ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΠΟΥ ΕΝΟΧΛΕΙ

Και θα έπαιρνε αμέτρητες βόλτες τα παιδιά της οικογενείας, της γειτονιάς, σχεδόν αμέτρητα παιδιά, λάθος αυτό, είναι μετρημένα και σε τρεις σχεδόν γενεές: και απάνω στη μοτορούα χαμηλού κυβισμού, σε μια από αυτές τις πολλές φορές, ψιθυρίζει στο αυτί του παιδιού που τραβήχτηκε στο μπροστινό μέρος του καθίσματος «Σε ενοχλεί το πουλί μου»; Με αυτόν τον τρόπο, μέσα από ερώτηση, έβαλε όλο το βάρος σε ούτε έξι χρονών παιδί, αγόρι• δειλός, άρρωστος- μόνο ένας σατανάς με πολύ κακές προθέσεις θα πρόσθετε συλλαβές ώστε να αρθρωθεί αυτού του είδους ερώτηση: μόνο ένας δαιμονικότατος λόγος θα ρωτούσε ένα παιδί τέτοιο πράγμα. Αυτά τα γεγονότα, και μερικά άλλα, για ένα κορίτσι που φτηνά τη γλύτωσε από τις ορέξεις του, φτηνά γιατί αυτοί τραυματίζουν την ψυχή με τον τρόπο που θα κοιτάξουν ένα παιδί, με αυτήν την κακία που όμοιά της δεν υπάρχει, ειδικά για ένα παιδί• και αυτά τα γεγονότα όπως είχα αρχίσει να γράφω, είχαν μιληθεί τριάντα χρόνια μετά, και για το αγόρι και για το κορίτσι που είχε τότε έρθει διακοπές από το Λονδίνο- μιλήθηκαν και ακούστηκαν: μάρτυρες ο παιδεραστής, ο σύγαμπρος και η γυναίκα του• μετά ακολούθησε σιωπή γιατί το αιώνιο γνωμικό, το παλαβό, «Δείξε μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι», θα έχει μάλλον τη βάση του σε αυτήν την περίπτωση. Θα ζύγισε ο σύγαμπρος τις κινήσεις του όπως έκανε πάντα και αποφάσισε να αφήσει να πράγματα να ταφούν μέσα στα οστά του χρόνου: «Και τι να κάμω- να του έλεγα να μην ξαναέρθει στο σπίτι μου»; Ναι, αυτό έπρεπε να κάμεις.

Αυτό έπρεπε να κάμει και αυτός ο δαίμονας, που έπρεπε να κάμει πιο πολλά και από πιο πριν, επειδή ο κολλητός του θα έπαιρνε παιδιά βόλτες για να ερεθιστεί και να αυνανιστεί μετά στο αποχωρητήριο• δίπλα από αυτό το μέρος, «το μέρος», υπήρχε το υπνοδωμάτιο των ξένων όπου τα παιδιά που ανάγιωσε η γυναίκα του, μπορούσαν να κοιμηθούν όταν χρειαζόταν: στεκόταν στην πόρτα, καλοκαίρι, τα έβλεπε με τα εσώρουχά τους και αυνανιζόταν κάτω από τον παραστατό της• κάποια από αυτά τον είχαν δει• ένα είχε αναπτύξει φοβίες, τις «συνηθισμένες» θα πουν τα βιβλία, αυτής της ηλικίας που, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο θα τα περάσουν «όλα» τα παιδιά. Και τα βράδια το παιδί θα κάλυπτε το σώμα του με το σεντόνι, το κεφάλι, όλος κρυμμένος εκτός από μιας αναπνοής εκατοστά να παίρνει αέρα, μα, και αυτός, ο αέρας, να αναπνέεται αργά και αθόρυβα γιατί έπρεπε να κάνει τον νεκρό• μόνο έτσι δεν θα του έκανε κακό ο δαίμονας. Και έτσι είχε ξεκινήσει από τότε μια πρακτική της εξερεύνησης των πεθαμένων, εκεί όπου ένιωθε ασφαλισμένος: οι ζωντανοί είχαν δείξει τις δαιμονικές τους ικανότητες…

