Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ο ήχος- μάλλον εκείνη η ακαταλαβίστικη, η, ούτε κραυγή και μήτε φωνή, αρχίζει από το πρωί, μόλις ανοίξει τα μάτια του το αγόρι· ξεκινά με ένα φώνημα επί της φωνής σε σχηματισμό κλάσματος σαν μαθηματική πράξη, δίχως νόημα, μα, ανάμεσα στα κράματα των γραμμάτων της βαρβαρότητας και του πεσιμισμού του, σηματοδοτείται ένα φανταχτερό ρίγος πάνω στο σώμα του νεαρού· και, μετά, ο ήχος χάνετε, πάει να μοιάσει με φωνή, χάνεται και αυτή και ο πόνος στο στήθος που τον στοίχειωνε όταν το σημαίνον μετατρέπεται σε αφόρητο άγχος, και, που ο οργανισμός, σχεδόν, δεν μπορεί να αντέξει· εκείνος φοβάται να σηκωθεί από το κρεβάτι, φοβάται να πάει στη δουλειά, φοβάται να αγαπήσει, να αγαπηθεί- σκέφτεται συνέχεια το θάνατο, ζει το θάνατο: η μέρα έχει τεραστίων διαστάσεων ώρες και η φαντασιακή γεωγραφία του χρόνου τον πνίγει, κάθε μια ώρα με τα λεπτά της να γίνονται βαριές αναπνοές, τα δευτερόλεπτα βαρετοί κτύποι που δίνουν ρυθμό στην ταχυκαρδία εκείνου του μεγαλοσώμου άγχους, πολύ πιο μεγάλου από το κορμί του, αυτό που ο Φρόυντ αποκάλεσε Angst, η αφανήση του υποκειμένου.

 

Και με τον τρόπο του, χρόνια ανάλυσης, ο ήχος του θανάτου έγινε η βάση για κάτι άλλο, η φωνή της ζωής, όπως το ονόμασε μια φορά, βαφτίζοντας έτσι με νέο σημαίνον το τραύμα του που, τώρα, είναι η κατευθυντήριος αναπνοή στη ζωή του: δύσκολο ερώτημα το «Τί είναι ένας άνθρωπος», και ακόμα πιο δύσκολο «Το πώς αναπνέει αυτό το ζώο μου μιλά και δεν ξέρει τι λέει».