Και έχει πει ο Λακάν για το σύμπαν και την αγάπη…
Και εσύ στα δεκαέξι σου, που μοιράστηκες το σώμα σου με άτομα τα οποία ξέχασες, μοιρασιά μαρασμού που δεν ήταν καν στην διαδικασία του ερωτήματος της θηλυκότητας, αν δώσεις το σώμα σου εκατό φορές σε μια προσπάθεια να φτιάξεις τη Γυναίκα μέσα από μαθηματικές εξισώσεις: εκατό, αριθμός που φαντάζει μύθος τερατουργίας στα αυτιά του παιδιού που δεν ξέρει να μετρήσει πέραν του δέκα, του παιδιού που ακόμα πιστεύει στο Ένα, εκείνο που επαναλαμβάνεται γι’ αυτό και είναι Ένα- αυτό που επαναλαμβάνεται είσαι εσύ έστω και μέσα από την Αλγεβρική συνάρτηση των εκατόν εραστών∙ πράγματι, μετράς ακόμα ένα μέρος του σώματος σου να χάνεται και μαζί τους να εξατμίζεται εκείνο που, με το τρόπο σου, το φαντάστηκες σαν αγάπη, και που, μέσα από τα λόγια του Φρόυντ, θα μπορούσες να το περιγράψεις σαν μια ακόμα υστερική λύση αφού διέπεται μέσα από τον άντρα και ποτέ διαμέσου της επιθυμίας σου∙ δέκα, είκοσι, εκατό: και έχει πει ο Λακάν για το σύμπαν και την αγάπη… Ποιά αξιωματική απόλαυση απιθωμένη και εξυψωμένη σε ιδανικό, ποια αξία υπάρχει σε αυτό που επανα-λαμβάνεται, που επανα-λαμβάνεται χωρίς εκείνο το χέρι που θα απαλύνει το βάρος του σώματος σου για να μπορεί το πνεύμα σου να διαχυθεί στη Πνοή του Λόγου, αφού κανένας από αυτούς τους Εκατόν δεν θα παραδώσει στα δικά σου χέρια σου το Εν Πάντα της παγκόσμιας γλώσσας και της αναπνοής σου- και, ακόμη πιο σοβαρό σαν απορία, ποια η αινιγματική χρήση αυτής, όχι αποτυχίας μα της επιτυχημένης επανάληψης: και, αν κανείς από αυτούς, πολύ πιο θηλυκοί από εσένα, δεν κατάφερε να σου προσφέρει το Άπειρο του σύμπαντος που χρειάζεται ο ψυχισμός σου ώστε να διασπάσεις την επανάληψη και την απόλαυση του, όχι του «Δεν υπάρχουν άντρες, αλλά του Υπάρχουν μόνο γυναίκες», είναι επειδή εκείνο που είναι πραγματικά Ένα δεν υπόκειται στο λόγο σου: αυτό είναι που σε κάνει το Ίδιο, για να μπορείς να δεις τον καθρέφτη.
Και, για την αγάπη σου χρειάζεται πρώτα να μάθεις να περνάς πέραν της θύρας της ονοματοποιίας, ώστε αυτή, αυτή η αγάπη γένους θηλυκού και χωρίς όνομα, που πολλοί μύστες την ενέγραψαν πέραν και από το Θεό περιγράφοντας την σαν σοφία, και έτσι με αυτό τον τρόπο θα μπορείς να αγαπήσεις μη συγκεκριμένα τον άδειο χώρο της επιθυμίας∙ θα μπορέσεις, δηλαδή, να δώσεις κίνηση ταυτόχρονα στην τοπολογία του ερωτήματος του «Τί πάει να πει γυναίκα», μα, ακόμα καλύτερα, του «Τί μπορεί να πει η γυναίκα»∙ δεν μιλώ, δεν γράφω, για τη σάρκα μα για εκείνο το μη-σώμα που γεννιέται από τη θεία διάσταση της θηλυκότητας και τη σχέση της με το σημαίνον, ασώματο όσο και ο Θεός, τόσο, τόσο όσο και εκείνη η προ-αναφοράς σοφία: και, η νεαρή, που ζωγράφιζε σώματα αγκαλιασμένα, με τα κεφάλια σκυμμένα, με τα μαλλιά πεσμένα μπροστά ώστε δεν έβλεπες το πρόσωπο∙ με αυτό τον τρόπο κρυβόταν από την περιβόητη παράλυση του Βλέμματος: αλήθεια, πόσο θα ήθελε να την κοιτάξει ο πατέρας ειδικά τις στιγμές της κακοποίησης από το παππού, από τη μεριά του πατέρα, του πατέρα του πατέρα- και αυτός θύμα αυτής της κακοποίησης, της τόσο αποθαμένης στην απώθηση και την απόλαυση ώστε να χαραμίσει στην καταστροφή όλη του τη ζωή: να τη κακοποιεί: αγάπη και έρωτας με τη βία, αντί του ονόματος της αγάπης.
Και σε κάποια στιγμή, σε εκείνο το μεγάλο έργο της ζωής, που κινείται ασταμάτητα έστω και στην ίδια Σκηνή του οικογενειακού Λόγου, από γενεά σε γενεά, όσο και αν η απόλαυση του υποκειμένου θέλει τη στάση, Άλλου είδους εικόνα που με ευλάβεια πιστού αφιερώνεται σαν τάμα η ύπαρξη και το σώμα, συγκαταβατικά και με απώτερο σκοπό την κάλυψη του κενού, η νεαρή αποφάσισε να αξιοποίηση το χώρο του Τίποτε: και ήταν σε αυτή την απόφαση όπου η ζωγραφιά της αφιερώθηκε στην αντονομασία της ζωής, την αεράτη κίνηση όπου το τίποτε έχει αξία: και εκεί σε εκείνο το υπαρξιακό τελετουργικό του «Τί κάνω με το άδειο του σωματικού χώρου», αγκαλιάστηκε από την Ιπποτική αγάπη.
…Και έχει πει ο Λακάν για το σύμπαν και την αγάπη: τί σημασία έχει πόσους εραστές είχες, αν κανείς από αυτούς δεν κατάφερε να σου παραδώσει το σύμπαν…