FIAT LUX ΕΩΣΦΟΡΕ

Γενηθήτω φῶς- Fiat Lux, Lux, Lucifer: Εωσφόρος: αυτός που είναι φορέας φωτός∙ το παιδί έκλαιγε όταν αντίκριζε την εικονική εικόνα εκείνη, μάλλον πασίγνωστης κακής ποιότητας αντιγράφου γνωστού πίνακα, την εικόνα εκείνη που ήταν καθιερωμένη σε πολλά σπίτια κυπριακά, αύτη με το δακρυσμένο κορίτσι που κρατά ένα άσπρο κερί: Fiat Lux, και το αγόρι έκλαιγε, τρομοκρατημένο δεν μπορούσε να πάει στο αποχωρητήριο. Ήταν διπλά από αυτό, το πιο καθαρό «μέρος» του σπιτιού αφού καθαρίζεται περισσότερο, όπου είχαν βιαστεί τα δρώμενα, μεθοδικά όπως χαρακτηρίζει αυτούς τους ελεεινούς∙ και δύο αντιθέσεις, και μία σχεδόν ερώτηση, σχεδόν έκκληση- υπάρχει Θεός στο αποχωρητήριο, βλέπει εκεί μέσα, αν πράγματι βλέπει τα πάντα- ακόμα και εκεί- και αν βλέπει, πως αντιδρά στις αηδίες που διαδραματίζονται με τα ανθρώπινα σώματα ή σε αυτά: και δεν γίνετε λόγος για να κόπρανα, μα για το αγόρι που βιαζόταν στο αποχωρητήριο: αυτή ήταν η ερώτηση που θα είχε σε σχέση με το βλέμμα του Θεού και παντοδύναμου, όταν αδύναμο δεν μπορούσε να αντιδράσει στον ενσωματωμένο σατανά- τον θείο.

Και δεν ήταν φως που ήθελε πραγματικά να γεννηθεί, μα κίνηση, να κινηθεί να φύγει, το σώμα παραλυμένο- δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να παραλληλιστεί σε ισοτιμία με το πάθος του Ιησού εκτός από τον τρόμο ενός παιδιού μπροστά στην ορμή του παιδεραστή: Γενηθήτω φῶς- Fiat Lux, λάθος, Fiat Flux∙ φτερά, φτερά θα έδινε ένας πραγματικός Θεός που ήθελε να πράξει και εκτός του μεγάλου σχεδίου του για να σώσει το παιδί: και θα του δώσει αργότερα στη ιστορία και με άλλους τρόπους, γιατί, όπως έχουν να πουν, και καλά κάνουν, «Άγνωστοι αι βουλαί του Κυρίου» όσο μυστήριες είναι και το πώς θα εξελιχθούν τα παιδιά αυτής της ίδιας οικογένειας, πολλά παιδιά, τα οποία θα σημαδεύσει ο ίδιος δαίμονας- και το καθένα θα πάρει την πορεία του, κρυφά και μακριά από το φώς, όλα εκτός από ένα, επειδή αυτό θα μπορεί να δει και να ακούσει ήχους και χρωματιστές φιγούρες από τα παιδία ορισμού των σκιών: από εκεί δηλαδή που οι αντανακλάσεις δεν βλέπουν τους δαίμονες τους, εκεί όπου οι οφθαλμαπάτες έχουν σώμα.

Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΤΕΡΑΤΟΣ

Ο Έρικ Φον Ντένικεν στα βιβλία του έφερνε ένα εξωπραγματικό όν, κάτι που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί άνθρωπος, ως τον κύριο παράγοντα γνώσεως και συνεισφοράς, για παράδειγμα στις πυραμίδες της Αιγύπτου∙ και τι πιο βάρβαρο και απάνθρωπο από τον τρόπο που προσέγγιζε αυτός τα παιδικά σώματα, με εκείνη την αναισθησία στο πρόσωπο και τις ρυτίδες του, τις ρυτίδες του ανθρώπου της δουλειάς, όχι εκείνου του γραφείου: «Εμείς είμαστε καλύτεροι εραστές από αυτούς του γραφείου»,- όμως άλλα θα πουν οι πόρνες∙ οι πόρνες ξέρουν: αυτό δεν το έμαθε∙ γιατί ο τρόμος στα μάτια του παιδιού ερμηνεύεται από αυτόν σαν ετυμηγορία «Είσαι ο καλύτερος εραστής» και αυτή σίγουρα δεν είναι η φωνή του παιδιού. Και υπήρχαν και πιο βάρβαροι και πιο απάνθρωποι από αυτόν, όντα πολύπλοκα και δαιμονικά με αιμοβόρους τρόπους, αυτοί, οι δύο σύγαμπροι που τους το είπε, ειδικά για τα δύο νεαρά κορίτσια, όχι αυτά της αδερφής του μα του φίλου του με το αντίκα Μερσεντές, τις δύο κόρες που ήταν, νομίζω τότε, δώδεκα ή δεκατριών- τι να πειράζει η ηλικία- ήταν νεαρά κορίτσια, άβγαλτα στη ζωή, που είχαν εμπιστοσύνη ακόμα στον καλύτερο φίλο του πατέρα τους από τη Λεμεσό που θα τις έπαιρνε στη θάλασσα∙ αχ αυτή η θάλασσα…πόσους παιδεραστές θα καλύψει.

