Το φαινόμενο του «Ισλαμικού Κράτους» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απλά σαν ακόμα ένα κίνημα φανατικών ισλαμιστών και μόνο, ταυτοποίηση και ονοματοποιία που αρέσκεται στο να προσφέρει αυθαίρετα ο φιλελεύθερος καπιταλιστικός λόγος, σε οποιασδήποτε μορφής κινήματα που αντιπαραθέτουν τα φαντασμαγορικά, και, όχι πιο λίγο βίαια, σημαίνοντα και σημαινόμενα του, όπως: «ελευθερία», «δικαιοσύνη», «δημοκρατία», «ευτυχία», «ευημερία», ενώ είναι το ίδιο, αυτό το σύστημα, υποστηριζόμενο από τις παραδοσιακά πλουτοκρατικές χώρες των τελευταίων δεκαετιών, που έχει σχηματίσει ιούς, αντιδράσεις στην ίδια του τη τραγικότητα με τη μορφή παραγωγής φανατικών, γιατί, χωρίς αυτό το «μαύρο» κομμάτι του συστήματος, δεν μπορούν να σταθούν οι προηγούμενες σημασίες∙ χρειάζεται, δηλαδή, αυτό το, πλέον παγκόσμιο, σύστημα όπου ο «καλός» και ο «δημοκράτης», ο «ελευθερωτής» των λαών να μάχεται ενάντια στον τρομοκράτη, το φανατικό, τον καταπατητή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων- και, σε τελική ανάλυση, οι δύο δεν διαφέρουν και πολύ μεταξύ του: ο ένας είδωλο του άλλου, τόσο αναγκαίος ο ένας στον άλλο σε σημείο ερωτικής αγάπης που δεν εκτονώνεται διαμέσου του ευγενικού δανεισμού του σώματος, αλλά, διαμέσου του διαμελισμού του, απλά για να αναπλαστεί ακόμη πιο βίαιος, μοντέλο σε καινούργια έκδοση: αυτό είναι και το περιβόητο DNA του σημαίνοντος.
Έτσι λειτουργεί το Σύμπτωμα, λογής και παραλλαγής συμπτώματα που καταλήγουν στο «Εγώ είμαι το συμπτωμα- εγώ ο ίδιος φέρω ευθύνη για την επιθυμία μου και όχι ο Άλλος»∙ όπως άρχισα να γράφω, δεν είναι απλά ένα καινούργιο μοντέλο, του ιδίου συμπτώματος, μιας γενεάς δηλαδή να διαδέχεται την άλλη όπως το ίδιο μοντέλο γυναίκας, για παράδειγμα, που ονοματίζεται στις οικογενειακές ιστορίες με το ίδιο όνομα, εκείνες που οι γονείς λεν χωρίς να το καταλάβουν- τέλος πάντων: υπήρξε μια μετάλλαξη στις θέσεις των Τζιχατιστών, για αρκετούς λόγους, μα να παραθέσουμε δύο βασικούς: πρώτον, να πούμε ότι δεν αντιπροσωπεύουν το Ισλάμ και τις αρχές του, όπως αυτές κατευθύνουν εκατομμύρια πιστούς σε ολόκληρο τον κόσμο∙ και, δεύτερον, και ίσως ο κυριότερος λόγος θα μπορούσαμε να πούμε, η ψυχική τοπολογία τους βασίζεται σε διαφορετική δομή σε σχέση με τον Άλλον: δηλαδή, ο αντιπρόσωπος του Θεού χειρίζεται το σώμα, το δικό του και του άπιστου με διαφορετικό τρόπο∙ και, ενώ είχαμε τα «ιδανικά» χρόνια, ακόμα όταν ο Αραφάτ ήταν νέος, με αεροπειρατείες, που στο τέλος οι όμηροι απελευθερώνονταν, ακραίες, με άλλα λόγια, ενδείξεις διαμαρτυρίας όπου το σώμα του Άλλου ήταν δέσμιο μιας αντίδραση σχεδόν δίχως αίμα, προχώρησε το φαινόμενο σε πιο βίαιες μορφές, όπως την Αλ Γκάιντα και τώρα στους Τζιχατιστές του ισλαμικού κράτους: από την ένδειξη διαμαρτυρίας με τόνους ιδανικών και σε αντίθεση προς τον καταναλωτισμό, που δράκωσε όταν έμενε μόνος σαν η αλάδωτη ιδεολογία του πλανήτη, σάρκωνε παράλληλα όλο και περισσότερο και το ακραίο Ισλάμ: από τη δεκαετία του εβδομήντα και μετά, στον μάρτυρα και την «ιερότητα» της αυτοθυσίας για τον Πατέρα όπου το σώμα του γιού διαμελίζεται για την «θεία επί-κοινωνία» με τον Θεό που, το ιδανικό, έστω και βίαιο, ήταν να πεθάνει ο ίδιος ανάμεσα σε άπιστους.
