ένας από αυτούς ήταν και ο Λακάν που πρόσφερε σημαντικότατες ανακαλύψεις, και μοναδικές, στο πεδίο της σεξουαλικής διαφοράς, και έδωσε νέες πτυχές στο περιβόητο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Ο Λακάν, ερευνούσε με πάθος  και προσοχή διάφορα θέματα και πάντα η δουλειά του στηριζόταν σε πραγματικά παραδείγματα, και μέσω αυτών ανάπτυξε την θεωρεία του. Στην εργασία του, γραπτή και προφορική, αναφέρονται οι «μυστικοί» και πολύπλευροι τρόποι του ασυνειδήτου στηριζόμενοι από την κλινική πρακτική του. Ανάμεσα στα έργα συνεισφοράς του, πολλά εκ των οποίων δημιούργησαν αντιδράσεις, αλλά και αξιοποιήθηκαν από άλλους τομείς εκτός ψυχανάλυσης, είναι η Οπτική Απόλαυση στις κινηματογραφικές σπουδές. Επίσης, αρκετοί διανοούμενοι και πολιτικοί φιλόσοφοι έχουν σαν βάση της ανάλυσης των θεμάτων τους τις θεωρίες του Λακάν, βέβαια με ένα τρόπο διαφορετικό από εκείνο της κλινικής εμπειρίας.

 

Ο Λακάν έδωσε νέα πνοή στον Φρόυντ, αναφέροντας ότι η ψυχανάλυση είναι η επιστήμη του πώς ένα υποκείμενο, ένας άνθρωπος, δημιουργείται μέσα από την κοινωνικότητα και την επίδραση του λόγου.

 

Η Λακανική Ψυχανάλυση διαφέρει από την κλασσική ψυχανάλυση του Φρόυντ, και βέβαια από το τι θεωρούν ως ψυχανάλυση άλλες ιδεολογικές κατευθύνσεις. Ο Λακάν ανέφερε ότι σε κάποιο στάδιο της ζωής τους, εκείνο που ονόμασε Στάδιο του Καθρέφτη, τα άτομα γίνονται «σε κομμάτια» σε σχέση με το σώμα τους και με τον Άλλο. Σε αυτό το στάδιο, βρίσκεται η «στιγμή» που το βρέφος κοιτάζει – και κοιτάζεται – στο καθρέφτη και αναγνωρίζει το Είδωλο σαν εαυτό. Όμως το είδωλο είναι ξεχωριστό και ξέ-χώρο, αλλά διαμέσου αυτής της άχρονης στιγμής γίνεται το ιδανικό του υποκειμένου, και δημιουργεί μια σχέση δυναμική με την εικόνα του και τον Άλλο: πλάθεται, δηλαδή, ένα σχίσμα, με το υποκείμενο να προσπαθεί να φτάσει την τελειότητα που φαντασιώθηκε μέσα από τον καθρέφτη.

 

Μια άλλη διαφορά βρίσκεται στην ετυμολογία του ασυνείδητου. Ο Φρόυντ ανέφερε ότι το ασυνείδητο είναι η αληθινή ταυτότητα του ανθρώπου που βρίσκεται βαθιά μέσα του, πέραν, δηλαδή, του συνειδητού. Με βάση τον Λακάν, το ασυνείδητο δημιουργείται διαφορετικά από την εξέλιξη του ατόμου, σαν αποτέλεσμα της γλώσσας και των διαπροσωπικών του σχέσεων. Η σεξουαλική επιθυμία, εν συνεχεία, δεν είναι η βάση όλων των επιθυμιών. Ο Λακάν επικεντρώθηκε στον «τεμαχισμό» του ψυχισμού σε εαυτό και Άλλο, ένα Άλλο που υπάρχει έξω από τον εαυτό. Οι ψυχαναλυτές στην Αμερική δουλεύουν με βασική ιδέα, ότι το Εγώ, μια συνειδητή επίγνωση του εαυτού, είναι σημαντική στη διαμόρφωση της προσωπικότητας. Ο Λακάν θεωρεί τον εαυτό διαφορετικό από το υποκείμενο του ασυνειδήτου. Ο εαυτός είναι η ιδεώδες εικόνα που κάποιος βλέπει, όταν σκέφτεται το πώς θα ήθελε να ήταν σε σχέση με τον άλλο κόσμο.