Πιο απάνθρωποι να ήταν οι μάρτυρες; Να μείνει ως ερώτημα, προς το παρόν, για κάποια δευτερόλεπτα ίσως. Και πώς ήξεραν; Και πώς μπορείς να κρατήσεις στόμα κλειστό με τέτοια γνώση∙ πώς μπορείς εσύ ο καθώς πρέπει σχεδόν μεσοαστός, καθώς πρέπει, που έκανες «ότι πρέπει» σε αυτήν την κυπριακή κοινωνία- γυναίκα με ελαφρές διασυνδέσεις ώστε να έχεις δουλειά στην κυβέρνηση, να έχουν τα παιδιά σου δουλειά στην κυβέρνηση, πρώτα να έχουν πτυχία για πιο ψηλές κλίμακες, να πάρουν Κύπρια με σπίτι ή οικόπεδο, μαθηματικές ακρίβειες- τέλος πάντων, μα πώς μπόρεσες να μην πεις τίποτε τόσο καιρό και να κάθεσαι μαζί του και να διασκεδάζεις; Για την οικογένεια, να μην διαλυθεί η οικογένεια- και τα παιδιά που βίαζε ή απλά «πείραζε» τι ήταν; Αλλά μάλλον τοποθετείς και εσύ το σώμα σου κάτω από αυτό το καρκινογόνο δεοντολογικό γνωμικό του πορνογράφου «Πρέπει να τα ήθελε ο πισινός τους».

Πιο απάνθρωποι να ήταν; Δεν είναι ερώτηση γιατί μόνο ένα εξωπραγματικό όν, όχι δαίμονας, κάτι σαν εξωγήινος μα με το ταλέντο του αφιερωμένο στη καταστροφή της ανθρωπότητας, το αντίθετο δηλαδή του βοηθητικού Μεγάλου Άλλου που περιγράφει ο Φον Ντένικεν: ναι, ήταν παλιάνθρωποι γιατί τουλάχιστον ο ένας, είχε τη ευκαιρία του να μιλήσει αφού ενημερώθηκε διαχρονικά για τέσσερα θύματα∙ τα ζύγισε καλά τα πράματα, έτσι ήταν αυτός∙ φασαρία να είσαι σωστός άντρας, «Να κρατήσω τη σιωπή μου». Και το ερώτημα παρατείνει την αγωνία αφού παραμένει: πώς το ήξεραν οι μάρτυρες, πώς κατείχαν αυτήν τη γνώση του τέρατος- ας δούμε τι είδους διάλογοι σχηματίζουν τα γράμματα, «Πώς το ξέρατε;» «Μας το είπε», «Ποιος;» «Ο Παιδεραστής»: είχαν ενημερωθεί υπό τύπον αστείου με μια μπύρα και μια φούχτα αμύγδαλα ανάλατα- πιο λίγα από ότι πήρε ο Ιούδας για να μιλήσει- φαίνεται ότι η σιωπή στοιχίζει λιγότερο σε αυτόν τον τόπο. Και γελούσαν με τα κατορθώματα του «γκόμενου»- ακριβώς γιατί κατά βάθος συμφωνούσαν μαζί του. Εις υγείαν κύριοι…

Την άλλη βδομάδα συνεχίζουμε.

ΜΕ ΤΟΝ ΕΡΙΚ ΦΟΝ ΝΤΕΝΙΚΕΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΗ

Με τη μοτορούα του∙ το τζίν το hot-pants, και με εκείνη τη ευκινησία του να βγάζει τη φανέλα μόλις έμπαινε γυναίκα στο χώρο∙ και, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να λέει πως πάντα ήταν το ίδιο size, ένα «προνόμιο» αυτή η σταθερότητα του βάρους, που κάποια από τα θύματα του δεν θα έχουν στο μέλλον- ξέρετε, εννοώ εκείνες τις αυξομειώσεις βάρους που βιώνουν πολλές φορές σαν ενήλικες, παιδιά που κακοποιηθήκαν σεξουαλικά, ή, όπως προτιμάτε μάλλον: παιδιά που τα «πείραξαν», λες και είναι κάποια μορφή εκφοβισμού από τον ψευτόμαγκα του σχολείου. Τέλος πάντων, μακάρι να ήταν μόνο γυναίκες στις οποίες έκανε τον γκόμενο, και μακάρι να έμενε στη φανέλα- του άρεσαν και τα παιδιά, ηλικίες διάφορες, σκέψου το γιό σου και τη κόρη σου, τεσσάρων, πέντε, δέκα και κάτι∙ στα αγόρια είχε προτίμηση ώσπου ήταν κάτω από τα έξι τους∙ για τα κορίτσια έλεγε τα γνωστά «Προκαλούν», «Άμα το θέλουν δεν είναι βιασμός», πάντα υπό μορφή αστείου, και πάντα ότι κάποια νεαρή «Μπαστάρδα» τον ήθελε, τον ποθούσε, είτε για το σώμα του, είτε θα παίνευε τις επιδόσεις του, είτε είτε είτε είτε. Και αυτό το «Μπαστάρδα», δίχως να το καταλάβει, χωρίς να το καταλάβεις, έδειχνε το πώς διάλεγε, το πώς διάλεγες, τα θύματά του, τα θύματά σου: αυτά τα παιδιά που, ευκαιριακά, ο πατέρας έχανε τη θέση του στην συμβολική ιστορία της οικογένειας μέσα από τις απρόβλεπτες δυσκολίες της ζωής.

