Αγαπητέ φίλε: γράφω, όπως είπα, ξανά για το θέμα, για εκείνον και εκείνους- ζήτησες να ακούσεις περισσότερα:
Ο καλός θείος, ο θείος ο βλάκας, ο θείος ο τεμπέλης, που μόνο αυτός έπαιζε με το παιδί, γιατί οι γονείς του ήταν ασχολημένοι με τις εικόνες και τα είδωλα, το πώς να παρουσιάζονται στο κόσμο, στα οικογενειακά τραπέζια, στους φίλους- μόνο εκείνος γινόταν «παιδί» και του έδινε χρόνο, να γελάσει μαζί του, να τρέξει, να του πει «Είμαι πιο γρήγορος από εσένα»∙ έδινε στο παιδί ότι χρειαζόταν, το βλέμμα, το χρόνο, την ομιλία, την τροφή που χρειαζόταν για να μεγαλώσει, όχι σαν ανεπώαστος οργανισμός μα σαν άνθρωπος, και, στους γονείς, το ίδιο δοτικός- αφού ήταν ο βλάκας της οικογένειας, ο αποτυχημένος που, άμα τον σύγκρινες με αυτούς τους επιτυχημένους, που είχαν τις καλές κυβερνητικές δουλειές, που πήγαιναν ταξίδια κάθε χρόνο, ναι, ήταν ο αποτυχημένος: έτσι αναλώνονται τα παιδία των δεμένων οικογενειών ακόμα και όταν γίνουν οι ίδιοι γονείς, σε κόντρες μεταξύ τους και στραβώνονται μπροστά στο δυνητικό φως της απόλαυση των «κακών ανθρώπων», και αυτό σε εισαγωγικά∙ έτσι δούλευε, μεθοδικά, ο παιδόφιλος και ας τον κατηγορούσαν ότι δεν δουλεύει και πως έπαιρνε επιδόματα για να ζήσει∙ και ποιά η δουλειά του δηλαδή: κατά την ακρίβεια, δεν δίνει αυτό που ασυνείδητα χρειάζεται το παιδί, αλλά, περισσότερο, αυτό που θέλουν οι γονείς: και σε αυτή τη περίπτωση, οι γονείς του αγοριού χρειαζόντουσαν την «έπαρση» παρόλο που θα μπορούσες να τους χαρακτηρίσεις σωστούς και ταπεινούς- δεν ήταν∙ και, γι’ αυτό, ξεγελαστήκαν από τον «ηλίθιο», τον «άχρηστο» της οικογενείας∙ ο παιδόφιλος, δεν θέλω να γράψω διαστροφικός για διάφορος λόγους που δεν θα εξηγήσω αυτή τη στιγμή, διαβάζει, όχι μόνο το παιδί, αλλά και τους γύρω του, προπάντων τους γύρω του παιδιού, πατέρα, μάνα, γιαγιά∙ ξέρει πως πρέπει να μεθοδεύσει, να κάνει τα κακά μαγικά του, να τους κοιμίσει όλους: εκείνο που κάνει σχεδόν σε τελειότητα με ταχυδακτυλουργική μαεστρία, και το κάνει αρκετά καλά, είναι να τοποθετήσει τον Άλλο σε μια θέση ώστε αυτός ο άλλος να πληρώσει το ηθικό τίμημα εκείνου που απολαμβάνει ο ίδιος.
Η απόλαυση του δεν βρίσκεται στη σεξουαλική πράξη αυτή κάθε αυτή: όπως βέβαια και στον κάθε άνθρωπο, αφού υπάρχει η διάσταση, αν μπορώ να γράψω, που μπορώ, και το γράφω, της φαντασίωσης: αυτός απολαμβάνει το ότι μπορεί να ξεγελά, το παιδί, τους γονείς του, γι’ αυτό και φοβάται περισσότερο από κάθε τι, να ξεσκεπαστεί η εικόνα του: έτσι, θα δεις εκείνον που νήστευε για σαράντα μέρες να τρώει το κρέας σαν τον κανίβαλο και να τρέμει, εκείνον που προσεύχεται ολημερίς άλλα «εισαγάγει» ιερόδουλες με τον φίλο του, τάχατες για οικιακές βοηθούς, εκείνον που είναι της ηθικής και της ζωτικότητας να «κλέβει» ότι πιο ιερό υπάρχει για ένα παιδί: την εμπιστοσύνη∙ και το παιδί δεν μιλάει, όχι γιατί οι γονείς δεν θα ακούσουν, που υπάρχει και αυτό το ενδεχόμενο, αλλά επειδή θα τους στερήσει, αν μιλήσει, την απόλαυση τους: την φαντασίωση του «κάποιοι είναι»∙ τουλάχιστον σε αυτή την περίπτωση.
Αυτά προς το παρών- ή, μάλλον, ας πούμε προς το μέλλον, ένα μέλλον που, τουλάχιστον, πιο λίγοι θα αυνανίζονται αγγίζοντας παιδικά σώματα: και μην σκέφτεστε εφηβικά κορμιά∙ το σώμα για το οποίο γράφω ήταν 4-5 χρονών.