Περί Συμπτώματος

Τραύμα, Άγχος, Κρίσεις Πανικού, Κατάθλιψη/Χάσιμο Κίνητρου για ζωή, Θέματα με τη Σεξουαλικότητα, Δυσκολίες στη δουλειά ή στις σχέσεις, Εμμονές, Σύγχυση, Απροσανατόλιστος, Αυτοκαταστροφή, Εθισμοί, Μεγάλα ερωτήματα όπως «Τί σημαίνει να είσαι άντρας ή γυναίκα,» «Πώς είναι να έχεις ένα παιδί,» «ή πως είναι όταν χάνεις κάποιο κοντινό και αγαπημένο» – ανθρώπινες ερωτήσεις που χρειάζονται προσωπική ανταπόκριση και εγράφη.

Περί Ψυχαναλυτικής Συνεδρίας

Η ψυχαναλυτική συνεδρία είναι ένας χώρος, όπου είναι δυνατό το υποκείμενο να μιλήσει για το τι τον/την προβληματίζει με ένα Άλλο, και αυτό μπορεί να γίνει σε επανάληψη όπου η υπεραξία αυτών των λέξεων να χαθεί. Με την προσφορά της συνεδρίας, ο ψυχαναλυτής προσφέρεται να ακούσει τον αναλυόμενο, και επιτρέπει σε εκείνον που μιλά να ακουστεί – ο κανόνας της ψυχανάλυσης είναι ο ελεύθερος συνειρμός. Το υποκείμενο καλείται να μιλήσει για ό,τι περνά από το μυαλό του, ανεξαρτήτως αν είναι άσχετο, άρρωστο, τρελό, ανόητο. Με αυτόν τον τρόπο, αυτόν τον απλό κανόνα, ξεπερνάει το κοινωνικό όριο του να δίνει νοήμα σε ότι λέει. Αυτά δεν είναι όλα, μα είναι μια αρχή.

Με Εικόνες

Από τη διάλεξη στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, 5 Ιουλίου, 2014: Η Ρηματοποίηση του Ασυνείδητου Υποκειμένου.

ψυχαναλυτής, ψυχαναλυση, λακανικός, λακανική, πετρος πατουνας,

University of London Petros Patounas Psychoanalyst London Lacanian ψυχαναλυτης

University of London Petros Patounas Psychoanalyst London Lacanian psychoanalysis

University of London Petros Patounas Psychoanalyst London Lacanian

On Men and their Discontents

“Both not even nature itself teach you, that, if a man have long hair, it is a shame unto him?” (I Corinthians. 11:14).

 

And to him, let us forename this being a man, for whom counting the spirit of his woman with numbers and not letters- that Pharisee of a false manhood to which, as a scribe that he is, uses the woman as an object to fulfill an oedipal foretelling only to concert his masculinity in the algebraic system of a fact after prophesy, not to a structure flexible and interchanging within its desire’s flux: let us simply state that one could have called this being a man- not at all, because he knows not how to spell the name of God with vowels.

 

And they, this many a “he,” have had their chance to wear the king’s invisible clothes, of that fabric god-parented as the colors of the spirit by the fairy of fate- an expression, all too feminine for a man to bare; and, having in mind that the feminine position is on the site of love, an autocratic Gordian knot in the form of an enigma, not a question, could have been, for men as much as it should have been for women, how does a woman “wear” or “wear” those colors of the spirit- let us persist in the absence of the question mark: a color in its own right.

A Response to the Enigma of an Artist

image

 