Με τη μοτορούα του, με τη μοτορούα σου∙ έκανε εβδομαδιαίους γύρους στους συγγενείς να πιει τον καφέ του με τις οικοκυρές συγγένισσές του, και για τα κουτσομπολιά, και για τα κουτσοδούλεια που δεν μπορούσαν να κάμουν οι αντράδες τους: και έριχνε ματιές στα παιδία όταν οι γονείς δεν βλέπαν, και καμία κουβέντα έτσι ώστε να δεσμεύσει την ομιλία, το μυαλό και την καρδιά τους… Ακούστηκε, κάποια στιγμή, μα οι συγγενείς έμειναν σιωπηλοί, ότι «πείραξε» και τις κόρες της αδερφής του, από άλλη πόλη, τη Λευκωσία∙ φάνηκε παράξενο που τα δύο κορίτσια δεν έρχονταν πλέον για διακοπές το καλοκαίρι στο σπίτι του θειου τους στη Λεμεσό, κάτι έγινε, κάτι θα ειπώθηκε, κάτι ακούστηκε, κάτι σίγασε: ειπώθηκε χρόνια μετά εκείνο το παλαβό και χαμηλόφωνο «Πείραζε τις κορούες», το ηλίθιο υποκοριστικό της σεξουαλικής πράξης χρησιμοποιώντας το σώμα και τη ψυχή ενός παιδιού: για πολύ περισσότερο χρόνο από όσο διαρκεί η πρόωρη εκσπερμάτωση ενός παιδεραστή.

Και αυτά τα παιδιά, που, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο ενόχλησε- ποιον κοροϊδεύουμε- σχεδόν τα διάλυσε αλλά δεν τα κατάφερε: αυτά τα παιδία που προσπάθησε να διαλύσει και κρυβόταν πίσω από τρελούς ή μη καθώς πρέπει πατεράδες, πίσω από υστερικές ξένες μανάδες που δεν ξέρουν να μεγαλώνουν παιδιά και πάντα κατακρινόμενες από πεθερές- και τα αβοήθητα παιδιά που δεν τηρούσαν τα ιδανικά της κυπριακής κοινωνίας, τα παιδιά τα παράξενα: υπερκίνησις, λίγη ομιλία και άλλες παθολογίες του καιρού: «Είναι επειδή χώρισαν οι γονείς,» ή, «Δεν είναι σωστοί οι γονείς,» ή «Η μάνα είναι ξένη, δεν είναι δική μας.» Και γιατί: επειδή δεν επακολούθησαν την πατέντα την κυπριακή, τη φαντασίωση που δεν προστάτευε κανένα παιδί. Και ακόμα αυτός να πίνει ουίσκι με το σύγαμπρό του, να μιλάει για τις θεωρίες του Φον Ντένικεν – ο σύγαμπρος να τον κοροϊδεύει και να τον ειρωνεύεται και ο παιδεραστής να το ξέρει, μα δεν τον ένοιαζε: είχε τον εγγονό του σύγαμπρού του κάτω από την προστασία του για λίγα χρόνια, να τον προσέχει τα πρωινά, γελάει και αυτός από μέσα του, δυστυχώς, γιατί το παιδί, μαθητής δημοτικού πια, παρουσιάζει ιδιομορφίες, παραξενιές, σύνδρομα… τα διάφορα που είπαμε πιο πριν. Φυσικά και θα πουν τα ίδια, για σύνδρομα, φοβίες, τον πατέρα που δεν κρατά καλά τα ινία, την μητέρα την παράξενη…

Και γράφει μια εγκυκλοπαίδεια, πως ο « Έριχ φον Ντένικεν (Erich von Däniken) (1935 Ελβετία- ) είναι συγγραφέας γνωστός για τις απόψεις του, σχετικά με την επίδραση εξωγήινων στους αρχαίους πολιτισμούς. Η επιστημονική κοινότητα θεωρεί τις απόψεις του και τις εκτιμήσεις του ψευδοεπιστήμη και ψευδοαρχαιολογία. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1968 και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Συνεχίζει να δημοσιεύσει βιβλία μέχρι και σήμερα»∙ και δεν γράφει αυτή η εγκυκλοπαίδεια, πως ο ίδιος Φον Ντένικεν ήταν ο αγαπημένος συγγραφέας του τέρατος που περιγράψαμε με δύο λόγια, ίσως με παραπάνω, σε αυτό το κείμενο. Τα βιβλία της συλλογής του Ντένικεν τα είχε διαβάσει όλα- του άρεσε να μιλάει ενάντια στη θρησκεία και τους παιδεραστές παπάδες, και για το όπιο του λαού, μα, παραπάνω, μιλούσε χωρίς κανένας πραγματικά να ακούει, για το τι του άρεσε.

