Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΤΕΡΑΤΟΣ

Ο Έρικ Φον Ντένικεν στα βιβλία του έφερνε ένα εξωπραγματικό όν, κάτι που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί άνθρωπος, ως τον κύριο παράγοντα γνώσεως και συνεισφοράς, για παράδειγμα στις πυραμίδες της Αιγύπτου∙ και τι πιο βάρβαρο και απάνθρωπο από τον τρόπο που προσέγγιζε αυτός τα παιδικά σώματα, με εκείνη την αναισθησία στο πρόσωπο και τις ρυτίδες του, τις ρυτίδες του ανθρώπου της δουλειάς, όχι εκείνου του γραφείου: «Εμείς είμαστε καλύτεροι εραστές από αυτούς του γραφείου»,- όμως άλλα θα πουν οι πόρνες∙ οι πόρνες ξέρουν: αυτό δεν το έμαθε∙ γιατί ο τρόμος στα μάτια του παιδιού ερμηνεύεται από αυτόν σαν ετυμηγορία «Είσαι ο καλύτερος εραστής» και αυτή σίγουρα δεν είναι η φωνή του παιδιού. Και υπήρχαν και πιο βάρβαροι και πιο απάνθρωποι από αυτόν, όντα πολύπλοκα και δαιμονικά με αιμοβόρους τρόπους, αυτοί, οι δύο σύγαμπροι που τους το είπε, ειδικά για τα δύο νεαρά κορίτσια, όχι αυτά της αδερφής του μα του φίλου του με το αντίκα Μερσεντές, τις δύο κόρες που ήταν, νομίζω τότε, δώδεκα ή δεκατριών- τι να πειράζει η ηλικία- ήταν νεαρά κορίτσια, άβγαλτα στη ζωή, που είχαν εμπιστοσύνη ακόμα στον καλύτερο φίλο του πατέρα τους από τη Λεμεσό που θα τις έπαιρνε στη θάλασσα∙ αχ αυτή η θάλασσα…πόσους παιδεραστές θα καλύψει.

Πιο απάνθρωποι να ήταν οι μάρτυρες; Να μείνει ως ερώτημα, προς το παρόν, για κάποια δευτερόλεπτα ίσως. Και πώς ήξεραν; Και πώς μπορείς να κρατήσεις στόμα κλειστό με τέτοια γνώση∙ πώς μπορείς εσύ ο καθώς πρέπει σχεδόν μεσοαστός, καθώς πρέπει, που έκανες «ότι πρέπει» σε αυτήν την κυπριακή κοινωνία- γυναίκα με ελαφρές διασυνδέσεις ώστε να έχεις δουλειά στην κυβέρνηση, να έχουν τα παιδιά σου δουλειά στην κυβέρνηση, πρώτα να έχουν πτυχία για πιο ψηλές κλίμακες, να πάρουν Κύπρια με σπίτι ή οικόπεδο, μαθηματικές ακρίβειες- τέλος πάντων, μα πώς μπόρεσες να μην πεις τίποτε τόσο καιρό και να κάθεσαι μαζί του και να διασκεδάζεις; Για την οικογένεια, να μην διαλυθεί η οικογένεια- και τα παιδιά που βίαζε ή απλά «πείραζε» τι ήταν; Αλλά μάλλον τοποθετείς και εσύ το σώμα σου κάτω από αυτό το καρκινογόνο δεοντολογικό γνωμικό του πορνογράφου «Πρέπει να τα ήθελε ο πισινός τους».