The actual lock is localized within the junction of the two hands holding each other, but not the Other, not anymore: there, there is also posited the inner dominion of the key, for, if the key replaces the hand as an object, then this man will die: he will suffer another kind of death throughout his life- a life without his desire, not been supported by the muse, the woman. He only has one hand and, we can even say with some taste of paranoid certainty, that he had always retained one: the other one, the so called other hand, is not in chains, but on a base to devise his body, the tree: a man needs a ground so he can create space for the woman, and space is not so much associated with lack or the Nothing but with Kinesis: the woman in the Real lacks nothing- therefore, he, the man in question as the celebrated expression has it, needs that second lock so to use and bestow its stability as a force of pulling himself somehow up, and, consequently, to support the woman he desires; a man ought to love this kind of chains and locks, that is, to adore his prisons- as long as he can change their essence and from the “something to escape from” to orient his being towards the “the thing to hold onto.” Desire has this function and, as they say, it can move mountains; thus, an object of love should be easier to move. He just owns one hand because the other one is his woman- he ought to carry her along with her “weight” embodied by that oceanic vastest of an unbearable syllogism, and, when he does so, she will trust him: then the key, I mean the imaginary metallic object, will be a mere useless object for both. Such a man, or, let us say a “proper man,” who is not usually sought from women and cannot be easily perceived by men, will never ask for the key, for, his act of pulling her out is the only direction for him: he will never ask anything that would cause his hand away from hers, not even for a moment, not even in moments of crisis, as long as she has the key to his desire, which is, in precision, the geography of her own hand on his. His true “own chains” is not to allow himself asking the woman, his woman, to give the “key” to what a man has to do. That is the reference to trust: a woman will devote herself to him who can hold her being so she can fly. And, although we could use symbolism to interpret this painting, for example to think of the ball with the chain as the mother, it will not offer us the freedom to focus on the hands, akin to Michelangelo’s infamous creation of Adam: creation can be something new, beyond imitating nature and the Greeks believed that only poetry, a word including in its etymology the Creation, could have this function, of the something new, neither of the Same nor of the Other, but of the Alien: that infamous Ξένον. The child can be poetry only if both partners to this enigma of life are in orientation with their desire. The woman ought to pass through the mother to reach the question “What is a woman?” That is a creation by itself. For the man, is to allow himself to have the support of his woman and be the cherubim of her light, not to be afraid of her hand. Then, trust with turn into devotion: let us say a motion of faith towards the direction of life.

Between a Heart and a Brain

11813433_10153032485435642_1698737335073679775_n

The figures in this, somehow evolutionary picture, depict in a linear and almost educational manner the growth of the brain, that is, the heart following a minimized pathway in relation to the previous organ’s megalomaniac advancement. The heart and the brain, truth be told, have nothing to do with the other symbolic organs, the Mind and the Feelings, which belong to a pneumatic body contacted of words- and the experience of the anorexic with the mirror is as example of the latter. The organism and the body belong to different dimensions of the human experience and, thus, the common misconception and binary of “either cleverness or love,” or “love is blind and beyond logic” is incorrect. It is not that one does not think logically, but, that this same person thinks within the boundaries of an incomparable logic- this variant logic, or, let us call it thinking, is not a result of the brain but of the Nous, the Mind: Lacan has answered to Chomsky, that as a doctor he has seen many electroencephalograms and that in none of them he saw the slightest thought or idea.

 

Love does not lose its ground because we learn or we become wise; in the times of consumption people do not know and have no place in their being for love and for answering very basic questions such as “What is it to be a human being,” and “What is it to be a man or a woman.” Love, especially in its feminine volume, can only be universal- it cannot fall or be directed with a nomination of its object: like desire, it is object-less. Actually, within the context of our era, within the constant demand of “liberal” capitalism to transubstantiate the speaking subject into an oral identification with a mouth that consumes ideals, such as more money, more sex, more enjoyment, more and more or everything, love and its metaphorical organ, the heart, can be localized outside the organism: they are geographically regionalized in the gap between knowledge and feelings, both products with phallic dimensions supported by the optic values of consumerism that favors an imaginary aspect of the human subject.

A Faith which is Feminine, but not a Woman

The young woman was waiting at the city’s main square, whilst the young man was carrying two bottles of water; it was hot, a blissful hot day among those described as dangerous, a dangerous bliss, felt on the body and sometimes on the soul- when he turn towards her she called him by his name and a glimpse in each other’s eyes has revealed the enigmatic space of the mystery to be unfold with them and for them; I am not sure if I should write also in front of their eyes, for, the actor never sees his own act but through the eyes of the audience. A gypsy woman, in front of the girl who almost whispered about the splendor of the gaze, of a hypostasis that is not violent to the being speaking: She has told me that saint Paraskeui is watching over me… And she said that I was in turmoil and I have found please… At that moment she has not thought of the nature of the question What is to live, if not from the turmoil towards peace: peace will be introduced, one way or another, either through desire or through two kinds of deaths, in plural: the biological one, or the living death.