Την άλλη βδομάδα η συνέχεια… σιγά σιγά να δούμε ποιος είναι, και ο καθένας ας παραλάβει, όχι να αναλάβει, μα να παραλάβει, την ευθύνη του λόγου του, γραπτού και προφορικού. Και εσύ την δική σου…

Myra: ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΙΑΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΚΗΣ ΠΟΡΝΗΣ

Για το έργο του Μιχάλη Παπαδόπουλου Myra, με πρωταγωνίστρια τη Δανάη Χρίστου
Γράφει, Πέτρος Πατούνας, Λακανικός Ψυχαναλυτής

Ένας σαδιστής διαστροφικός, και μια ψυχωτική γυναίκα που δημιουργούν μια σεξουαλική πράξη με βάση το σημαίνον «κρέας»: η παράσταση δεν απαντά τα ερωτήματα «Τι είναι ή το τι θέλει μια γυναίκα», μα, δημιουργεί άλλα ερωτήματα- όπως το «Ως τι θέλει να είναι και για ποιον μια συγκεκριμένη γυναίκα». Ερωτευόμαστε αυτόν που θα απαντήσει το ερώτημα του ποιοι είμαστε- αυτό παραπάνω ίσος να ισχύει για τη γυναικεία φύση αφού δεν μπορεί να κρατηθεί το σώμα από την υπόσταση του σημαίνοντος: τι και ποιοι είμαστε, με τι ταυτιζόμαστε στην θεμελιώδη φαντασίωση μας σαν υποκείμενα του λόγου. Η Δανάη Χρίστου ενσάρκωσε το γραπτό και τις ιδέες του Μιχάλη Παπαδόπουλου και έγινε η Φωνή, όχι η φόνισσα- η φωνή ενός κομματιού κρέατος που ήθελε να γίνει σώμα: σώμα γινόμαστε μέσω του ονόματος και της αναγνώρισης. Η ερμηνεία της Δανάης Χρίστου κυριαρχούσε στα σώματα των θεατών, με τις ταλαντεύσεις της φωνής, του ήχου, της ομιλίας- της ομιλίας που θα έπρεπε να είναι τόσο ανθρώπινη, μα, και που τόσο απάνθρωπα έχει τη δύναμη να εξιστορεί δολοφονίες, βιασμούς ανηλίκων, πράξεις που δεν μπορούν να ειπωθούν από τα θύματα παρά μόνο από την παρανοϊκή ηχητική της γνώμης του μάρτυρα και δολοφόνου, της Myra.

Η φωνή, όπως σχεδιάστηκε στο γραπτό του Μιχάλη και με τον τρόπο που έγινε η Ουσία του γράμματος από τη Δανάη: η φωνή, σαν αντικείμενο της σιωπής των θυμάτων, άλλα και σαν του πιο κλασσικού μέσου ιστόρησης και επικοινωνίας, και με το «επικοινωνίας» εννοώ τον τρόπο με τον οποίο αγγίζει το ένα σώμα το άλλο- η φωνή, όπως άρχισα να γράφω, ταξίδευσε στο σκοτεινό, πολύ σκοτεινό και χωρίς ίχνος από λυκόφως, ψυχικό χώρο όπου ο έρως και ο θάνατος ενώνονται κυριολεκτικά• στη περίπτωση της δολοφονικής πρωταγωνίστριας Myra ενώνονται σε μια σκηνή που επαναλαμβάνεται και που η πιθανότητα του θανάτου δημιουργεί το υπόβαθρο ενός σατανικού ερωτισμού: η Χρίστου με την ερμηνεία της υπέδειξε την αλήθεια, ή, τουλάχιστον, μία από τις αλήθειες της Myra – δηλαδή την πίστη και απόλαυση στη φαντασίωση της στο να είναι «ένα κομμάτι κρέας» για τον Ίαν που γνωρίσαμε σαν ακροατές και πάλι μέσα και ανάμεσα από τη φωνή τη πρωταγωνίστριας: ειρωνικά, αύτη η θέση του κρέατος εξισώνει τη γυναίκα με το πέος του άντρα, εκείνο το «κρέας» για το οποίο περηφανεύεται το αρσενικό, συνήθως το ηλίθιο αρσενικό που αγαπά τη μάνα και μισά και φοβάται να αγαπήσει σαν άντρας τη γυναίκα- έτσι την λατρεύει σαν ένα κομμάτι κρέας: η Myra κερώθηκε και αναγνωρίστηκε σαν κρέας.

Και θα αφήσω το σχολιασμό μου ως εδώ, με το ερώτημα που ήχησε στην αίθουσα, σίγουρα στο μυαλό μου- δεν είμαι σίγουρος αν ειπώθηκε, και αν ειπώθηκε αν ήταν στο γραπτό του κειμένου: τι είδους μάνα και πατέρας μεγάλωσαν έτσι ανθρώπους;