Η αλλαγή αυτή, του φανατισμού, περνά από την παρανοϊκή δομή με μαζοχιστικά στοιχεία, όπου δηλαδή ο Άλλος έχει, ας το απλοποιήσουμε, καταδιωκτικό χαρακτήρα, ακόμα και ως προς το σώμα του μάρτυρα∙ και κατευθύνεται προς την διαστροφική και σαδιστική δομή, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, πάντα ως προς το σώμα του Άλλου, μια ασυνείδητης λειτουργίας που σε αυτή τη περίπτωση είναι ενσωματωμένος, έχει σάρκα και οστά, μα, προπαντός, διαφορετικό μυαλό και τρόπο σκέψης, και αποκεφαλίζεται∙ ο αποκεφαλισμός ως πρακτική δεν σκοπεύει μόνο στο να φοβίζει αλλά έχει και το συμβολικό χαρακτήρα του αλλάξτε κεφάλια ή μυαλά- θέλουν ένα σώμα, δηλαδή, ένα κορμί, χωρίς να σκέφτεται, καθαρά υποταγμένο στην δική τους ερμηνεία ως προς το ποια είναι η σωστή στάση προς το θείο∙ και γράφω «στάση» γιατί διαφέρει από τη «κίνηση προς» το θείο με την οποία σημαδεύεται ένας θρησκευτικός τρόπος ζωής, και όχι μια ακίνητη εικόνα που είναι παρούσα είτε στην παράνοια και σε περισσότερο βαθμό στη διαστροφική δομή, εκείνο που ο Φρόυντ θα αποκαλέσει Eine Andere Schauplatz, η άλλη Σκηνή, και αργότερα ο Λακάν θα το αναπτύξει ως ο Άλλος: σε αυτά υπάρχει μια διαφορά, κύρια, κυριότατη, για να κατανοήσουμε την αύξηση της βία στις πράξεις των φανατικών: δηλαδή, η σκηνή για το «παραδοσιακό» μάρτυρα, για παράδειγμα, των προηγουμένων χρόνων ή δεκαετιών, χωρίς αυτή να θεωρείται ιδανική κατάσταση, ήταν επικεντρωμένη στο πως θα υπηρετήσει το έργο του θεού μέσω του δικού του θανάτου, και του τι θα πάρει ο ίδιος∙ οι παραδείσιες ανταμοιβές ήταν αυτές που έθεταν τη σκηνή σε Άλλο επίπεδο, στον άλλο Κόσμο: ήταν μια ειρωνική ιδέα πιο κοντά στον καταναλωτισμό- η μεγάλη διαφορά όμως βρίσκεται στο χρόνο που εξελίσσεται η σκηνή: ο μάρτυρας σε λίγα δευτερόλεπτα ανοίγει την πόρτα της διαπραγματευτικής οδού με το Θεό, ενώ ο Τζιχατιστής παραμένει ζωντανός για να φέρει το Θεό στο κόσμο∙ από το κοσμικό, σχεδόν ουράνιο υπόβαθρο, η σκηνή μεταφέρεται εξελίσσεται στη γη, και μπορούμε να σκεφτούμε το ρόλο του σώματος και τη χρήση του σε αυτό το δραματικό υπόβαθρο, αν αυτή είναι η ιδεολογία και παράσταση του Τζιχατισμού.