 

The young man saw a light in her eyes, and, although the gypsy’s ways were revealed to him through that look who speaks of manipulation without words, he had to make a choice, better to say to designate his act as a man sustaining his woman’s desire: even further than this: to allow space for her faith and for that glister of a feminine illumination that manifested her spirit: he chose to silent his reason- let it be, he mumbled to himself, let us accept as true that this gypsy woman is not a manipulator but has access to a different sort of knowledge. And so the young man joined this dimension, willingly, replying to the gypsy’s prophesies with a Yes, verifying and acknowledging the correctness of her oracles, a different sort of a gaze, an almost perfect example of a Panopticon as described by Foucault. Freely, as one, as a man, ought to choose the price to pay when crossing the Rubicon with that infamous expression Alea Iacta Est: that is how men act- the price comes later but it is always too little compared to the value of the Act. This is not an example of deontology by the way.

 

And the gypsy woman went on, and on and on as they say, with those sort of tricks, cheap, very cheap tricks although the obols paid might have been great in numbers- those inhuman tricks that only a human being is able to manufacture, which destroy human souls if the gypsies, as prophets, have no faith to their own oracles or when the object of their speech is money: what was the purpose of that woman’s speech?

 

And the young man knew- and the gypsy knew that he knew by the way they have exchanged some sort of communication with their eyes, and although he knew he said nothing, because on his left and somehow in front of him – indeed these moments are junctures of diverse orientations- the young woman has been taken over by her own magic, a kind of language never spoken of and so it became a belief; he has seen her shining, honored and regaining her own gift: how could he introduce logic to these beautiful happenings of a feminine soul? These are impressive events for one to remain silent- another kind of mysticism and meditative nobleness. And so he went along and admired the gift finding its rest within the existence of the young girl; and the gypsy has taken money, a lot as she has probably thought, but nothing, absolutely nothing to what she has given back, unwillingly because this particular gypsy has never learned anything about values throughout her life: that is why she was trying to trick.

 

And what is a man, if not he who supports the faith to the feminine? Only a gypsy can answer this question.

For the Love of the Father

“If anyone comes to me and does not hate his own father and mother and wife and children and brothers and sisters, yes, and even his own life, he cannot be my disciple.”

Matthew 8:18-22

 

And, although every demand is a demand for love, such said Lacan, somehow, the hand feeding the anorexic subject has been filled with too much love: and, yet, was it love that dressed this devilish object, this hand, or, should we ask another question on the nature and nurture of that sort of love- we can even place, gently and with good intentions, violent words on the lips of the feeder, who does not eat but feeds: “I will love you as long as you are the object of the enjoyment.” It is in this violent, almost procrustean manner that family romances are built, beyond good and evil, and at the level of a fantasy of enjoying identifications and a place for our being and body; I wrote procrustean because the subject has to lose its own desire and its own body so to serve, not difference, but the Same. The mirror never voices that it wants separation, but that it strives for unification: love can exists through difference and around a void, not opposition and identifications. For, a man tenders to reduce the woman into an object, himself to become anorexic, not to see his own desire and- and the woman, in her turn, to discover the woman through the man. None accepts to be castrated; none accepts the anxiety of what saint Francis of Assisi has exemplified as love for the universal, beyond any name, but not beyond any cause.

 

And that beautiful girl, anorexic towards her own desire because she has been trapped into the hysterical revolution of the truth and its exposure, a truth by which the master’s power is castrated- has spend her energy to reveal to her own father how he should have been as man, as a father; and to her mother, a man without the ability to secure the woman’s body: wrong choices they say, but, in fact they were the right ones according to this personal, very personal for each subject myth, who interprets basic questions that have never been asked- let us say not asked and not even murmured most of the times. Wrong choices- they are the right ones if one’s dedication is to prove to the father how he should have been as man: the philosopher said, that “He who lives fighting an enemy must have an interest in the preservation of the enemy’s life…” for the love of the father. The hysterical revolution aims in exposing the master, only to put another one in its place, to be exposed again, castrated- that is not the direction of desire, neither of love, no matter how much ones loves its enemies.

On Ghosts and the Letters of Love

The young man’s flesh has been encountering the anxiety of the voice as soon as he opened his eyes; this is quite mistaken to articulate because, at nights, without him knowing it, and, whilst he was sleeping, the eyes of a fairy, of a woman who could hear the sounds of the trees and their whistling songs, have been observing the possession of his body by the same voice, a voice, though one he had never heard by his ears, neither has he ever been able to write it, or read it: she was looking at his figure shaking, trebling, a presence of some sort of an evil, to which the cure was mere love- to alter without an altar and a sacrifice the metaphor of this subject.