ΕΝΑ ΑΣΤΕΙΟ ΠΛΗΝ ΤΟ ΓΕΛΙΟ

Από το χωριό που είναι φημισμένο για τους Ελληναράδες του, αυτούς που δεν ντρέπονται, και θα γράψω το γιατί θα έπρεπε να ντρέπονται σε λίγο όταν το φέρει ο ορμή του γραπτού λόγου, και κρεμούν την γαλανόλευκη σε κάθε εθνική γιορτή και, στους καφενέδες, περηφανεύονται για τις παλληκαριές τους όταν πολέμησαν τους τούρκους, τους κουμουνιστές, τους φασίστες, μεταξύ τους… δυο κάστρα οι καφενέδες του Κυπριακού αυτού χωριού, που «Μακάρι να το έκαιγε ο Θεός, όλους ανεξαιρέτως, και εμένα μαζί, πρώτο πρώτο»: έτσι έλεγε ένα άτομο σχεδόν παιδί∙ ποτέ δεν ήταν παιδί με την σημασία της λέξεως και την εικόνα που το συνοδεύει σε κάθε ανόητο κεφάλι, εκείνη δηλαδή τη φαντασίωση του χαμογελαστού πλάσματος που παίζει, που εξερευνά, που έχει όνειρα για να γίνει υπόδειγμα ενός επαγγέλματος που δεν υπάρχει επειδή, ο άκοσμος κάκοσμος κόσμος των μεγάλων δεν επιτρέπει σε όνειρα να πραγματοποιούνται, εκτός και αν είναι εφιάλτες.

 

Αυτός, εννοώ ο κακούργος και πανούργος, αυτός ο ενσωματωμένος δαίμονας του χωριού, από τους πολλούς που υπάρχουν σε αυτό το νησί, πράγματι, «Σαν την Κύπρο δεν έχει» σε αυτά τα θέματα, και καταφέρνουν να κρύβονται πίσω από δάκτυλα που δεν υπάρχουν, σιωπές, παιδικές, των μεγάλων, και, περισσότερο από όλα, από γονείς που δεν τολμούν να μιλήσουν λες και κουβαλούν οι ίδιοι μια ντροπή που δεν είναι δική τους: που είναι- είναι ανίκανοι να είναι γονείς∙ αυτός, όπως άρχισα να γράφω, ένας από αυτούς τους «ήρωες», και αριστερός και δεξιός: δεν τον ένοιαζε η ιδεολογία: παιδία κακοποίησε, παιδί να είναι και ότι και να ‘ναι, και, γράφω «κακοποίησε» για να μην γράψω τη λέξη, εκείνη που θα φέρει στο μυαλό την πράξη που κάνουν οι ενήλικες για ευχαρίστηση, όχι με παιδία, μα κάποτε για να κάνουν παιδιά∙ ήταν τέρας αυτός ο άνθρωπος, όπως φυσικά όλα τα τέρατα και οι διάβολοι- πάντα είναι άνθρωποι∙ και κανένας από τους χωριανούς, πολεμιστές, Ελληναράδες, κουμουνιστές, τούρκους, μουστακαλήδες, έξυπνους και παλαβούς- ακόμα και από εκείνους που λένε ακόμα, που ακόμα τολμούν να λένε σε εκείνο το καταραμένο Κυπριακό χωριό, πως «Δε γεννήθηκε ο άνθρωπος που θα με ξεγελάσει», ακόμα και από αυτούς κανένας δεν το κατάλαβε- κανένας δεν τον πήρε χαμπάρι, και απολογούμαι στους ευαίσθητους του χωριού για την λέξη χαμπάρι που είναι Τουρκικής προέλευσης∙ από το haber.

 

Και τελικά αυτός ο ένας, ο μετατοπισμένος από την κόλαση στη Γή διάβολος, ήταν ο λιγότερο κακός… στους καφενέδες των ελληναράδων και των κουμουνιστών δημιουργούσαν αστεία, όχι από εκείνα τα φροϋδικά που καταφέρνουν να πουν αυτά που δεν λέγονται, ούτε από εκείνα που μαλακώνουν τα τραύματα της ζωής, μα, από εκείνα που μόνο οι σαδιστές μπορούν να μοιράζονται μεταξύ τους: «Μα περπατάς κάπως στραβά- μήπως πείραξε και το δικό σου πισινό…»∙ και τα χάχανα αντηχούσαν την ηδονή.

 

Ως εδώ, σε αυτό το σατανικό αστείο, τέλειωσε η ιστορία των κακοποιημένων παιδιών: ίσως γι’ αυτό ένα από τα παιδιά, εκείνο που αναφέραμε στην πρώτη παράγραφο, παρακαλούσε στο θυμό του, στην προσευχή του, να κάψει το κωλοχώρι ο Θεός: μα δεν το έκανε ο Θεός γιατί προσπαθούσε να καταλάβει το «αστείο».

Been Spoken of

IMG_1427

 

This picture situates perfectly the true position of the Freudian unconscious, the Unbewusste: neither in the environment nor in the biology of the brain but made of words- in fact it is structured like a language, but not a language itself because one cannot speak unconscious in the same way this same one can speak English or Greek: words carry within their phalanx of letters a jouissance, unknown to both parents and the child, shaping one’s stance in relationship with this Other of language, a function with which the young subject shall be stigmatized as a human being. This stratosphere of sounds, phonemes, the repository of signifiers, and the subject’s own act of choosing his own suffering and madness as Freud has once mentioned, within the drives of life and death, that is, what is repeated with consistency and frequency is nothing more than the subject itself, the individual who has been marked by a repetition of speech, spoken and heard and not perceived nether by the speaker nor the listener.