Λένε, ανακηρύσσουν, «Δεν είμαστε εδώ για υποτάξουμε αλλά για να ελευθερώσουμε», μια πρόταση καθόλου δομημένη στη λογική του «απλά λόγια» αφού υπάρχει το πέρασμα προς τη πράξη, μα, ούτε και του καθαρού νοήματος, και που χρησιμοποιείται από τους χειραγωγούς, τόσο τους Τζιχατιστές όσο και τις Δυτικές υπερδυνάμεις με διαστροφική ευχέρεια: ιδού η διαστροφική απόλαυση της από-υποκειμενοποίησης του ανθρώπου και του καταντήματος του σε αντικείμενο, είτε αυτό υπηρετεί την απόλαυση του Θεού εξυψωμένου στη τυραννική θέση του ενσωματωμένου νόμου, ή, του υπερ-εγωικού καταναλωτισμού που προστάζει το υποκείμενο, που είναι πλέον αντικείμενο σε αυτό το σύστημα, να μην απολαμβάνει το τι καταναλώνει, αλλά να απολαμβάνει το ότι καταναλώνει∙ και στις δύο αυτές διαστροφικές φόρμουλες, θα έλεγα, και λέγω κατά την ακρίβεια, διαλύεται η διαφορετικότητα και η ελευθερία αφού λειτούργει το ιδανικό της κλωνοποίησης, αν θέλετε μιας ποιητικής συνταγής που παράγει κλώνους, τους ίδιους και απαράλλακτους∙ υπάρχει πίστη στο Ίδιο, στην ολότητα και ενότητα του νόμου που σε κανένα σημείο δεν είναι ελλιπές, και, έτσι, δεν μπορεί να χαράξει δρόμο κενού προς την επιθυμία, η οποία χρειάζεται χώρο: αυτή είναι και η μόνη εναπομείναντα επιλογή, τότε, και εννοώ τη ναρκισσιστική επένδυση στον καθρέφτη, φαντασιακή και βίαιη, που δεν μπορεί να ανεχτεί το διαφορετικό∙ επίσης, το «Είμαστε εδώ», χωρίς να ονομάζεται ο τόπος, αλλά και αναλύοντας το γνωμικό στο περιεχόμενο της φιλοσοφίας και πράξης της οργάνωσης, μας παραπέμπει στο «Είμαστε σε αυτό τον κόσμο, εμείς του άλλου κόσμου»: η ικανότητα της διαστροφής να φέρνει τη Σκηνή μέσω της ενσωμάτωσης της λειτουργίας του Άλλου στον κόσμο, είναι η δύναμη της τζιχατιστικής ιδεολογίας, αφού εκείνος που θα υποφέρει και θα κουβαλήσει το ηθικό και πραγματικό βίαιο βάρος αυτής της σκηνής επί του κόσμου, είναι το άλλο άτομο.
Το όνομα του ισλαμικού κράτους και των οργανώσεων που το συγκροτούν δένεται με ένα πολύ εύθραυστο και πολυσημικό όνομα, που δεν έχει τη λειτουργία, έστω γλωσσολογική ή φιλοσοφική του Proper Name αυτού κάθε αυτού∙ το proper name είναι μια λέξη, έγραψε ο άγγλος φιλόσοφος John Stuart Mill, που απαντάει στο σκοπό του να δείξει και να κατανοηθεί η ερώτηση «Για πιο πράγμα μιλάμε ή περιγράφουμε»∙ με απλά λόγια, είναι κάτι το σταθερό: στα αραβικά, τουλάχιστον φωνητικά, το άκουσμα της ηχολαλίας των συλλαβών που σχηματίζουν το «Ισλαμικό Κράτος» παραπέμπει στον ήχο του Αλλάχ, της λέξης Θεός, μια έννοιας φυσικά πολυπλοκότατης και που σημαδεύεται μέχρι τώρα στην ιστορία του ανθρώπου από την παρερμηνεία- μιας παρερμηνείας που δεν υπάρχει όμως κατά τον Τζιχατιστή αφού εκείνος που παρερμηνεύει είναι ο Άλλος∙ απλά, να γράψουμε, γιατί θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε σελίδες και σελίδες πάνω σε αυτό το θέμα, ότι πρόκειται για ένα «κράτος» που έχει στο όνομα του το «Θεό» αλλά πράττει τις βιαιότητες που πράττει, και που έχει σαν κύριο γνωμικό το «Μένουμε και επεκτεινόμαστε» όπως ακριβώς λειτουργεί και μια ανίατη αρρώστια ή μερικές ομάδες όγκων: ο ιδανικός Τζιχατιστής είναι η προσωποποίηση και ενσωμάτωση του Todestrieb, της Ορμής του θανάτου που ανάφερε ο Φρόυντ, μιας ορμής, και δεν εννοώ κανένα γενετήσιο ένστικτο εδώ, που είναι αδάμαστη και απολαμβάνει το υπέρμετρο: και ακριβώς μπορεί και απολαμβάνει αυτή τη βιαιότητα του υπέρμετρου επειδή το τίμημα πληρώνεται από κάποιον άλλο.