 

And the voice murmured with kindness, this time but not only once, “Shaul, Shaul: Why do you persecute me?” It could have been a thought in a wise-man’s head that this man was not nominated as Shaul, not even as Paul- the name he has received after this baptism of kindness and beauty- that the young man was made of earth and stone, hard and solid and equally dry and wet, as a soil exemplifies with its peculiar moods: but he, in all his mystification, has honoured the reversed message of a destiny, another prospect to where he will have to allocate his being, for, the things and matters of the enigma called life are unpredictable and, it happens from time to time, that flowers cultivate themselves in dehydrated topologies: these happen to be the most rare and most beautiful- certainly they are brave: almost inconceivable, almost as much as this voice vocalising him.

 

Under the darkness and the veil of a sorrowful night a commanding bright sun has been refined; it is light that allows one to love its own dimness and use the agony as a space for the initiative of illumination, and this is the new direction of the Drive and of the body who does not only speak, but Acts: not without the bearing of a responsibility, which is that which, at the end, assists one to arrive from the uncanny to the world: because, the world is the Scene of the kinesis of life.

 

And the young man replied to the voice, once it has been heard not at the level of the flesh or of the organism: “I have loved my horrors and that is why I can transubstantiate them into dreams.” It was Dolto who said that subjects ought to construct the dexterities of dignified graves for their ghosts: let it be that one walks in silence for a moment until it is recited “But my horror it is precisely that grave- I am the ghost.” It is at that point of such a realization, when the subject transliterates terror into a love letter.

 

ΑΠΛΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ

Κανονική Κύπρια- με τις σπουδές της, το στυλ που διαμορφώθηκε με επιδράσεις από την Ελλάδα, την Αμερική την Αγγλία: πήρε από αυτές τις κουλτούρες οτιδήποτε ήταν βασικά κυπριακό, οτιδήποτε θα της έκτιζε ένα ομοίωμα ώστε να φτιάξει το σώμα της και τον λεγόμενο εσωτερικό κόσμο της για να προστατευτεί από το, σχεδόν παντοδύναμο, Βλέμμα: ο άλλος τρόπος είναι η κλαίουσα ταλαιπωρημένη γυναικά, σαρκικό ομοίωμα εκείνης της κούκλας νεράιδας με το κεφάλι σκυμμένο προς τα κάτω. Καθαρά, ξεκάθαρα τα λόγια της: δεν μπορώ να πω όχι στη μάνα μου, συνειδητά, και, έτσι, ανέλαβε με το να χαραμίσει την επιθυμία της, τη ζωή της όλη, στο να αφιερωθεί στην εκπλήρωση αυτής της άλλης επιθυμίας, μάλλον ας πούμε καλυτέρα της δικής της υπέρ-απόλαυσης. Το «παιδί» ήταν καλό, κανονικός κύπριος που ακριβώς αυτό ήθελε: δεν άγγιζε κανένας τον άλλο, και δεν εννοώ το σεξ, ή την πράξη αυτή κάθε αυτή· τα σώματα τους δεν επικοινωνούσαν με αυτό που θα μπορούσες να χαρακτηρίσεις σαν ισομερισμός στην επιθυμία. Καθαρά κυπριακά μαθηματικά που εξελιχτήκαν από το «γυναικά με σπίτι» και το «άντρας με λίρες» στο ακόμα χειρότερο για την ελευθερία του υποκειμένου, «είναι του στυλ μου», «του κύκλου μου»: ότι πρέπει για την εικόνα· τα σώματα και ο μύθος του πως συσχετίζεται ένα υποκείμενο με ένα άλλο χάθηκε και αντικαταστήθηκε με εξισώσεις: κανένας δεν μιλά για την αγάπη, έστω και σαν φαντασίωση, κανένας δεν θέλει να είναι τρωτός- ο Φρόυντ είπε πως στην αγάπη ο άνθρωπος είναι πιο τρωτός από ποτέ: αφήνει τον εαυτό του να ευνουχιστεί, να αγαπήσει, να αγαπησεί: αφαιρούνται δηλαδή και οι δύο φαλλοί και στην θέση του υπάρχει το κενό της επιθυμίας· απλά μαθηματικά, απλή εφαρμογή του τύπου∙ τόσες σπουδές, τόσες επιδράσεις για να γίνουν κανονικοί κύπριοι: να κάμουν μωρά και να αφήσουν περιουσία: μα, η πραγματική παρακαταθήκη που αφήνουν στα παιδιά τους είναι να μην πράττουν ποτέ προς την επιθυμία τους- τί χειρότερο να κληροδοτήσει ένας γονιός προς το παιδί του;