Πιο απάνθρωποι να ήταν; Δεν είναι ερώτηση γιατί μόνο ένα εξωπραγματικό όν, όχι δαίμονας, κάτι σαν εξωγήινος μα με το ταλέντο του αφιερωμένο στη καταστροφή της ανθρωπότητας, το αντίθετο δηλαδή του βοηθητικού Μεγάλου Άλλου που περιγράφει ο Φον Ντένικεν: ναι, ήταν παλιάνθρωποι γιατί τουλάχιστον ο ένας, είχε τη ευκαιρία του να μιλήσει αφού ενημερώθηκε διαχρονικά για τέσσερα θύματα∙ τα ζύγισε καλά τα πράματα, έτσι ήταν αυτός∙ φασαρία να είσαι σωστός άντρας, «Να κρατήσω τη σιωπή μου». Και το ερώτημα παρατείνει την αγωνία αφού παραμένει: πώς το ήξεραν οι μάρτυρες, πώς κατείχαν αυτήν τη γνώση του τέρατος- ας δούμε τι είδους διάλογοι σχηματίζουν τα γράμματα, «Πώς το ξέρατε;» «Μας το είπε», «Ποιος;» «Ο Παιδεραστής»: είχαν ενημερωθεί υπό τύπον αστείου με μια μπύρα και μια φούχτα αμύγδαλα ανάλατα- πιο λίγα από ότι πήρε ο Ιούδας για να μιλήσει- φαίνεται ότι η σιωπή στοιχίζει λιγότερο σε αυτόν τον τόπο. Και γελούσαν με τα κατορθώματα του «γκόμενου»- ακριβώς γιατί κατά βάθος συμφωνούσαν μαζί του. Εις υγείαν κύριοι…

Την άλλη βδομάδα συνεχίζουμε.

ΜΕ ΤΟΝ ΕΡΙΚ ΦΟΝ ΝΤΕΝΙΚΕΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΗ

Με τη μοτορούα του∙ το τζίν το hot-pants, και με εκείνη τη ευκινησία του να βγάζει τη φανέλα μόλις έμπαινε γυναίκα στο χώρο∙ και, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να λέει πως πάντα ήταν το ίδιο size, ένα «προνόμιο» αυτή η σταθερότητα του βάρους, που κάποια από τα θύματα του δεν θα έχουν στο μέλλον- ξέρετε, εννοώ εκείνες τις αυξομειώσεις βάρους που βιώνουν πολλές φορές σαν ενήλικες, παιδιά που κακοποιηθήκαν σεξουαλικά, ή, όπως προτιμάτε μάλλον: παιδιά που τα «πείραξαν», λες και είναι κάποια μορφή εκφοβισμού από τον ψευτόμαγκα του σχολείου. Τέλος πάντων, μακάρι να ήταν μόνο γυναίκες στις οποίες έκανε τον γκόμενο, και μακάρι να έμενε στη φανέλα- του άρεσαν και τα παιδιά, ηλικίες διάφορες, σκέψου το γιό σου και τη κόρη σου, τεσσάρων, πέντε, δέκα και κάτι∙ στα αγόρια είχε προτίμηση ώσπου ήταν κάτω από τα έξι τους∙ για τα κορίτσια έλεγε τα γνωστά «Προκαλούν», «Άμα το θέλουν δεν είναι βιασμός», πάντα υπό μορφή αστείου, και πάντα ότι κάποια νεαρή «Μπαστάρδα» τον ήθελε, τον ποθούσε, είτε για το σώμα του, είτε θα παίνευε τις επιδόσεις του, είτε είτε είτε είτε. Και αυτό το «Μπαστάρδα», δίχως να το καταλάβει, χωρίς να το καταλάβεις, έδειχνε το πώς διάλεγε, το πώς διάλεγες, τα θύματά του, τα θύματά σου: αυτά τα παιδιά που, ευκαιριακά, ο πατέρας έχανε τη θέση του στην συμβολική ιστορία της οικογένειας μέσα από τις απρόβλεπτες δυσκολίες της ζωής.

Με τη μοτορούα του, με τη μοτορούα σου∙ έκανε εβδομαδιαίους γύρους στους συγγενείς να πιει τον καφέ του με τις οικοκυρές συγγένισσές του, και για τα κουτσομπολιά, και για τα κουτσοδούλεια που δεν μπορούσαν να κάμουν οι αντράδες τους: και έριχνε ματιές στα παιδία όταν οι γονείς δεν βλέπαν, και καμία κουβέντα έτσι ώστε να δεσμεύσει την ομιλία, το μυαλό και την καρδιά τους… Ακούστηκε, κάποια στιγμή, μα οι συγγενείς έμειναν σιωπηλοί, ότι «πείραξε» και τις κόρες της αδερφής του, από άλλη πόλη, τη Λευκωσία∙ φάνηκε παράξενο που τα δύο κορίτσια δεν έρχονταν πλέον για διακοπές το καλοκαίρι στο σπίτι του θειου τους στη Λεμεσό, κάτι έγινε, κάτι θα ειπώθηκε, κάτι ακούστηκε, κάτι σίγασε: ειπώθηκε χρόνια μετά εκείνο το παλαβό και χαμηλόφωνο «Πείραζε τις κορούες», το ηλίθιο υποκοριστικό της σεξουαλικής πράξης χρησιμοποιώντας το σώμα και τη ψυχή ενός παιδιού: για πολύ περισσότερο χρόνο από όσο διαρκεί η πρόωρη εκσπερμάτωση ενός παιδεραστή.