 

Language has its place in answering the enigmas and even the mysteries of life and, as this black and white picture testifies, the two bodies are touched and affected via the medium of speech, by what can be read and mostly but what is not read but written upon the human body stigmatizing, one way or another and in incalculable manners and fashions, the experience of life, understanding beyond the common sense, and formulating questions that are not articulated many times, such as What is my place and orientation in life; we could even go as far as to state, and repeat Freud and Lacan, that the human body is constructed of words. The symptom of the latter is the individual itself, the symptom of the affect of the Other’s language upon his body; struggling to orient its body and that which is beyond any natural selection, but its own deep, very deep, choices, to torture itself by whatever scene he or she is peripherised, surely itself structured through words. Our matter, our Ουσία, as human beings is language but one like no other, nothing like the code that, under observation, leads to a manual of How to.

 

A child will waste valuable dimensions of his life by working too hard, when even not necessary, because a gift of words have marked him as a lazy boy in his childhood; others will do different- this encounter with language and that reference coordinators of our being speaking are no mathematics and what and how the human subject will choose to do with his symptom is indeed a mystery, beyond the promising manual of How to live your life, famous in ours days because very few will dare to form their own path and pay the price of this uniqueness. In this picture, powerful indeed, one may glimpse at the crying face of the child revealing the truth and precision of the proverb, that language is very painful and that, although itself does not have bones it can break bones; in this case it is experienced as a heavy, very heavy burden by the child who, in absorbing all these signifiers, commandments, wishes, shouts of his parent, and it does so because the child loves its parent, it will castrate and sacrifice its own freedom; and thus the things and matters he once wished for or loved will be hated by this child because he has to make this parent happy, to prove right this chaotic aura of language by which human beings connect inhumanly with one another, father and child, mother and daughter.

The Things of the Domain of Shadows: The Devil

image

 

And therefore the young man has dreamt; it was not the first time as mentioned earlier in another cryptographic chapter of his existence in this narrative of the he who has heard but never seen- the devil attempted and tempted to do what he has conscripted to do when he legit to his own demand to loose its light, to overtake, since then, any light that was available to others: and every night he would think and manipulate ways and manners so to possess that which the young man tenured dearly in his chest, a fear and a hope enshrouding that hole on his body and that roar to be articulated when, at moments of turmoil and weakness, the evil spirit has been achieving to mend the she who carried the letter of love and care, that roar towards destiny “I do not need you, for you have lost your touch of truth my beloved one.” And the devil would deliver apparitions, in the forms of women organized around a thirst to accumulate blood, and when he was saying “I thirst” they would give him his own blood with a calamitous Judas’ kiss, which he would spit on the ground and on his body by refusing to become the object of an act, be that of sex, without a space for speech and inhalation.

Never before had he experienced the might of this evil and of a silence that, giving the impression, from moment to moment the million voices would brake free and take over his body; drowning, asphyxiation- these have been the tricks of the trickster; and even promises: “I will make you the king of the world if only you obey me,” sang the evil, but, what sort of a king would the young man be if he would have accepted this tempting paralysis of his desire, and instead of accepting he cried out “Where are you, you have forsaken me,” to her who ought to acknowledge his body not through the gaze but through the voice, to her that he has given her the avatar so she can own the realm of her spirit, one and one, in harmony.

And he would wake up in the hands of a ravishing terror, he would strode in the fields and waters of anxiety towards those domains of shadows because it was his world and from where he could function as a spirit to deliver that which he was born to do, to exorcise the voices of the Legion and to confer life to those corpses who have lost their breath as soon as they were born. “You are hungry, so turn the stone into a warm bread to satisfy your urge,” requested the devil, to receive the reply “But I am not hungry because I do not have flesh in these domains; I am just flowing in this quarantine to empty this body before I speak.”

But she was not there to receive his breath, so he spoke to the devil.

The Things of the Domain of Shadows: The Spirit of the Breath

wolf breathing

“Enough of this crying of the same story”- murmured the evil accent as it had its right to be heard on the boy’s head, now, as written earlier, a young man without an age since time is not premeditated with years, minutes or even seconds but with one’s acts; it is what will remain, the true bones in the grave of a spiritual body, that which the Greeks have called Φήμη, a remembrance not of the dead but of those living acts, immortal in their own way, as they find a place in the assortment of people’s discourse, for the times and times to come, in the daedalic manner that only language has the power to shape structures never to be seen. And this voiced “Enough” was not a bearing towards another act, for the boy was already in his own orientation, an act in itself, a past without an ending until the actor, he who is acting and is found within the act, regains its final breath, just like the first one with which he accompanied its caliginous singing with yet another snivel: “How painful is to breathe,” he was to wonder for years, this small simple function of a body that is actually not bodily because one is never engaged through life in the midst of the flesh alone- the god of the flesh is always won by language- it is their mixture we call life, let aside the subject and the question of how to elaborate the breathing so as to be in the direction of existence. “Enough,” he heard it again because that he, she or it, unknown is the gender of the other’s voice, has learned to be critical from the derivatives of that wisdom that once has been a woman without a cadaver and habituated the instrumentalities above the radiance of the stars, and is not sympathetic to the magical devotional time of this meticulous verve that the young man has elected as an axiom of a being, this sort of breath that only a free man could have approached, in this mode, the manner passing within and from the domains of death and life and senses the jokes of existences pitifully revealing the ignorance of the possibility, no, not of death, but of a life, an actual life where inhalations have their own elements of distance and geographical emoluments- its breathes the man itself in the instance.