 

Αυτός το ίδιο∙ το ίδιο σαν την μέλλουσα σύζυγο του∙ δεν, ούτε καν, δεν διερωτάται γιατί έχει πίστη στο «έτσι είναι τα πράγματα», αυτό ακούει γύρω του- το ίδιο, η ίδια μαθηματική εξίσωση της κουλτούρας που εμποδίζει την ελευθερία, όχι μόνο του λόγου αλλά και της σκέψης: ούτε καν να σκεφτούν το τί θέλουν, έστω και το τί δεν θέλουν∙ και, ναι, έχει μεγάλο τίμημα να αρθρωθεί τέτοιος λόγος: ο άντρας πρέπει να είναι μάγκας και η γυναίκα νεραΐδα: σπάνιο φαινόμενο για μαθηματικούς που δεν έχουν την παραμικρή πίστη σε παραμύθια∙ απλή εφαρμογή του τύπου: υπό τη δύναμη του βλέμματος: «έτσι είναι η ζωή»- όχι δεν είναι έτσι: εσύ την έκανες έτσι∙ ιδού και η ευθύνη του υποκειμένου στην υπέρ-απολαυση του τραγικού που δεν αναλαμβάνεται ως αναγκαία τοπολογία της επιθυμίας.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΗΣ

Και έχει πει ο Λακάν για το σύμπαν και την αγάπη…

 

Και εσύ στα δεκαέξι σου, που μοιράστηκες το σώμα σου με άτομα τα οποία ξέχασες, μοιρασιά μαρασμού που δεν ήταν καν στην διαδικασία του ερωτήματος της θηλυκότητας, αν δώσεις το σώμα σου εκατό φορές σε μια προσπάθεια να φτιάξεις τη Γυναίκα μέσα από μαθηματικές εξισώσεις: εκατό, αριθμός που φαντάζει μύθος τερατουργίας στα αυτιά του παιδιού που δεν ξέρει να μετρήσει πέραν του δέκα, του παιδιού που ακόμα πιστεύει στο Ένα, εκείνο που επαναλαμβάνεται γι’ αυτό και είναι Ένα- αυτό που επαναλαμβάνεται είσαι εσύ έστω και μέσα από την Αλγεβρική συνάρτηση των εκατόν εραστών∙ πράγματι, μετράς ακόμα ένα μέρος του σώματος σου να χάνεται και μαζί τους να εξατμίζεται εκείνο που, με το τρόπο σου, το φαντάστηκες σαν αγάπη, και που, μέσα από τα λόγια του Φρόυντ, θα μπορούσες να το περιγράψεις σαν μια ακόμα υστερική λύση αφού διέπεται μέσα από τον άντρα και ποτέ διαμέσου της επιθυμίας σου∙ δέκα, είκοσι, εκατό: και έχει πει ο Λακάν για το σύμπαν και την αγάπη… Ποιά αξιωματική απόλαυση απιθωμένη και εξυψωμένη σε ιδανικό, ποια αξία υπάρχει σε αυτό που επανα-λαμβάνεται, που επανα-λαμβάνεται χωρίς εκείνο το χέρι που θα απαλύνει το βάρος του σώματος σου για να μπορεί το πνεύμα σου να διαχυθεί στη Πνοή του Λόγου, αφού κανένας από αυτούς τους Εκατόν δεν θα παραδώσει στα δικά σου χέρια σου το Εν Πάντα της παγκόσμιας γλώσσας και της αναπνοής σου- και, ακόμη πιο σοβαρό σαν απορία, ποια η αινιγματική χρήση αυτής, όχι αποτυχίας μα της επιτυχημένης επανάληψης: και, αν κανείς από αυτούς, πολύ πιο θηλυκοί από εσένα, δεν κατάφερε να σου προσφέρει το Άπειρο του σύμπαντος που χρειάζεται ο ψυχισμός σου ώστε να διασπάσεις την επανάληψη και την απόλαυση του, όχι του «Δεν υπάρχουν άντρες, αλλά του Υπάρχουν μόνο γυναίκες», είναι επειδή εκείνο που είναι πραγματικά Ένα δεν υπόκειται στο λόγο σου: αυτό είναι που σε κάνει το Ίδιο, για να μπορείς να δεις τον καθρέφτη.