Και αυτά τα παιδιά, που, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο ενόχλησε- ποιον κοροϊδεύουμε- σχεδόν τα διάλυσε αλλά δεν τα κατάφερε: αυτά τα παιδία που προσπάθησε να διαλύσει και κρυβόταν πίσω από τρελούς ή μη καθώς πρέπει πατεράδες, πίσω από υστερικές ξένες μανάδες που δεν ξέρουν να μεγαλώνουν παιδιά και πάντα κατακρινόμενες από πεθερές- και τα αβοήθητα παιδιά που δεν τηρούσαν τα ιδανικά της κυπριακής κοινωνίας, τα παιδιά τα παράξενα: υπερκίνησις, λίγη ομιλία και άλλες παθολογίες του καιρού: «Είναι επειδή χώρισαν οι γονείς,» ή, «Δεν είναι σωστοί οι γονείς,» ή «Η μάνα είναι ξένη, δεν είναι δική μας.» Και γιατί: επειδή δεν επακολούθησαν την πατέντα την κυπριακή, τη φαντασίωση που δεν προστάτευε κανένα παιδί. Και ακόμα αυτός να πίνει ουίσκι με το σύγαμπρό του, να μιλάει για τις θεωρίες του Φον Ντένικεν – ο σύγαμπρος να τον κοροϊδεύει και να τον ειρωνεύεται και ο παιδεραστής να το ξέρει, μα δεν τον ένοιαζε: είχε τον εγγονό του σύγαμπρού του κάτω από την προστασία του για λίγα χρόνια, να τον προσέχει τα πρωινά, γελάει και αυτός από μέσα του, δυστυχώς, γιατί το παιδί, μαθητής δημοτικού πια, παρουσιάζει ιδιομορφίες, παραξενιές, σύνδρομα… τα διάφορα που είπαμε πιο πριν. Φυσικά και θα πουν τα ίδια, για σύνδρομα, φοβίες, τον πατέρα που δεν κρατά καλά τα ινία, την μητέρα την παράξενη…

Και γράφει μια εγκυκλοπαίδεια, πως ο « Έριχ φον Ντένικεν (Erich von Däniken) (1935 Ελβετία- ) είναι συγγραφέας γνωστός για τις απόψεις του, σχετικά με την επίδραση εξωγήινων στους αρχαίους πολιτισμούς. Η επιστημονική κοινότητα θεωρεί τις απόψεις του και τις εκτιμήσεις του ψευδοεπιστήμη και ψευδοαρχαιολογία. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1968 και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Συνεχίζει να δημοσιεύσει βιβλία μέχρι και σήμερα»∙ και δεν γράφει αυτή η εγκυκλοπαίδεια, πως ο ίδιος Φον Ντένικεν ήταν ο αγαπημένος συγγραφέας του τέρατος που περιγράψαμε με δύο λόγια, ίσως με παραπάνω, σε αυτό το κείμενο. Τα βιβλία της συλλογής του Ντένικεν τα είχε διαβάσει όλα- του άρεσε να μιλάει ενάντια στη θρησκεία και τους παιδεραστές παπάδες, και για το όπιο του λαού, μα, παραπάνω, μιλούσε χωρίς κανένας πραγματικά να ακούει, για το τι του άρεσε.

Την άλλη βδομάδα η συνέχεια… σιγά σιγά να δούμε ποιος είναι, και ο καθένας ας παραλάβει, όχι να αναλάβει, μα να παραλάβει, την ευθύνη του λόγου του, γραπτού και προφορικού. Και εσύ την δική σου…