 

And the nightmare of the uncontaminated evil, was long gone, with a few spiced articulations intoning their sinful way into his being with which he had to confront that which does not accept love but loves to destroy- this ancient prescription for creation of every sadistic denomination under an oath to murder the father because one of those professional life takers is not able to walk, not as the young man, on the top of roofs and trees without been noticed by those who do not sleep at night for they have wasted their day; at those moments when he would have done this casual stroll to meditate his spirit and the inhalation calling him to deliver the message to the voice of the world, with a voluminous melancholy for the missing kind gaze of the fairy who had forgot him, he could hear them breathing profoundly: and it is he, in all actuality, that could have said “Enough” to them- “Your bad smell fills the clean oxygenised dimness by which I renew my vowels so to keep a distance from that name which is of God”- he could have been frustrated like them but he has discovered the spirit of the breath with the assistance of the fairy who has returned just before he was able to settle on the disposition of her voice and gaze, that one fairy, one of the two, she who knows how to whisper to the trees and to those who can borrow their breath even if they are destined to regenerate it once again, again through that terrible pain not understood by eyes trapped by masks of beauty and never witnessed by the dead corpses walking in the streets of civilisation, one dead corpse leading another in the procedure of one mirror glazing into another: it has been a great night, that, that particular evening, as the fairy for the very first time made him a breath himself so to enter the insurmountable of the domain of shadows: searching and searching- “What are you searching for young man?” And the voiced prayer to him, this time was, “It is you who has to search for me because you have lost me and hence I am doomed to hold the eyeball of the world.”

On Phones and Other Voices

image

The message breezed in the phone’s screen with a soft sound and a vibration felt on his hand, a hehe with a smiley face of an almost idiotic happiness provoking an unendurable question on his mind in the form of a murmur, what is funny about it, he anticipated; the phone, incapable of delineating the murmuring on his head wrote only the reply to his girlfriend, why are you smiling, that is an emoticon my dear, she wrote back, yes I know, I have learned about these faces, there are other symbols too, trees, cars, currency signs, my question is why did you use this particular smiley face, I was serious and there was nothing funny to what I typed, my dear it was to show you that I am happy with what you said, you should do it when we are together, I am usually tired from work and until I see you we have no strength to speak, me too but I still want to talk to you and hug you, you are a man, you want to hold the woman, and you are a woman and you should let yourself to allow me to hold you, what is this, he continue as he saw another emoticon, it is a face that blushes because of what you wrote, but I am angry and what I wrote was not a compliment, oh, I thought it was, you thought wrongly because I should have used the angry emoticon or the very angry that becomes a devil, anyway this is stupid, we wrote an essay here because we had no time to speak, why don’t we call each other, I have work to do she said and there was silent on the man’s screen, his finger trebling from the here and there hyperactivity on the phone and a sudden back pain appeared as he was bending over the text with his whole being: he shouted, ah, ah, ah, three times, and then the diabolical thought emerged, perhaps deriving from that devil of the emoticons, that there is no face to express this trisyllabic utter ah ah ah. He had the idea of calling the company manufacturing the smartphones and let them know; this is what he will do tomorrow, first thing in the morning, but, before this act of faith for the mistaken gap in the language created with pictures and faces from the company’s leading scientists, he will search the internet, every possible search related to these new ways of communication with the OMG, Lol, and certainly the faces and signs- and after many and many hours of inquisitorial investigation, with that silent voice in his head urging him, come on, you can do it, do you think that Sherlock Holmes was better than you, perhaps he wasn’t, why are doubting yourself, I am not, It’s just difficult to examine these emoticons, It seems that you are becoming a looser again, again, what do you mean, when did I become a looser in the past, back then in high school, do you still remember that, yes it do, said the voice and burst into a laughter whist the devil of the emoticons became visible, manifested brilliantly from that hell of yellow faces to which people identify their expressions, none actually speaking or communicating, turning them into bodies following a code, patterns, to have sex, to go out, to work, without even realizing that the metamorphosis has already occurred: they are the emoticons. The devil’s laughter brought forth a nightmare and he woke up terrified; a mission of a paranoid nature, when one alone experiences the truth of a new dimension, was orienting his body: he stood up, glimpses to the firmament, and said, I will save mankind from this evil. He smashed his new phone with a hammer because he has discovered the wheel, once again, that this device did offer many services as promised, indeed, except what it was initially assembled for: to carry the voice afar.