 

Και, για την αγάπη σου χρειάζεται πρώτα να μάθεις να περνάς πέραν της θύρας της ονοματοποιίας, ώστε αυτή, αυτή η αγάπη γένους θηλυκού και χωρίς όνομα, που πολλοί μύστες την ενέγραψαν πέραν και από το Θεό περιγράφοντας την σαν σοφία, και έτσι με αυτό τον τρόπο θα μπορείς να αγαπήσεις μη συγκεκριμένα τον άδειο χώρο της επιθυμίας∙ θα μπορέσεις, δηλαδή, να δώσεις κίνηση ταυτόχρονα στην τοπολογία του ερωτήματος του «Τί πάει να πει γυναίκα», μα, ακόμα καλύτερα, του «Τί μπορεί να πει η γυναίκα»∙ δεν μιλώ, δεν γράφω, για τη σάρκα μα για εκείνο το μη-σώμα που γεννιέται από τη θεία διάσταση της θηλυκότητας και τη σχέση της με το σημαίνον, ασώματο όσο και ο Θεός, τόσο, τόσο όσο και εκείνη η προ-αναφοράς σοφία: και, η νεαρή, που ζωγράφιζε σώματα αγκαλιασμένα, με τα κεφάλια σκυμμένα, με τα μαλλιά πεσμένα μπροστά ώστε δεν έβλεπες το πρόσωπο∙ με αυτό τον τρόπο κρυβόταν από την περιβόητη παράλυση του Βλέμματος: αλήθεια, πόσο θα ήθελε να την κοιτάξει ο πατέρας ειδικά τις στιγμές της κακοποίησης από το παππού, από τη μεριά του πατέρα, του πατέρα του πατέρα- και αυτός θύμα αυτής της κακοποίησης, της τόσο αποθαμένης στην απώθηση και την απόλαυση ώστε να χαραμίσει στην καταστροφή όλη του τη ζωή: να τη κακοποιεί: αγάπη και έρωτας με τη βία, αντί του ονόματος της αγάπης.

 

Και σε κάποια στιγμή, σε εκείνο το μεγάλο έργο της ζωής, που κινείται ασταμάτητα έστω και στην ίδια Σκηνή του οικογενειακού Λόγου, από γενεά σε γενεά, όσο και αν η απόλαυση του υποκειμένου θέλει τη στάση, Άλλου είδους εικόνα που με ευλάβεια πιστού αφιερώνεται σαν τάμα η ύπαρξη και το σώμα, συγκαταβατικά και με απώτερο σκοπό την κάλυψη του κενού, η νεαρή αποφάσισε να αξιοποίηση το χώρο του Τίποτε: και ήταν σε αυτή την απόφαση όπου η ζωγραφιά της αφιερώθηκε στην αντονομασία της ζωής, την αεράτη κίνηση όπου το τίποτε έχει αξία: και εκεί σε εκείνο το υπαρξιακό τελετουργικό του «Τί κάνω με το άδειο του σωματικού χώρου», αγκαλιάστηκε από την Ιπποτική αγάπη.

 

…Και έχει πει ο Λακάν για το σύμπαν και την αγάπη: τί σημασία έχει πόσους εραστές είχες, αν κανείς από αυτούς δεν κατάφερε να σου παραδώσει το σύμπαν…

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΜΙΑ ΝΕΑΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

Να σέβεσαι το σώμα σου και τη ψυχή σου- ότι και αν σημαίνουν αυτές οι έννοιες για σένα, ότι και να πιστεύεις· αυτός ο σεβασμός είναι η σταθερά της ζωής σου, αυτό που, η πορεία σου σαν άνθρωπος, σαν γυναικά μέσα στο μεγάλο πλάνο της ζωής σου, θα σου μάθει πως είναι ο μοναδικός πόλος με βάση τον οποίο μπορείς να κατευθυνθείς με σιγουριά- αυτή η ευθύνη της ηθικής της επιθυμίας σου είναι το όργανον που χρησιμοποιείται για να διαλέξεις το τι θα πληρώσεις και πότε: αυτό είναι που εξαιρείται από τη συνεχόμενη κινηματική δύναμη της ζωής, που θα σου είναι η πυξίδα για το ταξίδι, ναι, αυτό της ζωής, που πολλοί αρέσκονται στο να φαντάζονται σαν στάση, στασιμότητα, μια εικόνα που πλάθεται ακίνητη, πεθαμένη εικόνα ακόμα και αν τα πρόσωπα γελούν, με ένα μεγάλο σπίτι, μια καλή δουλειά, αυτά που διεγείρουν την όρεξη δηλαδή των πεθαμένων.

 

Και αν χρειαστείς σύντροφο, κανόνισε να πιστεύει στην κίνηση, στη ζωή, και η αγάπη του να μην είναι για σένα τα πάντα μα η στήριξη στην επιθυμία σου που δε μπορεί να υπακούει παρά μόνο τη φωνή της ζωής, της δικής σου·  αυτό πάει να πει άντρας: εκείνος που μπορεί να κρατήσει το σώμα σου για να μπορείς εσύ να αγγίξεις το Άπειρον που, μοναδικά, η γυναικεία φύση το καλεί· σε αυτό το κάλεσμα, να μιλάς, και, θα ξέρεις ότι πραγματικά μιλάς και πως είσαι στη σωστή κατεύθυνση άμα η ομιλία σου γίνει αναπνοή, όταν δηλαδή βιώνεις την Πνοή του Λόγου σου· σε αυτόν να βρίσκεις, αν είναι δυνατόν, εκείνον που θα μπορεί να παραλάβει την ομιλία σου για να μπορείς να του δώσεις απλόχερα και την ύπαρξη σου, που, εν σάρκα, γίνεται η κίνησης της επιθυμίας σου: και, αν αυτός δεν μπορεί να κρατήσει στους πνεύμονες του την αναπνοή σου, για να σου την επιστρέψει, δεν μπορείς ποτέ να τον αποκαλέσεις σύντροφο στην εισπνοή σου- αφού σαν γυναίκα, η επιθυμία σου βρίσκεται και μετακινείται, μεταμορφώνεται, μεταμορφώνεται τόσο όσο και το οξυγόνο που αποτελεί το πλαίσιο σου, στα δάση που μπορείς, μόνο εσύ, να ακούσεις τα φωνήματα και τις ηχολαλίες, εκεί, που κάποτε θα μπορούσαν να υπάρχουν νεράιδες.

 

Να μπορείς να θυμηθείς πότε και που μπορούσες να ανασάνεις- γιατί ο σκοπός του λόγου σου δεν είναι η κατανόηση, ή, η συνεννόηση, μα η ζωή.

Η ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Αυτά που έβλεπε, μάλλον, ας είμαστε ειλικρινείς, αυτά που βίωνε μπορούσε να τα θέσει σε μια ευθεία ιστορική αναδρομή από τον καιρό που ήταν παιδί∙ τότε έλεγαν οι γονείς του και ο παιδίατρος πως ήταν λόγο του πυρετού, πως το ταβάνι δεν μεγάλωνε, και δεν γινόταν ελέφαντας να τον πλακώσει- ήταν απλά, έλεγαν, λόγο του πυρετού- ούτε καν πως ήταν ο Λόγος του πυρετού: η Γή, το υπνοδωμάτιο, το κρεβάτι του, από τότε, είχαν σουρεαλιστικά νικούμενα σχήματα, ποτέ ά-σχημα, σε συνεχόμενη κίνηση, κάτι, θα μπορούσαμε να πούμε εκ των υστέρων, σαν ένα σύμπαν γένους θηλυκού που αναπλάθεται και επεκτείνεται ακόμα και πέραν του σημαίνοντος και δεν μπορεί να μιληθεί: κάτι σαν Αναπνοή εκείνου του σώματος που δεν είναι της σάρκας και που η αντανάκλαση του Ανορεκτικού υποκειμένου στο καθρέφτη μας διδάσκει καθαρά πως η εμπειρία του να ζεις σε ένα σώμα δεν είναι οργανική αλλά του σημαίνοντος λόγου∙ έτσι εισάγεται, κάπως μυστικά και χωρίς φόρμουλα, άχρονα και σε μη οριζοντίωση με το χρόνο, ο λόγος στη σάρκα, και ενσαρκώνεται το υποκείμενο, πλάθοντας με αυτό τον τρόπο το Όν που Μιλάει: ιδού η ασκητική της ζωής και της σκηνής που επαναλαμβάνει τον εαυτό της ώστε να δημιουργήσει το Ένα.